Καφενείο / Παραδοσιακό Καφενείο

Σε καφενείο με Β’ κατηγορίας βιβλία, το οποίο προσφέρει και μεζέδες, πώς παρακολουθούνται οι αγορές και οι πωλήσεις; Πρόκειται για αγορές εμ/των, ή πρώτων υλών; Στη συνέχεια, σε ότι αφορά τα έσοδα, είναι πωλήσεις εμ/των, ή πωλήσεις προϊόντων;
 
ΑΠΑΝΤΗΣΗ
 
Με βάση το άρθρο 3,παρ.1, περ.α του ΚΒΣ (ΠΔ 186/92), o επιτηδευματίας ο οποίος εκματαλλεύεται «παραδοσιακό καφενείο», θεωρείται ότι πωλεί αγαθά αυτούσια. Αρκετές φορές στην πράξη, παραλείπεται ο όρος «παραδοσιακό» και παρουσιάζεται αυτοτελής η λέξη «καφενείο». Με την ΠΟΛ 1017 του 1991, είχαν δοθεί διευκρινίσεις από την Διοίκηση, σχετικώς με τα χαρακτηριστικά του παραδοσιακού καφενείου. Η ως άνω ΠΟΛ, επιβεβαιώθηκε και από την ερμηνευτική εγκύκλιο 3/1992 του ΠΔ 186/92 (βλέπε ΚΒΣ 2007, έκδοση ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, σελ.759-780), στην οποία αναφέρονται τα εξής: «Παραδοσιακό καφενείο, θεωρείται εκείνο στο οποίο προσφέρονται κυρίως, ελληνικός καφές και με οποιοδήποτε άλλο τρόπο παρασκευασμένος καφές (σ.σ. παρασκευασμένος καφές είναι αυτός που ως υλικό είναι έτοιμος για να γίνει ρόφημα) και άλλα ροφήματα, γλυκό κουταλιού, τυποποιημένα παγωτά και ποτά, αναψυκτικά ή οινοπνευματώδη (όπως, ούζο, κονιάκ, λικέρ, τσίπουρο και λοιπά συναφή). Τα οινοπνευματώδη ποτά προσφέρονται με την συνοδεία ή μη, πρόχειρου μεζέ, ο οποίος προσφέρεται, όπως φέρεται στο εμπόριο, χωρίς ιδιαίτερη επεξεργασία στο κατάστημα Στα οινοπνευματώδη ποτά δεν περιλαμβάνονται ουίσκυ, βότκα, τζιν και λοιπά συναφή. Δεν περιλαμβάνονται στην έννοια του παραδοσιακού καφενείου οι επιχειρήσεις που λειτουργούν με την μορφή εκσυγχρονισμένου καφενείου  (καφετέρια, καφέ-μπαρ κ.λπ.).
 
Συνεπώς, αν ένα «καφενείο» δεν συγκεντρώνει τα παραπάνω χαρακτηριστικά του παραδοσιακού και περαιτέρω, γίνεται ε π ε ξ ε ρ γ α σ ί α υλικών για να προκύψουν οι μεζέδες ( δηλαδή, οι μεζέδες δεν προσφέρονται αυτούσιοι, όπως είναι στο εμπόριο, αλλά υφίστανται σχετική επεξεργασία εντός του καταστήματος), τότε τα έσοδα της επιχείρησης αυτής, προέρχονται από πώληση αγαθών αυτούσιων ή μετά από επεξεργασία, οπότε υπάρχει ανάγκη διαχωρισμού και διακεκριμένης καταχώρισης στα βιβλία, τόσο των αγορών, όσο και των πωλήσεων, σε στήλες: εμπορευμάτων ή πρώτων-βοηθητικών υλών. Για τις πωλήσεις τους, εκδίδουν Αποδείξεις Λιανικής Πώληση, από ΦΤΜ (ή Φορολογικό Μηχανισμό) ή Τιμολόγιο-Δελτίο Αποστολής (αν απευθύνονται σε άλλους επιτηδευματίες).Ιδιαίτερα, επισημαίνεται, ότι για τον ΦΠΑ η διάθεση τροφής και ποτών από εστιατόρια, ζαχαροπλαστεία και παρόμοιες επιχειρήσεις, εφ’όσον έχουμε επιτόπια κατανάλωση, λαμβάνεται ως παροχή υπηρεσίας (άρθρο 8,παρ.2 Ν. 2859/2000).
 
Δεδομένου ότι το Υπουργείο Οικονομίας-Οικονομικών δεν έχει δώσει κάποια συγκεκριμένη οδηγία, ως προς το εάν τα υλικά που υφίστανται μικρού βαθμού επεξεργασία (όπως π.χ. οι μεζέδες) και περαιτέρω πωλούνται, θεωρούνται εμπορεύματα ή προϊόντα, άποψή μας είναι ότι τελικώς, όποιος χειρισμός κι’αν επιλεγεί, δεν είναι λανθασμένος.
 
Πάντως, από τις εκτεθείσες διατάξεις του ΚΒΣ, εμμέσως, φαίνεται να προκρίνεται ο χαρακτηρισμός των ειδών αυτών, ως προϊόντων. Τούτο, γιατί ο γενικός κανόνας είναι ότι, η περίπτωση κατά την οποία χρησιμοποιούνται υλικά, των οποίων το κόστος, σε κάθε περίπτωση, δεν υπερβαίνει το ένα τρίτο (1/3) της συνολικής αμοιβής, θεωρείται ως παροχή υπηρεσίας (εφ’όσον, φυσικά, δεν παράγεται νέο είδος) βλ.άρθρο 3, παρ.2δ  του ΚΒΣ. Από την άλλη πλευρά όμως, γίνεται δεκτό ότι πρέπει να εκδίδεται ΑΛΠ ή Τ-ΔΑ. Συνεπώς, παράγεται νέο είδος. ʼρα, ομιλούμε για προϊόντα.
 
Στην φορολογία εισοδήματος, οι επιχειρήσεις αυτές φορολογούνται επί των κερδών, τα οποία προκύπτουν με λογιστικό προσδιορισμό και επειδή απαλλάσσονται από την διενέργεια απογραφής των εμπορευσίμων ειδών τους (ΠΟΛ 1134/2004), προκειμένου να υπολογισθεί το κόστος των πωληθέντων, λαμβάνουν ως αρχικό απόθεμα, ποσοστό 10% επί των αγορών εμπορευσίμων ειδών της προηγούμενης χρήσης, ενώ ως τελικό απόθεμα, ποσοστό επίσης 10%, αλλά επί των αγορών της κλειόμενης χρήσης.
 
21.1.2008