Οριστική διαγραφή (επισφαλούς) απαίτησης

ΕΠΕ έχει απαίτηση 38.000 € έναντι άλλης ΕΠΕ από ναύλο για μεταφορά εμπορευμάτων. Η απαίτηση χρονολογείται από το 2009 και πιστοποιείται από φορτωτικές. Για μέρος (15.000€) έχει δοθεί χάριν καταβολής επιταγή με ημερομηνία εκδόσεως 15.04.09, που δεν πληρώθηκε ούτε σφραγίσθηκε. Η οφειλέτις βρίσκεται από τον 10/2011 σε εκκαθάριση. Η δανείστρια ούτε έχει επιδιώξει την είσπραξη δικαστικώς ούτε σκοπεύει να το πράξει. Πρακτικά είναι βεβαία η μη είσπραξη, ωστόσο ο τελευταίος ισολογισμός της οφειλέτιδος δεν καθιστά αυταπόδεικτη την αδυναμία εισπράξεως. Δύναται να διαγραφεί η απαίτηση χωρίς άλλα δικαιολογητικά;
 
ΑΠΑΝΤΗΣΗ
 
Σύμφωνα με την περίπτωση θ, της παραγράφου 1, του άρθρου 31, του ΚΦΕ, οι επιτηδευματίες έχουν την δυνατότητα να σχηματίζουν πρόβλεψη για τις επισφάλειες που ενδέχεται να αντιμετωπίσουν, από μη είσπραξη απαιτήσεων, οι οποίες προέρχονται από χονδρικές πωλήσεις αγαθών ή παροχές υπηρεσιών, προς άλλους επιτηδευματίες. Το ποσό της πρόβλεψης υπολογίζεται με πολλαπλασιασμό ποσοστού 0,5%, επί του κύκλου εργασιών, μετά την αφαίρεση των επιστροφών – εκπτώσεων και τυχόν πωλήσεων προς τον ευρύτερο δημόσιο τομέα (ο οποίος κατά τεκμήριο, λαμβάνεται ως φερέγγυος). Το ποσό της πρόβλεψης για επισφαλείς απαιτήσεις εκπίπτει ως οργανικό έξοδο από τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης, ενώ πιστώνεται σε υπολογαριασμό του 44.ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ, εν είδει αποθεματικού.
 
Η σχηματιζόμενη ως άνω πρόβλεψη χρησιμοποιείται για την απόσβεση, δηλαδή την διαγραφή πελατών, οι οποίοι έχουν καταστεί ανεπίδεκτοι είσπραξης. Υπάρχει ειδική ρύθμιση για την περίπτωση που στο τέλος κάθε πενταετίας, αρχής γενομένης από την χρήση 2005, ο λογαριασμός αυτός έχει πιστωτικό υπόλοιπο, επειδή αυτό δεν χρησιμοποιήθηκε για την απόσβεση ανεπίδεκτων είσπραξης απαιτήσεων. Το πιστωτικό αυτό υπόλοιπο μεταφέρεται ως έσοδο στην επόμενη χρήση και φορολογείται με τις γενικές διατάξεις.
 
Περαιτέρω, σύμφωνα με την 11η υποπαράγραφο, της περίπτωσης θ (πρόβλεψη για απόσβεση επισφαλών απαιτήσεων), της παραγράφου 1, του άρθρου 31, του ΚΦΕ: «πέραν της σχηματιζόμενης πρόβλεψης, κατά τα ανωτέρω (σ.σ. εννοεί το ποσό που προκύπτει με τον πολλαπλασιασμό ποσοστού, επί κύκλου εργασιών), κανένα άλλο ποσό δεν αναγνωρίζεται προς έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα για απόσβεση επισφαλών απαιτήσεων. Εξαιρετικά, αν σε κάποια διαχειριστική χρήση το ποσό των πράγματι επισφαλών απαιτήσεων, για τις οποίες έχουν εξαντληθεί όλα τα ένδικα μέσα, είναι μεγαλύτερο εκείνου που προκύπτει από την εφαρμογή του αντίστοιχου ποσοστού πρόβλεψης, το επί πλέον ποσό που δεν καλύπτεται από την σχηματισθείσα πρόβλεψη, μπορεί να αποσβεστεί στη διαχειριστική αυτή χρήση, με οριστικές εγγραφές».
 
Συνεπώς, η απαίτηση που αναφέρεται στο ερώτημα, μπορεί να διαγραφεί ως ανεπίδεκτη είσπραξης μόνο μέσα από το πιστωτικό υπόλοιπο του υπολογαριασμού του  44., που έχει σχηματισθεί με την προβλεπόμενη διαδικασία, με το δεδομένο ότι δεν έχουν ασκηθεί (ούτε φυσικά εξαντληθεί) ένδικα μέσα. Αν δεν υπάρχει τέτοιο υπόλοιπο, είτε γιατί δεν σχηματίσθηκαν προβλέψεις, είτε γιατί αυτό χρησιμοποιήθηκε για την απόσβεση άλλων ανεπίδεκτων είσπραξης απαιτήσεων και δεν επαρκεί για την συγκεκριμένη διαγραφή, τότε τυχόν λογιστική απόσβεση και διαγραφή του, μπορεί βεβαίως να διενεργηθεί, πλην όμως θα πρέπει στην συνέχεια, το σχετικό ποσό, να αναμορφωθεί φορολογικά.
 
Από τα δεδομένα του ερωτήματος, συνάγεται το συμπέρασμα ότι οι δύο εταιρείες έχουν μια συγγενική (πέραν της εμπορικής) σχέση. Εφόσον λοιπόν η  εταιρεία που απαιτεί τα σχετικά ποσά των εμπορικών της συναλλαγών, δεν μεθοδεύει την είσπραξή τους μέσω της δικαστικής οδού (ούτε καν προβαίνει σε σφράγιση της επιταγής), η μοναδική διέξοδος διαγραφής της επισφαλούς απαίτησης, είναι μέσω της σχηματισθείσας πρόβλεψης, σύμφωνα με την προβλεπόμενη διαδικασία, ή (αν δεν υπάρχει η προηγούμενη δυνατότητα), με λογιστική τακτοποίηση, αλλά με υποχρέωση φορολογικής αναμόρφωσης του σχετικού ποσού, κατά την υποβολή της φορολογικής δήλωσης  και βεβαίως, σύμφωνα με όσα ισχύουν πλέον για τις φορολογικές αναμορφώσεις (καταστάσεις φορολογικής αναμόρφωσης κ.λπ.). 

4.1.2012