Κάλυψη αντικειμενικής δαπάνης με εισαγωγή συναλλάγματος

Επί υποβολής, με συμπληρωματική δήλωση εισοδήματος, πρωτοτύπου στοιχείου τραπέζης με ποσό εμβάσματος από τρίτη χώρα του εξωτερικού (Αλβανία) στο όνομα του φορολογουμένου, αναγνωρίζεται το ποσό του εμβάσματος αυτού για κάλυψη διαφοράς τεκμηρίου;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Σύμφωνα με την παρ. 2, του άρθρου 19 του ΚΦΕ, προκειμένου ένας φορολογούμενος να καλύψει την διαφορά που προκύπτει ανάμεσα στα εισοδήματα που δηλώθηκαν και στη συνολική ετήσια αντικειμενική δαπάνη (όπως αυτή προσδιορίζεται στα προηγούμενα άρθρα 16 και 17, του ΚΦΕ), μπορεί να επικαλεσθεί μεταξύ άλλων και ποσά που προέρχονται από την εισαγωγή συναλλάγματος, το οποίο δεν εκχωρείται υποχρεωτικά στην Τράπεζα της Ελλάδος (ελεύθερο συνάλλαγμα), με την προϋπόθεση ότι είναι δυνατή η δικαιολόγηση της απόκτησής του, στην αλλοδαπή (π.χ. να προέρχεται από εκποίηση περιουσιακού στοιχείου στην αλλοδαπή, ή από την άσκηση εμπορικής δραστηριότητας, ή από κέρδη λαχείων στην αλλοδαπή κ.λπ.). Το συνάλλαγμα που δεν εκχωρείται υποχρεωτικά στην Τράπεζα της Ελλάδος είναι αυτό που βάσει ειδικών διατάξεων νόμων, προορίζεται για έναν συγκεκριμένο σκοπό, όπως πχ είναι το αντίτιμο της αξίας αγαθού ή αγαθών που εξήχθησαν. Ιδιαίτερα επισημαίνεται ότι ο φορολογούμενος, σε κάθε περίπτωση, φέρει το βάρος της απόδειξης για την πραγματική ύπαρξη κάθε ποσού που επικαλείται. Συγκεκριμένα, ο φορολογούμενος (αλλά και η σύζυγος και τα πρόσωπα που τους βαρύνουν), μπορούν να δικαιολογήσουν αντικειμενικές δαπάνες απόκτησης ή διαβίωσης, δηλώνοντας πραγματικά εισοδήματα, τα οποία απαλλάσσονται από τον φόρο, ή φορολογούνται με ειδικό τρόπο. Κατά ρητή διατύπωση του νόμου, αν τα εισοδήματα αυτά αποκτήθηκαν στην αλλοδαπή, αναγνωρίζονται εφόσον υπόκεινται σε φόρο εισοδήματος στην Ελλάδα, ή απαλλάσσονται νόμιμα από αυτόν.

Ωστόσο, πρέπει να σημειώσουμε ότι δεν απαιτείται η δικαιολόγηση του συναλλάγματος αυτού, για κάποιον που κατοικεί μονίμως στο εξωτερικό (υποπερ. αα, της περ. δ, της παρ. 2, του άρθρου 19 του ΚΦΕ). Πάντως, απαιτείται η δικαιολόγηση της εισαγωγής του ξένου κεφαλαίου στην Ελλάδα. Η εισαγωγή αυτή θα πρέπει να αποδεικνύεται με το πρωτότυπο του, κατά περίπτωση, εκδιδόμενου από κάθε Τράπεζα παραστατικού, με την προϋπόθεση ότι περιέχει το ονοματεπώνυμο του δικαιούχου του εισαγόμενου χρηματικού ποσού, το ύψος του ποσού, το νόμισμα και τη χώρα προέλευσης. Το ανωτέρω παραστατικό συνυποβάλλεται με την ετήσια δήλωση φορολογίας εισοδήματος (Πολ. 1130/2002).

Τα παραπάνω προκύπτουν και από τις οδηγίες (εγχειρίδιο) του Υπουργείου Οικονομικών για θέματα φορολογίας εισοδήματος των κατοίκων εξωτερικού το οποίο αναφέρει:

«Τα ποσά με τα οποία περιορίζεται ή καλύπτεται η διαφορά δαπάνης, πρέπει να έχουν αποκτηθεί στην Ελλάδα, ή εάν έχουν αποκτηθεί στην αλλοδαπή πρέπει να αποδεικνύεται η εισαγωγή τους στην Ελλάδα είτε αυτά αναφέρονται σε συνάλλαγμα είτε σε €, οπότε τα πρόσωπα αυτά μαζί με τη δήλωση φορολογίας εισοδήματός τους πρέπει να καταθέσουν τα πρωτότυπα των αποδεικτικών στοιχείων εισαγωγής χρηματικών κεφαλαίων από το εξωτερικό που εκδίδονται σε κάθε περίπτωση από τα πιστωτικά ιδρύματα (Τράπεζες). Το πρωτότυπο αυτό αποδεικτικό δεν απαιτείται να είναι το ίδιο για όλα τα πιστωτικά ιδρύματα, οι δε μοναδικές βεβαιώσεις συναλλάγματος (Β.Α.Σ.) σε όσες περιπτώσεις εξακολουθούν να εκδίδονται, αποτελούν το νόμιμο παραστατικό...».

Όπως προκύπτει κατά τα ανωτέρω, ο φορολογούμενος έχει τη δυνατότητα εφόσον είναι μόνιμος κάτοικος εξωτερικού να υποβάλλει συμπληρωματική δήλωση στην Ελλάδα προκειμένου να δηλώσει την εισαγωγή συναλλάγματος, με την κατάθεση του σχετικού παραστατικού της μεσολαβούσας τράπεζας. Ωστόσο, στην περίπτωση που ο φορολογούμενος θεωρείται κάτοικος Ελλάδας, απαιτείται η προσκόμιση πρόσθετων δικαιολογητικών (εκτός από το παραστατικό της τράπεζας για την εισαγωγή του συναλλάγματος) που να αποδεικνύουν την απόκτηση του κεφαλαίου αυτού στην αλλοδαπή.

19.4.2011