Θέματα αγροτών που διαθέτουν τα αγαθά τους σε λαϊκές αγορές

Είχατε αναφερθεί πριν καιρό στην αναγκαιότητα διευκρίνησης του τρόπου φορολόγησης των αγροτών που πωλούν τα προϊόντα τους σε λαϊκές αγορές. Παρά το διάστημα που παρήλθε, δεν φαίνεται να έχει εκδοθεί κάποια διευκρινιστική εγκύκλιος για το θέμα, οπότε και δημιουργείται το ερώτημα της υποχρέωσης υποβολής από τα ανωτέρω πρόσωπα εντύπου Ε3. Σε θετική περίπτωση, δημιουργούνται τα επακόλουθα υποερωτήματα:
1.Το εισόδημα αυτό θεωρείται εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις;
2.Ποιος είναι ο ΚΑΔ και ποιος ο ΜΣΚΚ;
3.Η επιστροφή 5% του ΦΠΑ με τις περιοδικές δηλώσεις, προστίθεται στα λοιπά έσοδα δραστηριότητας (κωδ. 273);
4.Κατά πόσο ακριβής και αξιόπιστος είναι ο υπολογισμός των αγορών με βάση το ειδικό στοιχείο παράδοσης αγροτικών προϊόντων που εκδίδει για τα παραγόμενα από αυτόν προϊόντα ο αγρότης;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Στον αγρότη που πωλεί προϊόντα της παραγωγής του σε λαϊκές αγορές, ο νομοθέτης αναγνωρίζει αφενός το δικαίωμα της ένταξης στο ειδικό καθεστώς για την αγροτική δραστηριότητα, αφετέρου όμως για την δραστηριότητα που πωλητή εντάσσεται στο κανονικό καθεστώς με την συνακόλουθη τήρηση βιβλίων Β΄ κατηγορίας (περ. γ, παρ. 4, του άρθρου 41 του ΦΠΑ). Για την τελευταία αυτή δραστηριότητα ο αγρότης υποχρεούται και στην συμπλήρωση του εντύπου Ε3 με βάση τα δεδομένα του βιβλίου εσόδων - εξόδων.

Το ανωτέρω θέμα έχει αναπτυχθεί λεπτομερώς σε παλαιότερες απαντήσεις στις οποίες σας προτείνουμε να ανατρέξετε:

Επιστροφή ΦΠΑ σε αγρότη που διαθέτει τα προϊόντα του σε λαϊκές αγορές

Τήρηση βιβλίων και στοιχείων από αγρότες που πωλούν προϊόντα τους σε λαϊκές αγορές

Έκδοση ΔΑ από αγρότη που διαθέτει προϊόντα του σε λαϊκές αγορές

Για την δραστηριότητα του πωλητή αγροτικών προϊόντων ο υφιστάμενος ΚΑΔ εξαρτάται από το είδος αυτών π.χ. 47211108 - ΛΙΑΝΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΟ ΟΠΩΡΟΚΗΠΕΥΤΙΚΩΝ. Τα ανωτέρω ισχύουν και για τον προσδιορισμό του ΜΣΚΚ, για παράδειγμα ο συντελεστής που αντιστοιχεί στον οπωρολαχανοπώλη που διαθέτει τα αγαθά του λιανικώς είναι: 7% (κωδ. 5330, ΑΥΟ Ε 17418/1771/23.12.1985, όπως ισχύει ).

Η αξία αγοράς των αγροτικών προϊόντων που διαθέτει ο ίδιος ο παραγωγός στο πλαίσιο της εμπορικής του δραστηριότητας, καθορίζεται από την τιμή που επικρατεί στην αγορά για παρόμοια αγαθά (πρόκειται για την «κανονική αξία», παρ. 2, του άρθρου 19 του ΦΠΑ, δηλαδή την αξία που θεωρείται ως το συνολικό ποσό το οποίο αυτός που αποκτά αγαθά ευρισκόμενος στο ίδιο στάδιο εμπορίας με το στάδιο κατά το οποίο κατά το οποίο πραγματοποιείται η παράδοση των αγαθών, θα έπρεπε να καταβάλει κατά τον χρόνο της εν λόγω παράδοσης σε ανεξάρτητο προμηθευτή αγαθού, με συνθήκες πλήρους ανταγωνισμού, προκειμένου να αποκτήσει το εν λόγω αγαθό). Σε περίπτωση που δεν είναι δυνατή η εύρεση τέτοιας τιμής, η αξία που θα αναγραφεί στο ειδικό στοιχείο θα ισούται με το κόστος των εν λόγω αγαθών κατά το χρόνο της παράδοσης. Είναι προφανές ότι στην τελευταία αυτή περίπτωση, ο καθορισμός της τιμής αγοράς με βάση το κόστος παραγωγής εμπεριέχει μεγάλο βαθμό υποκειμενικότητας. Κατά την άποψή μας, λοιπόν, ο αγρότης για τον προσδιορισμό του κόστους παραγωγής των αγαθών που προορίζονται να πωληθούν σε λαϊκές αγορές θα πρέπει να λάβει υπόψη του το σύνολο των δαπανών παραγωγής (λ.χ. κόστος λιπασμάτων, μεταφορικών κ.λπ.), συμπεριλαμβανομένης και της δικής του προσωπικής εργασίας.

10.6.2011