29 Οκτωβρίου 2014

Φοροαποφυγή: Η επίσημη πρώτη νομοθετική εμφάνιση

Η φοροαποφυγή, ως έννοια, αποδίδει την δυνατότητα της μη καταβολής φόρου, ή καταβολής μικρότερου ποσού από αυτό που φυσιολογικά θα επιβάρυνε μία συναλλαγή, η οποία δυνατότητα, κατά βάση, προκύπτει από νομοθετικά κενά και ασφαλώς σχετίζεται με άριστη γνώση των φορολογικών θεμάτων. Η διαφορά της από την φοροδιαφυγή είναι ότι η τελευταία παραπέμπει ευθέως σε μη νόμιμες και εν πολλοίς, δόλιες μεθοδεύσεις, με στόχο την απόκρυψη εισοδημάτων, την ανακριβή απόδοση φόρων, την αλλοίωση στοιχείων και δικαιολογητικών με σκοπό την παραπλάνηση των οργάνων της Πολιτείας, την μη έκδοση παραστατικών που οδηγεί σε πλημμελή δήλωση φορολογητέας ύλης κ.λπ. (Bλ. άρθρο 55 ΚΦΔ).

Με την φοροαποφυγή, νομότυπα, «αξιοποιούνται» από τον φορολογούμενο κενά στην Φορολογική Νομοθεσία, αναζητούνται εναλλακτικές λύσεις σε φορολογικά θέματα, ώστε η τελική φορολογική επιβάρυνση να είναι η πλέον ανώδυνη. Στην ουσία, επιδιώκεται η εφαρμογή της αρχής της  αριστοποίησης, αυτό που χαρακτηρίζει την επιβίωση του ανθρώπου στον πλανήτη, δηλαδή την αρχή της επίτευξης του άριστου αποτελέσματος, με την χρήση όσο το δυνατόν μικρότερης ποσότητας παραγωγικών δυνάμεων. Κατά την ίδια έννοια, φοροαποφυγή είναι η προσπάθεια για  μείωση της φορολογικής υποχρέωσης με νόμιμες ενέργειες, συνεπώς, η αναζήτηση του άριστου αποτελέσματος.

Ωστόσο, η Πολιτεία μέσω του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, καθιερώνει γενική διάταξη κατά της φοροαποφυγής, για πρώτη φορά, με την χρήση του όρου: «τεχνητή διευθέτηση ή σειρά διευθετήσεων», που καταλήγουν σε φορολογικό πλεονέκτημα για τον φορολογούμενο. Κοντολογίς, η Φορολογική Διοίκηση κατά τον προσδιορισμό του φόρου, μπορεί να αγνοεί κάθε τεχνητή διευθέτηση ή σειρά διευθετήσεων που αποβλέπουν σε αποφυγή της φορολόγησης και ενδέχεται να καταλήγουν στην καταβολή μικρότερου ποσού φόρου. Ως «διευθέτηση» θεωρείται «κάθε συναλλαγή, δράση, πράξη, συμφωνία, επιχορήγηση, συνεννόηση, υπόσχεση, δέσμευση ή γεγονός». Χαρακτηρίζεται δε τεχνητή η διευθέτηση, εφόσον στερείται «οικονομικής ή εμπορικής ουσίας». Περαιτέρω, για να καθοριστεί εάν μία «διευθέτηση»  σχεδιάστηκε για να έχουμε φορολογικό πλεονέκτημα, ο φορολογικός ελεγκτής  θα συγκρίνει το ύψος του οφειλόμενου φόρου, εκτιμώντας τα στοιχεία της συγκεκριμένης διευθέτησης, με το ποσό που θα όφειλε ο φορολογούμενος, με τα ίδια δεδομένα, αν δεν είχε επινοηθεί η εν λόγω διευθέτηση.

Κατά την γνώμη μου, από τα αναζητούμενα στοιχεία που παρατίθενται στο άρθρο 38, στις περιπτώσεις (α) μέχρι (στ), της παραγράφου 3, προκειμένου μια «διευθέτηση» να χαρακτηριστεί ως τεχνητή, ώστε να ενεργοποιηθεί ο έλεγχος για την διαπίστωση της φοροαποφυγής, το μόνο που προκύπτει είναι ότι απαιτείται η άμεση έκδοση σχετικής ερμηνευτικής εγκυκλίου για την αποσαφήνιση του θέματος.

Η διάταξη ισχύει από 1/1/2014 και ενδέχεται πλήθος φορολογουμένων να βρεθεί μπροστά σε έκπληξη, όταν διαπιστώσει ότι ο οποιοσδήποτε ελιγμός έχει γίνει για την, με νόμιμα μέσα, μείωση μιας φορολογικής επιβάρυνσης, αποκτά ονομασία παραβατικής συμπεριφοράς, στο πλαίσιο της φοροαποφυγής, με δυσάρεστα αποτελέσματα.

Η Λογιστική κοινότητα επομένως, αναμένει την ερμηνεία του άρθρου 38, για να αντιμετωπιστεί σωστά η νέα αυτή διαδικασία.

 

Νίκος Σγουρινάκης

n_sgourinakis@hotmail.com

Παρακαλώ περιμένετε...

loading
 
Ερώτηση Ασφαλείας: Επιλέξτε μία σημαντική για εσάς ημερομηνία

Σημειώστε την ημερομηνία που θα επιλέξετε, σε περίπτωση που σας ζητηθεί στο μέλλον από το σύστημα για λόγους ασφαλείας.

Επιβεβαιώστε τον λογαριασμό σας

Παρακαλώ συμπληρώστε την σημαντική για εσάς ημερομηνία που έχετε καταχωρίσει ως ερώτηση ασφαλείας.