24 Νοεμβρίου 2016

Η έννοια του εξόδου και του εσόδου βάσει των ΕΛΠ

Όπως είναι γνωστό, έξοδο είναι μία εκούσια (ηθελημένη) δαπάνη, η οποία συνεπάγεται είτε την μείωση στοιχείων του Ενεργητικού, είτε την αύξηση του πραγματικού Παθητικού (υποχρεώσεων). Παράδειγμα, η καταχώριση και η εξόφληση μισθοδοτικής κατάστασης, οι παροχές τρίτων, τα ποσά που λογιστικοποιούνται έναντι υπηρεσιών που παρέχονται στην οντότητα από τρίτα πρόσωπα, κ.λπ. Ακολούθως, το έξοδο αποφασίζεται να γίνει, προκειμένου να πραγματοποιηθούν επιχειρηματικοί στόχοι. Κατά την γνώμη μου, εκτιμώντας ότι αυτό συνδέεται και με την φορολογική διάσταση του θέματος, το έξοδο πρέπει να γίνεται, χάριν του εσόδου, δηλαδή με σκοπό την επίτευξη εσόδων και την μεγέθυνση του κύκλου εργασιών.

Ο φορολογικός νομοθέτης (άρθρα 21 και 22 του ΚΦΕ) αναφέρεται σε επιχειρηματική δαπάνη (δεν υπάρχει η λέξη «έξοδο» στο Κεφάλαιο Γ’: «Κέρδη από επιχειρηματική δραστηριότητα»), η οποία (δαπάνη) εκπίπτει από τα ακαθάριστα έσοδα της οντότητας, εφόσον (κατ' αρχάς) πραγματοποιείται προς το συμφέρον αυτής και στο πλαίσιο των συνήθων εμπορικών συναλλαγών της. Ωστόσο, είναι γνωστό ότι «δαπάνη» είναι ευρεία έννοια που στο περιεχόμενό της ενυπάρχει και η επενδυτική διάσταση. Απόδειξη του γεγονότος αυτού είναι ότι ο ορισμός που περιέχεται στο Παράρτημα Α των ΕΛΠ για την δαπάνη (expenditure) παραπέμπει σε «σύνολο ταμειακών διαθεσίμων (ή ταμειακών ισοδυνάμων) ή σε εύλογη αξία άλλου ανταλλάγματος, τα οποία διατίθενται για την απόκτηση ενός περιουσιακού στοιχείου ή μιας υπηρεσίας», άρα χωρίς να οδηγεί σε μείωση της καθαρής θέσης, όπως συμβαίνει με το έξοδο. Υπό την έννοια αυτή στις δαπάνες περιλαμβάνεται και η αγορά αποθεμάτων, αλλά και η αγορά παγίων περιουσιακών στοιχείων.

Από την άλλη πλευρά, η Λογιστική (και φυσικά τα ΕΛΠ) αναφέρεται και στην περίπτωση της ζημιάς: «Ζημιά (loss) είναι μία (καθαρή) μείωση της καθαρής θέσης, με την μορφή είτε της αύξησης των υποχρεώσεων, είτε της μείωσης των περιουσιακών στοιχείων, εκτός των μειώσεων της καθαρής θέσης που προέρχονται από τις συναλλαγές με τους ιδιοκτήτες της οντότητας». Παράδειγμα, ολοσχερής καταστροφή αναπόσβεστου μηχανήματος, ή ζημιά από πώληση περιουσιακού στοιχείου κ.λπ. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της ζημιάς είναι ότι το αρνητικό αποτέλεσμα που προκύπτει από την έλευσή της, δεν είναι στις επιδιώξεις της οντότητας. Κοντολογίς, η ζημιά δεν προγραμματίζεται, δεν επιδιώκεται, απλώς προκύπτει από αιτίες, που συνηθέστατα δεν έχουν εκούσιο χαρακτήρα.

Συνεπώς, έχουμε τρεις έννοιες: Δαπάνη, έξοδο, ζημιά. Ο φορολογικός νομοθέτης (άρθρο 27 ΚΦΕ) χρησιμοποιεί την λέξη ζημιά μόνο στο σημείο που αναφέρεται στο ετήσιο αποτέλεσμα λογιστικής περιόδου και πώς η ζημιά μεταφέρεται στις επόμενες περιόδους κ.λπ., αλλά για σκοπούς φορολογίας. Τα ΕΛΠ, η Λογιστική γενικότερα, έχουν δώσει σαφείς ορισμούς για τις παραπάνω έννοιες, με στόχο την ορθή λογιστική εικόνα της περιουσίας της οντότητας. Ο ΚΦΕ όμως, όχι. Για παράδειγμα, υπάρχουν ζημιές που δεν αντιστοιχούν σε πραγματικές συναλλαγές (από αποτίμηση τίτλων κ.λπ.). Υπάρχουν άλλες όμως που αντιστοιχούν σε πραγματική συναλλαγή (πώληση μεταχειρισμένου παγίου με ζημιά). Μήπως πρέπει και ο φορολογικός νομοθέτης να ορίσει το πλαίσιο του περιεχομένου αυτών των όρων;

Ακολούθως, ως έσοδο (revenue) ορίζεται η μικτή (δηλαδή ακαθάριστη) εισροή οικονομικών ωφελειών κατά την διάρκεια μιας περιόδου, η οποία προκύπτει από συνήθεις δραστηριότητες μιας οντότητας και αυξάνει την καθαρή θέση της, εκτός των αυξήσεων της καθαρής θέσης που προέρχονται από συνεισφορές των ιδιοκτητών της οντότητας.

Υπό την ίδια έννοια, έσοδο κατά την παραδοσιακή Λογιστική, χαρακτηρίζεται η περιερχόμενη και προστιθέμενη στην περιουσία της οντότητας ακαθάριστη οικονομική εισροή, από την πώληση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών. Η ουσιώδης διαφορά του εσόδου από το κέρδος είναι ότι το μεν έσοδο είναι ακαθάριστη (μικτή) εισροή, ενώ το κέρδος (gain) οδηγεί μονοσήμαντα σε αύξηση της καθαρής θέσης, είτε με την μορφή μείωσης των υποχρεώσεων, είτε με την μορφή αύξησης των περιουσιακών στοιχείων της οντότητας. Οίκοθεν νοείται, ότι το κέρδος δεν περιλαμβάνει αυξήσεις της καθαρής θέσης  που προέρχονται από συναλλαγές με τους ιδιοκτήτες της οντότητας (καταθέσεις, αποθεματικοποιήσεις κερδών κ.λπ.). Τα ΕΛΠ και κατά προέκταση η Λογιστική, διατυπώνει με σαφήνεια την έννοια του καθαρού (λογιστικού) αποτελέσματος, συσχετίζοντας τους τέσσερις όρους (έσοδο, έξοδο, κέρδος, ζημιά), ως εξής:
 

    [Έσοδα + Κέρδη περιόδου] – [Έξοδα + Ζημιές περιόδου] = Θετικό ή Αρνητικό  αποτέλεσμα περιόδου 

Τα μεν θετικό είναι το λογιστικό κέρδος περιόδου, το δε αρνητικό είναι η λογιστική ζημιά περιόδου.

Τέλος, υπενθυμίζεται ότι διαφορετικό είναι το φορολογικό αποτέλεσμα, το οποίο θα διαμορφωθεί βάσει των προβλεπομένων στον ΚΦΕ εκπιπτόμενων και μη εκπιπτόμενων δαπανών, στο πλαίσιο της διαχείρισης της λογιστικής και της φορολογικής βάσης.

 

Νίκος Σγουρινάκης

Παρακαλώ περιμένετε...

loading
 
Ερώτηση Ασφαλείας: Επιλέξτε μία σημαντική για εσάς ημερομηνία

Σημειώστε την ημερομηνία που θα επιλέξετε, σε περίπτωση που σας ζητηθεί στο μέλλον από το σύστημα για λόγους ασφαλείας.

Επιβεβαιώστε τον λογαριασμό σας

Παρακαλώ συμπληρώστε την σημαντική για εσάς ημερομηνία που έχετε καταχωρίσει ως ερώτηση ασφαλείας.