Μισθός μέλους ΔΣ επί τη βάσει ειδικής σχέσης μίσθωσης εργασίας ή εντολής

Μισθός μέλους Δ.Σ. ασφαλισμένου σε εκτός ΙΚΑ ταμείο με «σύμβαση ή εντολή» σύμφωνα με το Ν.2238/94 και αρθ.24 Ν.2190 ως εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις με παρακράτηση φόρου 35% και χαρτόσημο 1,2%.
1.Πώς εννοείται η «σύμβαση» και η «εντολή» πρακτικά. Καταρτίζεται γραπτή σύμβαση ή αρκεί η εντολή-απόφαση της ΓΣ και του Δ.Σ.; Αν καταρτίζεται υποχρεωτικά γραπτή σύμβαση, κατατίθεται για θεώρηση σε Δ.Ο.Υ. ή Σ.Ε.Π.Ε. και πότε;
2.Αν το μέλος είναι σε ασφαλιστικό ταμείο εκτός ΙΚΑ (ΤΣΜΕΔΕ,ΤΕΒΕ) λόγω επιτηδεύματος ή ελευθέριου επαγγέλματος, ποιος καταβάλει τις εισφορές (η εταιρία ή το μέλος);

ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Σύμφωνα με την περίπτωση στ, της παραγράφου 3, του άρθρου 28, του ΚΦΕ, ο μισθός που καταβάλλει η ΑΕ στα μέλη του ΔΣ, για τις υπηρεσίες που παρέχουν βάσει ειδικής σύμβασης μίσθωσης εργασίας ή εντολής, λογίζεται ως εισόδημα προερχόμενο από εμπορικές επιχειρήσεις, εφόσον για τις υπηρεσίες αυτές τα μέλη του ΔΣ είναι ασφαλισμένα σε οποιοδήποτε Ταμείο ή Ασφαλιστικό Οργανισμό, εκτός από το ΙΚΑ. Περαιτέρω, βάσει της περίπτωσης α, της παραγράφου 1, του άρθρου 55 του ως άνω Κώδικα, στον μισθό αυτόν, διενεργείται παρακράτηση φόρου με συντελεστή 35%, μετά την αφαίρεση των ασφαλιστικών εισφορών που καταβάλλονται και των αναλογούντων τελών χαρτοσήμου. Ο φόρος παρακρατείται από την ΑΕ και αποδίδεται μαζί με τα τέλη χαρτοσήμου, με την Προσωρινή Δήλωση του άρθρου 59. Με την παρακράτηση, εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση του δικαιούχου για το εισόδημα αυτό. Οι παραπάνω φορολογικές διατάξεις είναι σε εφαρμογή των αμοιβών που προβλέπονται από την παράγραφο 3, του άρθρου 24 του ΚΝ 2190/1920, περί ΑΕ. Σημειώνουμε ότι αν το μέλος του ΔΣ, για τις αμοιβές αυτές, έχει κύρια ασφάλιση στο ΙΚΑ, χαρακτηρίζεται μισθωτός της εταιρείας και υφίστανται όλες οι υποχρεώσεις που απορρέουν από την Εργατική Νομοθεσία και αφορούν την εξαρτημένη εργασία. Στην περίπτωση αυτή, το εισόδημα ανήκει στην ΣΤ’ πηγή (Μισθωτές Υπηρεσίες), φορολογείται με τις γενικές διατάξεις και ο φόρος παρακρατείται βάσει της κλίμακας του άρθρου 9, του ΚΦΕ.

Και στις δύο ως άνω περιπτώσεις (εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις – εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες), θα πρέπει να καταρτίζεται σύμβαση μίσθωσης εργασίας. Υπενθυμίζεται ότι οι αμοιβές αυτές, σε κάθε περίπτωση, κατά πάγια διοικητική νομολογία (Πολ 15/1978, Πολ 143/1980, Πολ 132/1981, Πολ 222/1981) εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα της εταιρείας. Περαιτέρω, ως προς την μισθωτή εργασία, έχουμε την κατάρτιση της σύμβασης ουσιωδών όρων του ΠΔ 156/1994, η οποία εφόσον αφορά πλήρη απασχόληση του μέλους – εργαζόμενου, δεν απαιτείται η κατάθεσή της σε ΟΑΕΔ ή ΣΕΠΕ, αλλά μετά την υπογραφή της, εκατέρωθεν, παραμένει στο αρχείο της εταιρείας. Αν αφορά άλλη μορφή απασχόλησης (μερική, εκ περιτροπής, ή διαλείπουσα), θα πρέπει να κατατίθεται στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας (έγγραφος τύπος). Ως προς την δεύτερη περίπτωση, κατά την οποία το μέλος, λόγω της κύριας ασφάλισής του σε άλλον ασφαλιστικό οργανισμό, εκτός του ΙΚΑ, αποκτά εισόδημα από Εμπορικές Επιχειρήσεις, η καταρτιζόμενη σύμβαση (σύμβαση  εντολής) είναι προϊόν απόφασης της ΓΣ των μετόχων. Δεν απαιτείται η κατάθεσή της σε ΣΕΠΕ, διότι δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητές του, λόγω του ότι η παροχή της εργασίας, αυτής της μορφής, του μέλους προς την εταιρεία ανήκει στην κατηγορία των ανεξάρτητων υπηρεσιών και δεν συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά της μισθωτής απασχόλησης. Δεν απαιτείται η κατάθεσή της, κατά την γνώμη μας, μέσω της κατάστασης συμφωνητικών του άρθρου 8, του Ν.1882/1990 (τριμηνιαία κατάσταση, βάσει της ΑΥΟ 1065606/2000), γιατί δεν αποτελεί  σύμβαση ή συμφωνητικό με οποιονδήποτε τρίτο, στο πλαίσιο της επιχειρηματικής δραστηριότητας της εταιρείας, αλλά εσωτερική υπόθεση του νομικού προσώπου, η οποία απορρέει από τα νόμιμα όργανα της διοίκησης αυτής (ΓΣ). Ωστόσο, πρέπει να τηρούνται όλα τα τυπικά στοιχεία που προβλέπονται από τις σχετικές διατάξεις, ώστε να δικαιολογείται η έκπτωση της δαπάνης από τα ακαθάριστα έσοδα της εταιρείας (δαπάνη βέβαιη, εκκαθαρισμένη και παραγωγική, να καλύπτεται από τα προβλεπόμενα παραστατικά και να έχει λογιστικοποιηθεί με οριστικές εγγραφές στα βιβλία). Επισημαίνεται πάντως, ότι θα πρέπει να προκύπτει από το περιεχόμενο της σύμβασης, ότι οι υπηρεσίες που θα προσφέρει το μέλος στην εταιρεία, στο πλαίσιο του μισθού αυτού, θα είναι διαφορετικές από αυτές που, έτσι ή αλλιώς, υποχρεούται να παρέχει, εκ της ιδιότητάς του στο Συμβούλιο, βάσει νόμου και καταστατικού.

Επί πλέον, σκόπιμο θεωρείται να καταρτίζεται απλή μισθοδοτική κατάσταση, δεδομένου ότι θα πρέπει κάθε φορά να αποδεικνύεται ο ορθός υπολογισμός του ποσού επί του οποίου θα εφαρμόζεται ο συντελεστής παρακράτησης του φόρου 35%, καθώς και το καθαρό πληρωτέο ποσό. Τα τέλη χαρτοσήμου, υπολογίζονται πάντα στο αρχικό ακαθάριστο ποσό (σχετικό υπόδειγμα, με παράδειγμα υπάρχει στον ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΟΔΗΓΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ, έκδοση «Οικονομική Βιβλιοθήκη», 2011, σελ. 140, 141 και 142).

Σε ότι αφορά την καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών, σημειώνουμε τα παρακάτω: Καταρχήν είναι απαραίτητη η καταβολή τους για την αναγνώριση της δαπάνης. Στη συνέχεια, σύμφωνα με τα γενικώς ισχύοντα σε αμοιβές, οι εισφορές για την ασφαλιστική κάλυψη του παρέχοντος την υπηρεσία, είναι ονομαστικές και βαρύνουν τον ίδιο. Συνεπώς, το μέλος του ΔΣ, θα πρέπει να καταβάλλει τις εισφορές του στο ορισμένο διάστημα που προβλέπεται από το συγκεκριμένο ασφαλιστικό Ταμείο (ΕΤΑΑ, ΟΑΕΕ), στη συνέχεια να προσκομίζει την απόδειξη πληρωμής στο λογιστήριο της εταιρείας, ώστε να καταρτίζεται η μισθοδοσία του και να γίνονται οι απαραίτητοι υπολογισμοί (Πολ 1141/1992). Στο τέλος της χρήσης, θα πρέπει να καταθέτει επίσης στο λογιστήριο την βεβαίωση που του παρέχει το Ταμείο, για φορολογική χρήση, ώστε να γίνεται έλεγχος της ορθής παρακράτησης του φόρου. Οίκοθεν νοείται ότι η βεβαίωση αυτή δεν θα χρησιμοποιείται στην φορολογική δήλωση του υπόχρεου, αφού ήδη έχει ληφθεί  υπόψη στην εξεύρεση φορολογητέου εισοδήματος (βλέπε και τις νέες ρυθμίσεις του Ν.3986/2011, όπου οι ασφαλιστικές εισφορές δεν θα αφαιρούνται από το εισόδημα, αλλά θα εκπίπτει ποσοστό αυτών από τον φόρο. Η νέα αυτή διάταξη, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με βασική αρχή της φορολογίας, κατά την οποία πρέπει να φορολογείται το καθαρό εισόδημα).

Ωστόσο, αν συμφωνήθηκε, οι εισφορές να καταβάλλονται από την εταιρεία, αυτές εκπίπτουν μεν ως γενικά έξοδα διαχείρισης, με την προϋπόθεση ότι αποτελούν εισόδημα για τον υπόχρεο (από κινητές αξίες). Βλέπε Πολ 1005/2005 (Έγγραφο 1028327/1995). Στην περίπτωση αυτή, ή θα αφαιρούνται κατά την πληρωμή του μισθού (που σημαίνει ότι όταν η εταιρεία πληρώνει τις εισφορές, θα χρεώνει τον λογαριασμό του μέλους – υπολογαριασμός του 53.08 ή 53.14 – και δεν θα δημιουργεί έξοδο, οπότε στην εξόφληση θα καταβάλλει σε αυτόν το πιστωτικό υπόλοιπο του λογαριασμού του), ή θα γίνει μικτοποίηση του ποσού που αρχικά συμφωνήθηκε ως μισθός, ώστε να συμπεριλάβει και το ποσό των εισφορών. Στην τελευταία αυτή περίπτωση βέβαια, το ποσό των εισφορών θα αυξηθεί (προεξοφλητικά) κατά 35% και θα περιλαμβάνεται στο ακαθάριστο ποσό του μισθού. Και στις δύο περιπτώσεις, υφίσταται εισόδημα από κινητές αξίες για τον υπόχρεο.

2.8.2011