Οι λογιστικές προβλέψεις, ως μη χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις

ΑΠΟΨΕΙΣ – ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ (2/8/2022)

 

                     Οι λογιστικές προβλέψεις, ως μη χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις

 

Το παραδοσιακό λογιστικό πλαίσιο αναφέρεται, κατά κανόνα, στις διαφορές και στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, μεταξύ των προβλέψεων, των αποθεματικών και των αποσβέσεων. Στην σχετική βιβλιογραφία, ενίοτε, αναζητείται η σχέση και οι διαφορές μεταξύ των τριών αυτών εννοιών.

 

Η (λογιστική) πρόβλεψη, αντιστοιχεί σε μία δαπάνη, η οποία, σε σημαντικό βαθμό, είναι πιθανόν να συμβεί κατά το επόμενο χρονικό διάστημα. Η πρόβλεψη αποκτά ιδιαίτερη σημασία στο ζήτημα της λογιστικής διαχείρισης των δαπανών/εξόδων, αναφορικά με την μελλοντική έλευσή τους και την τελική διαμόρφωση του ποσού που θα δαπανηθεί. Το αποθεματικό (κεφάλαιο) σχηματίζεται μόνο από λογιστικά κέρδη και έχει ως προορισμό, είτε την κάλυψη μελλοντικών ζημιών (τακτικό αποθεματικό), είτε την δημιουργία/απόκτηση ενεργητικών στοιχείων, μέσω επενδυτικών κινήσεων. Η (λογιστική) απόσβεση είναι η διαδικασία κατανομής της αξίας κτήσης ενός παγίου περιουσιακού στοιχείου, βάσει της οικονομικής ωφέλιμης ζωής του, με μεταφορά της αξίας αυτής, στην εξέλιξη των λογιστικών περιόδων, στα οικονομικά αποτελέσματα, με τελικό στόχο την εξοικονόμηση κεφαλαίων για την μελλοντική αντικατάστασή του. Συνεπώς, ενώ και οι τρεις, ως άνω, έννοιες αναφέρονται σε μελλοντική αντιμετώπιση γεγονότος, ωστόσο υπάρχουν σημαντικές διαφορές, σε σχέση, τόσο με τον σχηματισμό τους, όσο και με την λογιστική τους εμφάνιση.

Στο παρόν σημείωμα θα αναφερθούμε στα χαρακτηριστικά των λογιστικών προβλέψεων.

 

Οι λογιστικές προβλέψεις εντάσσονται στο πλαίσιο των μη χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων μιας οικονομικής οντότητας. Οι μη χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις, άρα και οι προβλέψεις, καταχωρίζονται αρχικά στα λογιστικά βιβλία και αποτιμώνται μεταγενέστερα, στο ονομαστικό ποσό που αναμένεται να καταβληθεί από την οικονομική οντότητα για τον τελικό διακανονισμό τους.  Σύμφωνα με τον ορισμό του Παραρτήματος Α των ΕΛΠ (Ν 4308/2014), οι προβλέψεις αφορούν συγκεκριμένη αιτία και κατατάσσονται στην κατηγορία των υποχρεώσεων (στον Ισολογισμό). Υπό την έννοια αυτή, ο όρος πρόβλεψη δεν πρέπει να χρησιμοποιείται στις περιπτώσεις που η διοίκηση της οικονομικής οντότητας προτίθεται να απεικονίσει ποσά απομείωσης περιουσιακών στοιχείων, όπως για παράδειγμα, απομείωση απαιτήσεων, λόγω χαρακτηρισμού τους ως ανεπίδεκτων είσπραξης, ή απομείωση ενσώματων ή άυλων παγίων, ή απομείωση αποθεμάτων λόγω απαξίωσης κ.λπ.

 

Επομένως, εφεξής, τουλάχιστον σε επίπεδο λογιστικής αναφοράς, δεν θα χρησιμοποιείται ο όρος «Προβλέψεις επισφαλών απαιτήσεων», δεδομένου ότι η (λογιστική) πρόβλεψη συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά μη χρηματοοικονομικής υποχρέωσης, ενώ η έννοια που προσδίδει η φορολογική νομοθεσία (ΚΦΕ, Ν 4172/2013) στην πρόβλεψη επισφαλούς απαίτησης, αναφέρεται στο ποσό της απομείωσης, δηλαδή της ζημιάς, που ενδέχεται να καταγραφεί, ή έχει ήδη προκύψει, λόγω της αφερεγγυότητας ενός πελάτη.

 

Σύμφωνα με την Λογιστική Οδηγία της ΕΛΤΕ για την εφαρμογή του Ν 4308/2014, «η ειδοποιός διαφορά μεταξύ μιας υποχρέωσης και μιας πρόβλεψης είναι, ότι για την πρόβλεψη υπάρχει αβεβαιότητα ως προς το εάν η απορρέουσα από αυτήν υποχρέωση θα επέλθει τελικά αλλά και η αβεβαιότητα ως προς τον χρόνο που θα προκύψει ή και ως προς το ακριβές ποσό που θα απαιτηθεί για το διακανονισμό της». Επισημαίνεται ότι σε περίπτωση που η πιθανότητα επέλευσης είναι μικρότερη του 50%, δεν καταχωρίζεται σχετική πρόβλεψη στον ισολογισμό (Λογιστική Οδηγία της ΕΛΤΕ για την εφαρμογή του Ν 4308/2014, παρ. 22.11). Ακολούθως, οι συνήθεις περιπτώσεις λογιστικών προβλέψεων είναι:

 

(α) οι προβλέψεις για παροχές σε εργαζομένους,

(β) οι προβλέψεις για διάφορες εκκρεμοδικίες[1]

(γ) οι προβλέψεις για αποκατάσταση περιβάλλοντος και

(δ) οι προβλέψεις που προέρχονται από εγγυήσεις καλής λειτουργίας πωληθέντων αγαθών.

 

Ονομαστικό ποσό πρόβλεψης είναι αυτό, που αναμένεται να χρειαστεί (δαπανηθεί), κατά την συγκεκριμένη στιγμή του διακανονισμού της. Για παράδειγμα, έστω ότι έχουμε σχηματίσει προβλέψεις για παροχές προς εργαζομένους, λόγω εξόδου από την εργασία τους (λογ. 60.04). Αν τα ποσά των προβλέψεων έχουν προσδιοριστεί βάσει αναλογιστικής μελέτης, ή σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην εργατική νομοθεσία, είναι, σε κάθε περίπτωση, τα ποσά που αναμένεται να εκταμιευτούν κατά την στιγμή που θα επέλθει το γεγονός της αποχώρησης των συγκεκριμένων εργαζομένων. Το ποσό αυτό χαρακτηρίζεται ως η «βέλτιστη εκτίμηση».

 

Η αναφορά στην Ελληνική Νομοθεσία του διεθνούς όρου «βέλτιστη εκτίμηση» είναι σημαντική και υποδηλώνει ότι απαιτείται στάθμιση όλων των ουσιαστικών παραμέτρων, δυνάμενων να συμβούν, βάσει πιθανοτήτων, αναφορικά με την επέλευση του γεγονότος, ώστε να καταγράφεται το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Κοντολογίς, είναι η προσπάθεια προσέγγισης του κονδυλίου της πρόβλεψης στην πραγματικότητα. Σημειώνεται ότι, σε περιπτώσεις προβλέψεων, σχετικώς μεγάλου ποσού ή και σημαντικού χρόνου διακανονισμού τους, οι οποίες εκτιμάται ότι θα έχουν καθοριστική επίπτωση στα κονδύλια των χρηματοοικονομικών καταστάσεων, είναι πιθανό να απαιτείται προεξόφληση του ονομαστικού ποσού τους. Στην περίπτωση αυτή, που εφαρμόζεται προεξόφληση, η πρόβλεψη θα υπολογίζεται με βάση το επιτόκιο προεξόφλησης (θα υπολογίζεται δηλαδή, η παρούσα αξία των μελλοντικών μεγεθών), με επιβάρυνση των αποτελεσμάτων (βλέπε, Λογιστική Οδηγία της ΕΛΤΕ για την εφαρμογή του Ν 4308/2014 παρ. 22.12). Το ύψος του επιτοκίου προεξόφλησης εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, κυρίως από το οικονομικό περιβάλλον, τους πιστωτικούς κινδύνους, αλλά και από εκτιμήσεις των επιχειρηματικών συνθηκών.

 

Τέλος, ιδιαίτερα για τις προβλέψεις που αφορούν «παροχές στο προσωπικό», στον βαθμό που δεν αναγνωρίζονται για φορολογικούς σκοπούς προς έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα κατά τον χρόνο σχηματισμού τους, αλλά κατά την καταβολή των σχετικών ποσών (κανόνας που ισχύει γενικά για τις προβλέψεις), η επιχείρηση οφείλει να παρακολουθεί τις σχετικές πληροφορίες με κάθε πρόσφορο τρόπο, κατά την κρίση της (Λογιστική Οδηγία). Όπως είναι γνωστό, οι προβλέψεις δεν εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα, όταν λογιστικοποιούνται. Εκπίπτουν, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 22 του ΚΦΕ, κατά την χρονική περίοδο που επαληθεύονται. Συνεπώς, εντάσσονται στις προσωρινές διαφορές. 

 

 Νίκος Σγουρινάκης

n_sgourinakis@hotmail.com

 

 


[1] Οι προβλέψεις αυτές, σε καμία περίπτωση, δεν έχουν σχέση με μείωση της αξίας αναγνωρισμένων περιουσιακών στοιχείων, δεδομένου ότι αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, θα ερμηνεύεται και θα καταγράφεται ως απομείωση.