Διαχωρισμός αγορών σε ξενοδοχείο στο Ε3

Σε ξενοδοχείο γίνονται αγορές εμπορευμάτων ή προϊόντων. Εντός του ξενοδοχείου υπάρχει εστιατόριο στο οποίο αγοράζονται τρόφιμα ή ποτά από τα οποία άλλα χρησιμοποιούνται για πώληση σε εξωτερικούς πελάτες όπου κόβεται απόδειξη ταμειακής και άλλα χρησιμοποιούνται για παροχή σε πελάτες (πχ πακέτα ημιδιατροφής ή all inclusive). Σε αυτή τη περίπτωση αφού τα παραπάνω αφορούν αγορές και όχι δαπάνες πώς γίνεται να διαχωρίσουμε τις αγορές αφού αυτές δεν προορίζονται μόνο για πώληση αλλά και για παροχή υπηρεσίας. Είναι λάθος να μεταφερθούν οι αγορές στις δαπάνες παροχής υπηρεσίας καθώς και όλα τα έσοδα;
 
ΑΠΑΝΤΗΣΗ
 
Η διάθεση τροφής και ποτών από εστιατόρια, ζαχαροπλαστεία, κέντρα διασκέδασης και παρόμοιες επιχειρήσεις για επιτόπια κατανάλωση, λογίζεται ως πράξη παροχής υπηρεσιών, ως προς τον ΦΠΑ (άρθρο 8, Ν.2859/2000). Ωστόσο, περαιτέρω, οι ως άνω  δραστηριότητες, αντιμετωπίζονται διαφορετικά τόσο από τον ΚΒΣ, όσο και από την Φορολογία Εισοδήματος. Είναι δηλαδή από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις όπου η φύση του εισοδήματός, εάν δηλαδή αποτελεί εισόδημα από εμπορία ή παροχή υπηρεσιών, συνιστά θέμα προς διερεύνηση. Συγκεκριμένα ο ΚΒΣ, κατά παρέκκλιση από τον γενικό κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο, παροχή υπηρεσιών υπάρχει και όταν γίνεται χρήση υλικών, αξίας μικρότερης από το 1/3 της συνολικής αμοιβής (υποπερ. δδ, περ. δ, παρ. 2, άρθρου 3), οπότε εκδίδεται ΑΠΥ ή ΤΠΥ κατά περίπτωση (εκτός βεβαίως από την περίπτωση που παράγεται νέο είδος), θεωρεί ότι στα εστιατόρια, ζαχαροπλαστεία, κέντρα διασκέδασης και λοιπά συναφή καταστήματα, κύριο στοιχείο είναι η εμπορία των ειδών που προσφέρονται για κατανάλωση και για αυτό το λόγο οι επιχειρήσεις αυτές καλούνται να εκδίδουν ΑΛΠ ή Τιμολόγιο - Δ.Α. κατά περίπτωση (λιανικές ή χονδρικές πωλήσεις). 
 
Εν πάση περιπτώσει, παρόλο που οι δραστηριότητες αυτές, ως προς τον ΦΠΑ, θεωρούνται και κατατάσσονται στην παροχή υπηρεσιών, ο τρόπος τήρησης των βιβλίων πρέπει να συμβαδίζει με το όσα προβλέπει ο ΚΒΣ. Συνεπώς, οι πωλήσεις πρέπει να καταχωρίζονται στους υπολογαριασμούς του 70 (ή του 71, αναλόγως), οι δε αγορές στους υπολογαριασμούς του 20 (ή του 24). Με τον ίδιο τρόπο (δηλαδή, ως πωλήσεις εμπορευμάτων ή προϊόντων) θα μεταφέρονται τα δεδομένα των βιβλίων στο Ε3 και θα υπολογίζεται στη συνέχεια το κόστος πωληθέντων.
 
Σε ότι αφορά το ερώτημα, κατά την γνώμη μας δεν πρέπει να υπάρξει γενίκευση της διαδικασίας, λόγω της δραστηριοποίησης στον τομέα των προσφορών «πακέτων» ημιδιατροφής, προς την πλευρά της παροχής υπηρεσιών,. Ορθότερο θα ήταν να εξευρεθεί το μέρος των αγορών που εκτιμάται ότι μετατρέπεται σε κόστος παροχής υπηρεσιών, ως προς το «πακέτο»,  ώστε να υπάρχει σαφής διαμόρφωση της τιμής του, στο πλαίσιο του ανταγωνισμού. Συνεπώς, πρότασή μας είναι να υπολογισθεί με πραγματικούς όρους το κόστος των αγορών που συμμετέχει στο «πακέτο» και αφού απεικονισθεί ως δαπάνη, να αφαιρεθεί από το κόστος των πωληθέντων, ώστε να  επιτευχθεί διακεκριμένος επιμερισμός στον τομέα της παροχής υπηρεσιών, μέσω αυτής της διαδικασίας των προσφορών.  Σε αυτή την περίπτωση, τα μεταφερόμενα δεδομένα από τα βιβλία, στους κωδικούς του εντύπου Ε3, θα πρέπει σε συνολικό επίπεδο να συμφωνούν με τα πραγματικά στοιχεία του κόστους, όπως αυτό έχει πράγματι καταβληθεί. Παράδειγμα: αγορές εμπορευμάτων και υλικών 5.000€. Από αυτή την αξία, ποσό 500€ θα απευθύνεται στην προσφορά του «πακέτου». ʼρα, ως αγορές θα ληφθούν οι 4.500€, ενώ το ποσό των 500€ θα υπολογισθεί ως έξοδα της παροχής υπηρεσιών. Το τελικό αποτέλεσμα δεν διαφοροποιείται.
 
Εναλλακτικά, θα μπορούσε να γίνει καταχώριση του μέρους των αγορών που αφορούν την παροχή all inclusive στα έξοδα, με λογιστικό σημείωμα και με τις κατάλληλες λογιστικές εγγραφές (βιβλία Γ’ κατηγορίας του ΚΒΣ), ή κάθε τρίμηνο αν τηρούνται βιβλία Β κατηγορίας.

10.5.2012