Πωλήσεις σε κράτη με προνομιακό φορολογικό καθεστώς

Η εταιρεία έχοντας την ευθύνη για τις πωλήσεις στα Βαλκάνια και την Κύπρο πουλάει επί χρόνια προϊόντα στις χώρες αυτές (σε ανεξάρτητους αντιπροσώπους των χωρών) σε τιμές χαμηλότερες από την Ελληνική αγορά για λόγους προφανείς. Πως θα μπορέσουν οι έμποροι στις χώρες να πουλήσουν τα προϊόντα εάν αγόραζαν σε τιμές που εμείς πουλάμε στην Ελληνική αγορά ? Νομίζω ότι κάτι παρόμοιο συμβαίνει με όλες τις εταιρείες σαν τη δική μας. Τι γίνετε τώρα που με την προσθήκη στο άρθρο 30 ότι αυτή η διαφορά στις τιμές θα προστίθεται στο εισόδημα της εταιρείας? Τι μπορούμε να κάνουμε ? Ισχύει έτσι ξερά ?
 
ΑΠΑΝΤΗΣΗ
 
Πράγματι η παρ.5, του άρθρου 30 του ΚΦΕ όπως τροποποιήθηκε με το άρ.11 του Ν.3842/2010 και ισχύει  για κέρδη ισολογισμών που κλείνουν με ημερομηνία 31/12/2010 και μετά προβλέπει ότι «αν ελληνική επιχείρηση πωλεί σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, ή σε αντιπρόσωπο ή υπεργολάβο αυτών, που είναι κάτοικος ή έχει την καταστατική ή πραγματική έδρα ή είναι εγκατεστημένος σε κράτος που περιλαμβάνεται στον κατάλογο που αναφέρεται στην παράγραφο 5 του άρθρου 51Α ή σε κράτος με προνομιακό φορολογικό καθεστώς όπως ορίζεται στην παράγραφο 7 του ίδιου άρθρου αγαθά σε τιμή μικρότερη από αυτή στην οποία πωλεί τα ίδια εμπορεύματα σε ημεδαπή ή αλλοδαπή επιχείρηση, η χαμηλή τιμή δεν αναγνωρίζεται και η επιπλέον διαφορά που προκύπτει προστίθεται στα ακαθάριστα έσοδα της ελληνικής επιχείρησης». Ως κράτη με προνομιακό φορολογικό καθεστώς θεωρούνται εκείνα στα οποία το φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα υπόκειται σε φόρο επί των κερδών ή των εισοδημάτων ή του κεφαλαίου, ο οποίος είναι ίσος ή κατώτερος με το 60% του φορολογικού συντελεστή που θα οφειλόταν σύμφωνα με τις διατάξεις της ελληνικής φορολογικής νομοθεσίας, εάν ήταν κάτοικος ή είχε την έδρα του ή διατηρούσε μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα. Έτσι τόσο η Κύπρος όσο και τα περισσότερα κράτη των Βαλκανίων θεωρούνται ως κράτη με προνομιακό φορολογικό καθεστώς.
 
Με βάση τα παραπάνω το ζήτημα που θέτετε στο ερώτημα σας είναι υπαρκτό, καθώς μία συνήθης και θεμιτή εμπορική πρακτική που ακολουθεί η εταιρεία σας την εκθέτει στον κίνδυνο να επιβαρυνθούν τα ακαθάριστα έσοδά της με μη πραγματικά εισοδήματα. Δυστυχώς μέχρι σήμερα δεν έχουν δοθεί ειδικές οδηγίες από τη διοίκηση ώστε να διαφανεί εάν θα υπάρξει πρόνοια για την εξαίρεση επιχειρήσεων που λειτουργούν σύμφωνα με τον τρόπο που περιγράφετε. Αντίθετα με τις οδηγίες που δόθηκαν πρόσφατα για την εφαρμογή των άρθρων 51Α και 51Β του ΚΦΕ και αφορούν τις δαπάνες που καταβάλλονται σε επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε κράτη με προνομιακό καθεστώς, γίνεται δεκτό το μαχητό της μη έκπτωσης της δαπάνης από τα ακαθάριστα έσοδα. Μεταξύ των προϋποθέσεων είναι η ύπαρξη εμπορικής συμφωνίας ή σύμβασης έργου με την αλλοδαπή εταιρεία, που να ορίζει τους όρους της συναλλαγής (αντικείμενο, διάρκεια, τίμημα, τρόπους πληρωμής και υποχρεώσεις των μερών) και να έχει κατατεθεί στη Δ.Ο.Υ. (με τριμηνιαίες καταστάσεις), καταβολή του τιμήματος αγοράς (τραπεζικά εμβάσματα), πραγματική μεταφορά και λήψη των αγαθών (τελωνειακά έγγραφα) κλπ. Εάν υπήρχε αντίστοιχη πρόβλεψη και για τις πωλήσεις σε κράτη με προνομιακό φορολογικό καθεστώς θα μπορούσε η εταιρεία σας συλλέγοντας τα παραπάνω στοιχεία να πετύχει να αποδείξει την πραγματικότητα της συναλλαγής.
 
Ωστόσο όπως προαναφέραμε δεν υπάρχει μέχρι στιγμής σχετική εγκύκλιος του Υπ. Οικ. για το θέμα, ενώ και εάν ακόμα υπήρχε και γινόταν δεκτή η ύπαρξη εξαιρέσεων θα απαιτούταν και σχετική νομοθετική ρύθμιση, αφού η διατύπωση του νόμου (σε αντίθεση με τη διατύπωση του άρθρου 51Β) δεν αφήνει περιθώριο για την εφαρμογή οποιουδήποτε είδους εξαίρεσης.

12.1.2012