Υπεραξία οικοδομικής Ε.Ε.

Υπολογισμός φόρου (Υπεραξία) σε Μεταβίβαση (Πώληση) από τέκνο σε γονέα εταιρικού μεριδίου Ε.Ε. με Β’ κατ. βιβλία και αντικείμενο ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ με σύστημα αντιπαροχής.
1.Τα ημιτελή ή έτοιμα ακίνητα λόγω αντιπαροχής (πότε θεωρούνται εμπόρευμα ή πάγια?) περιλαμβάνονται στον υπολογισμό τόσο στην καθαρή θέση ως αναπόσβεστη αξία όσο και ως πραγματική αξία (ενότητα Γ δήλωσης)? Αν ναι ποιά η αξία κτήσης?
2.Στον υπολογισμό της άυλης αξίας ποια αποτελέσματα λαμβάνονται υπόψη, λογιστικά ή τεκμαρτά? Σε περίπτωση μηδενικών εσόδων σε μια χρήση, αγνοούνται οι λογιστικές ζημιές?
3.«Ίδια κεφάλαια» θεωρείται το καταβληθέν κεφάλαιο? (β’κατ.βιβλίων). 
 
ΑΠΑΝΤΗΣΗ
 
Σύμφωνα με την παρ. 1-α του άρθρου 13 του Ν.2238/1994 όπως ισχύει μετά την δημοσίευση στο ΦΕΚ του Ν.3842/2010 η υπεραξία που προκύπτει κατά τη μεταβίβαση μεριδίων προσωπικών εταιρειών σε συγγενείς Α βαθμού φορολογείται με συντελεστή 5%.
 
Για τον τρόπο προσδιορισμού της υπεραξίας εφαρμόζονται τα οριζόμενα στην ΠΟΛ.1053/2003 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει μέχρι σήμερα. Το ελάχιστο ποσό της υπεραξίας από τη μεταβίβαση των εταιρικών μερίδων και ποσοστών συμμετοχής, εξευρίσκεται, εάν από την ελάχιστη αξία μεταβίβασης όλων των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης αφαιρεθεί το κόστος απόκτησης της, και η τυχόν διαφορά πολλαπλασιασθεί με το ποσοστό συμμετοχής του μεταβιβάζοντος. Η ελάχιστη αξία μεταβίβασης είναι το άθροισμα της αυλής αξίας και της καθαρής θέσης, πλέον (για επιχειρήσεις με βιβλία Β΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ.), της αναπόσβεστης αξία των ακινήτων, αυτοκινήτων και της θετικής διαφοράς μεταξύ αντικειμενικής αξίας και τιμής κτήσης των ακινήτων.
 
Στον υπολογισμό της άυλης αξίας, όπως έχει διευκρινιστεί με το 1053635/2005 έγγραφο του Υπ. Οικ. για τις εταιρείες που τηρούν βιβλία Β κατηγορίας του ΚΒΣ λαμβάνονται υπόψη τα μεγαλύτερα δηλωθέντα κέρδη είτε αυτά προκύπτουν από τα βιβλία είτε από την περαίωση (νυν αυτοέλεγχο) των άρθρων 13-17 του Ν 3296/2004.
 
Η διατύπωση της εγκυκλίου σύμφωνα με την οποία ο μέσος όρος των εισοδημάτων που λαμβάνεται υπόψη κατά τον προσδιορισμό της άυλης αξίας προκύπτει από «το μέσο όρο των κατά δήλωση εισοδημάτων κάθε πηγής των πέντε (5) τελευταίων ετών πριν από τη μεταβίβαση, που αφορούν την επιχειρηματική δραστηριότητα της», δεν αποκλείει την περίπτωση ύπαρξης και ζημίας σε κάποιο από τα έτη αυτά η οποία θα ληφθεί υπόψη στην εξεύρεση του σχετικού μέσου όρου.
 
Ως ίδια κεφάλαια στην περίπτωση των εταιρειών που τηρούν βιβλία Β κατηγορίας, για τον υπολογισμό του κόστους απόκτησης λαμβάνονται αυτά που αναφέρονται στο καταστατικό της. Εάν μέχρι το χρόνο μεταβίβασης των μεριδίων έχουν λάβει χώρα αυξομειώσεις του κεφαλαίου (όπως προκύπτει από το καταστατικό), ως κόστος απόκτησης λαμβάνεται ο μέσος όρος του κεφαλαίου της επιχείρησης των (5) πέντε προηγουμένων χρήσεων πριν από τη μεταβίβαση και σε περίπτωση κατά την οποία έχουν παρέλθει λιγότερες από τις πέντε (5) χρήσεις, ως κόστος απόκτησης λαμβάνεται ο μέσος όρος του κεφαλαίου αυτών των χρήσεων. Για τις επιχειρήσεις που μεταβιβάζουν μερίδια που είχαν αποκτήσει από προηγούμενες μεταβιβάσεις ως κόστος απόκτησης, λαμβάνεται η ελάχιστη αξία της επιχείρησης η οποία έχει υπολογισθεί κατά την απόκτηση των μεριδίων με βάση τις διατάξεις της ΠΟΛ.1053/2003 ή της ΠΟΛ. 1259/1999, κατά περίπτωση.
 
Η άποψή μας όσον αφορά τα ακίνητα της οικοδομικής επιχείρησης, είναι ότι λαμβάνονται υπόψη στο βαθμό που αποτελούν πάγια στοιχεία της επιχείρησης και όχι εμπορεύματα ή προϊόντα (έτοιμα ή ημιτελή). Για τον υπολογισμό της αξίας των αποθεμάτων σύμφωνα πάντα με την ΠΟΛ.1053/2003 εφαρμόζεται ειδικός τύπος προσδιορισμού της αξίας τους σύμφωνα με τον οποίο ως απόθεμα εμπορεύσιμων αγαθών λογίζεται ποσοστό 10% επί των αγορών της χρήσης που προηγείται της μεταβίβασης. Το εάν κάποιο από τα ακίνητα που έχει κατασκευάσει η επιχείρηση και κατέχει κατά το χρόνο μεταβίβασης των μεριδίων συνιστά πάγιο στοιχείο ή όχι, είναι πραγματικό γεγονός και ως τέτοιο κρίνεται από την αρμόδια φορολογική αρχή. Για παράδειγμα η ιδιοχρησιμοποίηση ή η εκμίσθωση ακινήτου που είχε κατασκευαστεί με σκοπό την πώληση, προσδίδει σε αυτό την ιδιότητα παγίου αφού χρησιμοποιείται πλέον για διαρκή εκμετάλλευση και όχι ως απόθεμα προϊόντος προς πώληση. Εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση ως αξία - κόστος κτήσης θα ληφθεί κατά τη γνώμη μας αυτή που προκύπτει βάσει του τρόπου υπολογισμού της αξίας κάθε διηρημένης ιδιοκτησίας που προβλέπει ο κώδικας ΦΠΑ και οι σχετικές υπουργικές αποφάσεις σχετικά με τις μεταβιβάσεις ακινήτων (βλ. σχετικά αφιέρωμα περιοδικού ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ: Π. Καζαντζής/Β. Μιχελινάκης, «Τεχνικές & Οικοδομικές επιχειρήσεις», Β΄ μέρος: Υποχρεώσεις από τον ΦΠΑ, Σεπτέμβριος 2008, σελ.1055)

21.12.2011