Υποχρέωση σύνταξης της προαιρετικής απογραφής επι τριετία

Το άρθρο 31 παρ. 1 Γ του Ν.2238/1994 αναφέρει τα εξής:
«Αν προαιρετικά έχει διενεργηθεί απογραφή έναρξης και λήξης, για τον προσδιορισμό του καθαρού εισοδήματος λαμβάνονται τα δεδομένα αυτών με την προϋπόθεση ότι θα συνεχιστεί η σύνταξη των απογραφών αυτών για μία τριετία από την σύνταξη της πρώτης προαιρετικής απογραφής λήξης. Σε διαφορετική περίπτωση προβλέπονται κυρώσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου 2523/1997»
Ερώτηση μου είναι αν εξακολουθούν να ισχύουν τα προαναφερθέντα (που κατά την γνώμη μου ισχύουν σύμφωνα με τον μέχρι το Ν.3790/2009 ενημερωμένο Κ.Φ.Ε.) και ζητώ από σας να με ενημερώσετε για οποιαδήποτε αλλαγή έχει συμβεί.
Στην περίπτωση που ένα κατάστημα εμπορίας υποδημάτων έχει κάνει απογραφή των εμπορευμάτων στις 31/12/2007 ενώ δεν ήτανε υποχρεωμένο τότε αυτόματα θεωρείται η απογραφή αυτή προαιρετική και ταυτόχρονα ισχύει η υποχρέωση της απογραφής για ένα συν τρία έτη.
 
ΑΠΑΝΤΗΣΗ
 
Οι επιτηδευματίες οι οποίοι τηρούν βιβλία Β κατηγορίας του ΚΒΣ υποχρεούνται κατ’ αρχήν στη σύνταξη απογραφής των εμπορεύσιμων περιουσιακών τους στοιχείων βάσει των διατάξεων της παρ.6, του άρθρου 6 του ΚΒΣ, εφ’ όσον τα ετήσια ακαθάριστα έσοδά τους από την πώληση αγαθών υπερβούν το όριο τήρησης βιβλίων Α κατηγορίας του ΚΒΣ (το οποίο σήμερα ανέρχεται στο ποσό των 150.000 €). Ωστόσο και σε περίπτωση υπέρβασης του ορίου αυτού των ακαθάριστων εσόδων, έχει προβλεφθεί η απαλλαγή από την υποχρέωση σύνταξης απογραφής ορισμένων επιτηδευματιών οι οποίοι τηρούν βιβλία Β κατηγορίας του ΚΒΣ και έχουν ως κύριο αντικείμενο των εργασιών τους (άνω του 50% του συνόλου των ακαθαρίστων εσόδων) μία από τις δραστηριότητες που κατονομάζονται στην εγκύκλιο ΠΟΛ.1134/2004 όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με την ΠΟΛ.1152/2007 *.
 
Με την διάταξη του ΚΦΕ που αναφέρετε, ο νομοθέτης επιδίωξε να προσδιορίσει τον τρόπο υπολογισμού του κόστους πωληθέντων (το οποίο εκπίπτει από τα ακαθάριστα έσοδα) των επιχειρήσεων που εμπίπτουν σε κάποια από τις κατηγορίες που απαλλάσσονται από την υποχρέωση σύνταξης απογραφής. Έτσι έκανε δεκτό ως απογραφή λήξης της διαχειριστικής περιόδου να λαμβάνεται ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) επί των αγορών της περιόδου αυτής και ως απογραφή έναρξης ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) επί των αγορών της προηγούμενης διαχειριστικής περιόδου. Ωστόσο έδωσε παράλληλα τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις που το επιθυμούν, να προσδιορίζουν λογιστικά το κόστος πωληθέντων μέσω της προαιρετικής σύνταξης απογραφής και της τήρησης βιβλίου απογραφών, με τον περιορισμό ότι η σύνταξη των απογραφών θα συνεχισθεί για μια τριετία από τη σύνταξη της πρώτης προαιρετικής απογραφής λήξης. Η διάταξη αυτή εξακολουθεί να ισχύει, όπως ακριβώς αναφέρετε ενώ σημειώνεται επίσης ότι η καταγραφή της απογραφής στο βιβλίο απογραφών γίνεται κατά ποσότητα και αξία μέχρι την 20η Φεβρουαρίου εκάστου έτους και όχι αργότερα από την ημερομηνία υποβολής εκκαθαριστικής δήλωσης Φ.Π.Α. ή δήλωσης φορολογίας εισοδήματος(παρ.6, άρθρου 6 του ΚΒΣ).
 
Τέλος, να σημειώσουμε ότι η απόφαση για την σύνταξη της προαιρετικής απογραφής (όταν δεν υπάρχει η σχετική υποχρέωση από τον νόμο), επισημοποιείται με την καταχώρισή της, κατά ποσότητα και αξία, στο βιβλίο απογραφών και με την εν συνεχεία μεταφορά της στα φορολογικά έντυπα (Ε3), οπότε συνεπάγεται και η δέσμευση του υπόχρεου επιτηδευματία για την διενέργεια φυσικής απογραφής για τις επόμενες τρεις διαχειριστικές χρήσεις.
 
* Η εμπορία υποδημάτων πάντως δεν περιλαμβάνεται στις δραστηριότητες αυτές, οπότε απαλλαγή από τη σύνταξη απογραφής, για την συγκεκριμένη δραστηριότητα, χωρεί μόνο λόγω ύψους ακαθάριστων εσόδων.
 
7.1.2010