Απογραφή αποθεμάτων υποκαταστήματος

Παρακαλώ όπως μου διευκρινίσετε τί πρέπει να κάνω στην ακόλουθη περίπτωση: σε ένα ψητοπωλείο έγινε κατά το κλείσιμο του έτους 2007 απογραφή λήξης , παρόλο που απαλλάσσονται τα εστιατόρια από την απογραφή, προκειμένου να μειώσει τα κέρδη της. Αυτό , φέτος και για 2 ακόμη χρόνια έχει την υποχρεώνει να ξανακάνει; Ωστόσο , το 2008 έκανε έναρξη δύο υποκαταστημάτων εντός του νομού ,χωρίς δικά τους βιβλία, με είδη ένδυσης. Αν στην προηγούμενη ερώτηση η απάντηση είναι θετική , θα κάνω απογραφή και σε αυτά τα καταστήματα εφόσον ο τζίρος από αυτά δεν ξεπερνάει τα 150.000 ευρώ;
ΓΕΝΙΚΑ: Έστω ότι η έδρα είναι απαλλασσόμενη δραστηριότητα, και το υποκ/μα μη, και ο τζίρος του δεύτερου ξεπεράσει τα 150.000,00 ευρώ ή επιλέγει να κάνει προαιρετική απογραφή , θα πρέπει να απογραφούν και τα εμπορεύματα της έδρας; Ενώ σε περίπτωση που έδρα και υποκ/μα δεν έχουν απαλλασσόμενες δραστηριότητες, ωστόσο ένα από τα δύο ξεπερνάει το όριο του τζίρου για υποχρεωτική απογραφή , θα πρέπει να κάνει απογραφή και το άλλο, είτε η έδρα είναι είτε το υποκ/μα? Το ίδιο ισχύει και για προαιρετική απογραφή σε ένα από τα δύο;
 
Απάντηση
 
Με βάση την περίπτωση γ, της παραγράφου 1, του άρθρου 31 του ΚΦΕ, οι επιχειρήσεις που τηρούν βιβλία Β κατηγορίας του ΚΒΣ (ΕΣΟΔΩΝ-ΕΞΟΔΩΝ) και δεν διενεργούν απογραφή, είτε λόγω του αντικειμένου των εργασιών τους (υφίσταται δηλαδή, απαλλαγή, όπως προβλέπει η ΠΟΛ 1134/2004, μετά την τροποποίησή της, που έγινε με την ΠΟΛ 1152/2007 ), είτε λόγω του ύψους των ακαθαρίστων εσόδων (δηλαδή, μικρότερο από το όριο τήρησης βιβλίου Α’ κατηγορίας του ΚΒΣ, που είναι σήμερα 150.000 ευρώ), προκειμένου να προσδιορίσουν το λογιστικό αποτέλεσμα της χρήσης, λαμβάνουν ως αρχική απογραφή των εμπορευσίμων αγαθών τους, ποσοστό 10% επί των αγορών της προηγούμενης διαχειριστικής χρήσης και ως τελική απογραφή, ποσοστό 10% επί των αγορών της κλειόμενης χρήσης.
 
Στη περίπτωση κατά την οποία διενεργήσουν, προαιρετικά, πραγματική απογραφή, τότε λαμβάνεται υπόψη αυτή, για τον υπολογισμό του κόστους των πωληθέντων. Είναι προφανές, ότι η πραγματική αυτή απογραφή, διενεργείται με βάση τα προβλεπόμενα από τα άρθρα 27 και 28 του ΚΒΣ και καταχωρίζεται στο τηρούμενο βιβλίο Απογραφών (ή στις σελίδες άλλου θεωρημένου βιβλίου), εντός της προθεσμίας της παραγράφου 7, του άρθρου 17 του ΚΒΣ (20/2), τόσο κατά ποσότητα, όσο και κατ’ αξία.
 
Επί πλέον, η προαιρετική διενέργεια απογραφής, δημιουργεί την υποχρέωση στην επιχείρηση να συνεχίσει την σύνταξη απογραφών για μία ακόμη τριετία (και όχι δύο ακόμη χρόνια, όπως αναφέρετε στο ερώτημά σας). Παράδειγμα, αν συντάχθηκε προαιρετικά απογραφή στις 31/12/2005, θα πρέπει να ακολουθήσουν απογραφές για τα επόμενα τρία χρόνια, μέχρι την 31/12/2008, ανεξαρτήτως ύψους ακαθαρίστων εσόδων, ή τυχόν απαλλακτικών διατάξεων. Αν δεν τηρηθεί η υποχρέωση αυτή, ο ΚΦΕ προβλέπει την επιβολή των κυρώσεων του Ν. 2523/1997, σχετικώς με την μη σύνταξη απογραφής (βλέπε και ΠΟΛ 1038/2003, άρθρο 5, παρ.5).
 
Περαιτέρω, σε ότι αφορά τα υποκαταστήματα, να επισημάνουμε ότι αυτά δεν αποτελούν ξεχωριστές επιχειρήσεις σε σχέση με το κεντρικό και συνεπώς, ο κύκλος εργασιών μιας επιχείρησης περιλαμβάνει και τα έσοδα των υποκαταστημάτων. Το κριτήριο για  την υποχρέωση ή μη, της σύνταξης  απογραφής, είναι το ύψος των εσόδων της κύριας δραστηριότητας της επιχείρησης. Έτσι, ο επιτηδευματίας που τηρεί βιβλίο ΕΣΟΔΩΝ-ΕΞΟΔΩΝ και έχει ως κύριο αντικείμενο των εργασιών του, δηλαδή πάνω από το 50% του συνόλου των ακαθαρίστων εσόδων του, την εκμετάλλευση Εστιατορίου, Ζαχαροπλαστείου, Κέντρου διασκέδασης, Μπαρ, Καφετέριας, Κυλικείου και λοιπών συναφών δραστηριοτήτων, απαλλάσσεται από την υποχρέωση σύνταξης απογραφής εμπορευσίμων αγαθών και την τήρηση βιβλίου απογραφών (ΠΟΛ.1134/2004). Το ίδιο ισχύει και για μια σειρά άλλων δραστηριοτήτων που αναφέρονται στην ως άνω ΠΟΛ, όταν αυτές χαρακτηρίζονται κύριες (έσοδα πάνω από το 50% του συνόλου των ακαθαρίστων εσόδων).
 
6.3.2009