ΑΠ 1050/2018 [Απώλεια δικαιώματος λήψης άδειας αναψυχής, με σχόλιο Ε. Αντωνιάδου]

Απώλεια δικαιώματος λήψης άδειας αναψυχής

ΑΠ 1050/2018 Τμ. Β1΄ Πολ.

Δικαίωμα λήψης άδειας αναψυχής. Ο εργαζόμενος δικαιούται τις αποδοχές των ημερών αδείας, σαν να είχε δουλέψει κανονικά. Μη χορήγηση αυτούσιας της άδειας μέσα στο ημερολογιακό έτος, στο οποίο αυτή αντιστοιχεί. Μετατροπή της σχετικής αξίωσης σε χρηματική. Προσαύξηση 100% επί των αποδοχών σε περίπτωση πταίσματος εργοδότη ως προς τη μη χορήγηση της άδειας. Το πταίσμα του εργοδότη τεκμαίρεται, όταν αποδειχθεί ότι ο εργαζόμενος ζήτησε να του χορηγηθεί η άδεια αυτουσίως, αλλά ο εργοδότης απέφυγε να τον ικανοποιήσει. Υπολογισμός χρόνου απασχόλησης, ο οποίος λαμβάνεται υπόψιν προς εξεύρεση του αριθμού των ημερών αδείας. Δεν αφαιρούνται τα χρονικά διαστήματα κατά τα οποία ο εργαζόμενος απείχε από την εργασία του στην υπόχρεη επιχείρηση λόγω σχετικώς βραχείας διάρκειας ασθένειας. Όταν, όμως, η απουσία λόγω ασθένειας χαρακτηρίζεται ως μακράς διάρκειας, επειδή έχει υπερβεί τα εκ του νόμου καθοριζόμενα όρια, τότε δεν υπολογίζεται ως χρόνος απασχόλησης για το κρίσιμο έτος και, κατά το μέρος που υπερβαίνει το νόμιμο όριο, καταλογίζεται στις ημέρες της άδειας, την οποία απομειώνει. Η εκ μέρους του εργοδότη καταβολή αποδοχών αδείας στον εργαζόμενο είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη χορήγηση της άδειας, δηλαδή με τη θεμελίωση δικαιώματος εκ μέρους του τελευταίου να λάβει άδεια αναψυχής κατά τη διάρκεια συγκεκριμένου ημερολογιακού έτους. Εάν ο εργαζόμενος δεν απέκτησε ή απώλεσε το σχετικό δικαίωμα, τότε δεν δικαιούται ούτε αποδοχές ούτε επίδομα αδείας. Παραπομπή του τελευταίου αυτού νομικού ζητήματος στην πλήρη Ολομέλεια του ΑΠ.

Σχόλιο

Εάν ο εργαζόμενος δεν απέκτησε ή απώλεσε το δικαίωμα λήψης άδειας αναψυχής, τότε δεν δικαιούται ούτε αποδοχές ούτε επίδομα αδείας

Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η υπʼ αριθμόν 1050/2018 απόφαση του Β1΄ τμήματος του Αρείου Πάγου (εφεξής ΑΠ). Η εν λόγω απόφαση ασχολείται με την προβληματική της άδειας αναψυχής συγκεκριμένα στην περίπτωση, όπου ο μισθωτός απέχει από την εργασία του -εντός του κρίσιμου ημερολογιακού έτους- λόγω μακράς διαρκείας ασθένειας. Το ερώτημα, στο οποίο επιχειρεί να δώσει απάντηση το Ακυρωτικό, είναι εάν το δικαίωμα του εργαζομένου να λάβει αποδοχές και επίδομα αδείας προϋποθέτει ή όχι υφιστάμενο δικαίωμα του ίδιου να λάβει άδεια αναψυχής. Θεωρώντας το ζήτημα αυτό ως εξαιρετικής σημασίας, παραπέμπει την αίτηση αναίρεσης ενώπιον της Ολομέλειας του ΑΠ, δεδομένου ότι το θέμα αυτό είχε αντιμετωπιστεί παλαιότερα από την ΑΠ Ολ 27/2004 με αντίθετο τρόπο από την παρούσα προσέγγιση του δικαστηρίου.

Μελετώντας προσεκτικά την σχολιαζόμενη απόφαση, θα έλεγε κανείς ότι εγείρονται δύο διακριτοί νομικοί προβληματισμοί. Ο πρώτος προβληματισμός έγκειται στο εάν σε περίπτωση απουσίας του εργαζομένου από την εργασία του λόγω ασθένειας που υπερβαίνει τα όρια της βραχείας -κατʼ άρθρ. 5 παρ. 3 Ν 2112/1920- θεμελιώνεται κατʼ αρχάς δικαίωμά του προς λήψη της ετήσιας άδειας μετʼ αποδοχών. Πρόκειται εξάλλου για το λογικά και μεθοδολογικά πρώτο βήμα που πρέπει να ακολουθηθεί ώστε να δοθεί απάντηση και στα λοιπά ζητήματα. Εξετάζοντας, λοιπόν, τον τρόπο με τον οποίο ο ΑΠ αντιμετώπισε το πρώτο αυτό ζήτημα, αντιλαμβάνεται κανείς ότι δεν απέδωσε την πρέπουσα σημασία στο σημείο αυτό, αλλά αντίθετα βασιζόμενος στην παγίως διαμορφωθείσα στάση της νομολογίας επί του θέματος, θεώρησε αυτονόητο ότι εν προκειμένω ο εργαζόμενος έχει απωλέσει το δικαίωμά του να λάβει άδεια μετʼ αποδοχών. Με μεγάλη ευκολία -θα έλεγε κανείς- αναπαράγει παρωχημένες σκέψεις παραβλέποντας έτσι πλήρως τον κυριότερο νομικό προβληματισμό που ενέχει η εξέταση των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υπόθεσης.

Συγκεκριμένα, ο ΑΠ επικαλείται τη διάταξη του άρ. 2 παρ. 6 του ΑΝ 539/1945 που ορίζει ότι για τον υπολογισμό του χρόνου απασχόλησης, ο οποίος λαμβάνεται υπόψη προς εξεύρεση του αριθμού των ημερών τις οποίες ο εργαζόμενος δικαιούται να λάβει ως κανονική άδεια, δεν αφαιρούνται τα χρονικά διαστήματα κατά τα οποία αυτός απείχε από την εργασία του στην υπόχρεη επιχείρηση λόγω βραχείας σχετικώς διαρκείας ασθενείας, στράτευσης, απεργίας, ανταπεργίας ή ανωτέρας βίας, καθώς δεν θεωρούνται ως χρόνος μη απασχόλησης. Λαμβάνοντας υπόψη δε ότι το άρθρ. 5 παρ. 3 του Ν 2112/1920 θεωρεί ως βραχείας διαρκείας ασθένεια εκείνη που διαρκεί έως τρεις μήνες για υπαλλήλους που υπηρετούν πλέον των τεσσάρων ετών (όπως πρόκειται για το μισθωτό της υπόθεσης), εξάγει εξ αντιδιαστολής επιχείρημα, ότι όταν η απουσία λόγω ασθενείας υπερβεί το όριο του τριμήνου εν προκειμένω, χαρακτηρίζεται ως μακράς διαρκείας, με αποτέλεσμα να μην υπολογίζεται ως χρόνος απασχόλησης για το κρίσιμο έτος και κατʼ επέκταση να καταλογίζεται στις ημέρες της άδειας που άλλως θα δικαιούταν ο εργαζόμενος και την οποία απομειώνει. Είναι σαφές ότι ο ΑΠ στο σημείο αυτό επαναλαμβάνει μια πάγια νομολογία, η οποία χρησιμοποιεί το προαναφερθέν εξ αντιδιαστολής επιχείρημα προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι κάθε χρονικό διάστημα αποχής από την εργασία που δεν περιλαμβάνεται στις μνημονευόμενες στο άρ. 2 παρ. 6 του ΑΝ 539/1945 περιπτώσεις, αποτελεί χρόνο μη απασχόλησης με αποτέλεσμα να συμψηφίζεται προς τις ημέρες της ετήσιας άδειας αναψυχής. Σημειώνεται πως στο σημείο αυτό, τα δικαστήρια -όπως εμφανώς αποδεικνύεται και από την εδώ σχολιαζόμενη απόφαση- κάνουν διάκριση μεταξύ βραχείας και μακράς ασθενείας, θεωρώντας -δίχως λογική επιχειρηματολογία- ότι μόνο η πρώτη δεν επηρεάζει δυσμενώς την κτήση του δικαιώματος προς άδεια αναψυχής.

Περαιτέρω, προς κατανόηση της νομολογιακής στάσης πρέπει να επισημανθεί ότι αφετηρία του εξ αντιδιαστολής επιχειρήματος φαίνεται να αποτελεί η γραμματική ερμηνεία του όρου «συνεχής απασχόληση» του άρ. 2 παρ. 1 του ΑΝ 539/1945. Οι δικαστικές αποφάσεις δεν κάνουν ρητά λόγο για την ύπαρξη της προϋπόθεσης της πραγματικής απασχόλησης του εργαζομένου προκειμένου για τη θεμελίωση του δικαιώματός του προς κανονική άδεια, ωστόσο οι θεωρητικοί που ενστερνίζονται το επικρατέστερο εξ αντιδιαστολής επιχείρημα εκ του άρ. 2 παρ. 6 του ΑΝ 539/1945 τονίζουν ότι για την ύπαρξη του εν λόγω δικαιώματος ο νόμος απαιτεί από τον μισθωτό να έχει απασχοληθεί πραγματικά κατά το κρίσιμο ημερολογιακό έτος, ειδάλλως ο χρόνος απουσίας του συμψηφίζεται με την οφειλόμενη άδεια. Θεωρώ ότι στο σημείο αυτό έγκειται το μεγαλύτερο σφάλμα τόσο της πάγιας νομολογίας όσο και της υπό κρίση απόφασης. Πράγματι, καθώς η λανθασμένη αυτή ερμηνεία αφορά το αφετηριακό σημείο της όλης προβληματικής των διατάξεων περί άδειας αναψυχής, στρέφει αναπότρεπτα προς την λάθος κατεύθυνση όλες τις επόμενες σκέψεις. Ορθότερη, λοιπόν, θεωρείται -κατά την γράφουσα- η τελολογική ερμηνεία του όρου «συνεχής απασχόληση», ο οποίος πράγματι αναφέρεται στο άρ. 1 του Ν 3302/2004, που αντικατέστησε το άρ. 2 παρ. 1 του ΑΝ 539/1945. Όπως προκύπτει, σκοπό αμφότερων των νομοθετικών αυτών διατάξεων αποτελεί όχι μόνο η ανάπαυση του εργαζομένου, αλλά και η εξασφάλιση σε αυτόν ενός συνεχούς και προγραμματισμένου ελεύθερου χρόνου που μπορεί να αφιερωθεί στην αναψυχή του και στην συμμετοχή του σε εξωεργασιακά ενδιαφέροντα. Βάσει του σκοπού αυτού των διατάξεων περί άδειας αναψυχής, μερίδα της θεωρίας του Εργατικού Δικαίου ορθώς δέχεται ότι για τη θεμελίωση του δικαιώματος άδειας μετʼ αποδοχών ενδιαφέρει η διάρκεια της εργασιακής σχέσης και σε καμία περίπτωση η πραγματική παροχή εργασίας κατά το διάστημα αυτό. Συνεπώς, ο όρος «συνεχής απασχόληση» χρησιμοποιείται από τους ΑΝ 539/1945 και Ν 3302/2004 σε αντιδιαστολή με την ακανόνιστη ή τη συμπτωματική απασχόληση, αναφερόμενος απλώς στον τρόπο της υπηρεσιακής σύνδεσης και όχι στην παροχή εργασίας. Η επιδίωξη του νομοθέτη ήταν να αποκλείσει τις περιπτώσεις που κάποιος συνδέεται υπηρεσιακά με έναν εργοδότη μόνο συμπτωματικά και σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα και όχι φυσικά να θεσπίσει ως προϋπόθεση θεμελίωσης του δικαιώματος για άδεια αναψυχής την ανάγκη πραγματικής συνεχούς απασχόλησης του εργαζομένου στην υπόχρεη επιχείρηση. Επιχείρημα προς επίρρωση της θέσης αυτής, πέραν του διττού σκοπού των νομοθετημάτων για την άδεια αναψυχής, αποτελεί επίσης το γεγονός ότι πλέον η νομολογία έχει αποσυνδέσει πλήρως το δικαίωμα για άδεια από την άλλοτε αναγκαία απαίτηση για ουσιώδη ανάλωση των δυνάμεων του μισθωτού κατά το κρίσιμο έτος, προϋπόθεση που εξάλλου δεν περιέχεται ούτε στη Διεθνή Σύμβαση Εργασίας αριθμ. 52 που κυρώθηκε με τον Ν 2081/1952. Επιπλέον, το γεγονός ότι σήμερα προβλέπεται ρητά δικαίωμα άδειας και για τους μερικώς απασχολούμενους (άρ. 38 παρ. 4 του Ν 1892/1990 κατόπιν αντικατάστασης του από το άρ. 2 του Ν 2639/1998), όπως επίσης το ίδιο γίνεται δεκτό και για όλες τις περιπτώσεις μισθωτών με μειωμένο ωράριο, σε συνδυασμό με την κατάργηση -από το άρθρ. 1 του Ν 3302/2004- της προϋπόθεσης συμπλήρωσης ενός βασικού χρόνου υπηρεσίας (ήτοι χρόνου αναμονής) προκειμένου για τη λήψη της άδειας [προϋπόθεση που ούτως ή άλλως είχε κριθεί ως αντίθετη προς το άρθρ. 7 της Οδηγίας 2003/88/ΕΚ], αποτελούν περαιτέρω στοιχεία που αποδεικνύουν την ανάγκη αποσύνδεσης του δικαιώματος προς λήψη άδειας αναψυχής από το χρόνο πραγματικής απασχόλησης του μισθωτού. Κανένα φυσικά από τα επιχειρήματα αυτά δεν επεξεργάστηκε η αρεοπαγιτική απόφαση, έστω με σκοπό την αποδόμησή τους προς επιβεβαίωση της πάγιας νομολογιακής θέσης.

Βέβαια τη θεμελίωση του δικαιώματος στην άδεια αναψυχής χωρίς την ανάγκη προηγούμενης παροχής πραγματικής εργασίας εκ μέρους του εργαζομένου μπορεί κανείς να τη στηρίξει και στη διεθνή και ευρωπαϊκή έννομη τάξη. Πρωτίστως, πρέπει να αναφερθεί ότι η ετήσια άδεια με αποδοχές αποτελεί θεμελιώδες κοινωνικό δικαίωμα κάθε εργαζομένου και κατοχυρώνεται με πολυμερείς Συνθήκες και Πράξεις στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων [άρ. 24 Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου των Ηνωμένων Εθνών του 1948, άρθρ. 7 στοιχ. δ΄ Διεθνούς Συμφώνου των Ηνωμένων Εθνών του 1966 για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα, ΔΣΕ 52/1936 και ΔΣΕ 132/1970 της ΔΟΕ, άρ. 2 παρ. 3 του ΑΕΚΧ]. Παράλληλα, στα πλαίσια του ενωσιακού δικαίου είναι γνωστό ότι το δικαίωμα στην ετήσια άδεια έχει αναγνωριστεί με πάγια νομολογία του ΔΕΚ/ΔΕΕ ως γενική αρχή του κοινωνικού δικαίου της Ένωσης με ιδιαίτερη σημασία, από την οποία δεν χωρεί παρέκκλιση και της οποίας η εφαρμογή από τις αρμόδιες εθνικές αρχές μπορεί να γίνεται μόνο εντός των ορίων που προβλέπει ρητά η ίδια η Οδηγία 2003/88/ΕΚ [πρβλ. τις αποφάσεις του ευρωπαϊκού δικαστηρίου: C-173/99, C-350/06 και C-520/06, C-214/10, C-539/14]. Πολλώ δε μάλλον, το εν λόγω δικαίωμα έχει ανακηρυχθεί ρητά ως θεμελιώδες δικαίωμα -και όχι απλώς ως γενικής αρχής- στο άρθρ. 31 παρ. 2 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ [πρβλ. τις εξής αποφάσεις του ΔΕΕ: C-337/10, C-539/12, C-194/12, C-118/13]. Τέλος, το θεμελιώδες δικαίωμα στην άδεια αναψυχής εξειδικεύτηκε με την Οδηγία 2003/88/ΕΚ, το άρθρ. 7 της οποίας ορίζει ότι «Τα κράτη-μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα, ώστε να παρέχεται σε όλους τους εργαζομένους ετήσια άδεια μετʼ αποδοχών τουλάχιστον τεσσάρων βδομάδων...».

Κατόπιν αυτών, καθίσταται σαφές ότι το ενωσιακό δίκαιο επιδιώκει την εξασφάλιση της καθολικής εφαρμογής της άδειας αναψυχής σε κάθε εργαζόμενο, με αποτέλεσμα η γέννηση και η άσκηση του επίμαχου δικαιώματος να αποσυνδέεται πλήρως τόσο από την ικανότητα προς εργασία όσο και από την πραγματική παροχή εργασίας ελάχιστης χρονικής διάρκειας κατά την περίοδο αναφοράς. Συνεπώς, όπως έχει νομολογηθεί [πρβλ. τις εξής αποφάσεις του ΔΕΕ: C-350/06 και C-520/06, C-173/99], προσκρούουν στην Οδηγία 2003/88/ΕΚ εθνικές ρυθμίσεις οι οποίες, πέραν της ύπαρξης σχέσης εξαρτημένης εργασίας, απαιτούν για τη θεμελίωση του δικαιώματος για ετήσια άδεια και πρόσθετες προϋποθέσεις ή θέτουν όρους που έχουν ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό ορισμένων εργαζομένων από το δικαίωμα αυτό. Έτσι, ο εθνικός νομοθέτης και τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν και κατά την ερμηνεία των διατάξεων περί άδειας αναψυχής του εσωτερικού δικαίου να λαμβάνουν υπόψη τον προστατευτικό σκοπό της Οδηγίας, ώστε να επιτυγχάνεται το επιδιωκόμενο με αυτή αποτέλεσμα. Επομένως, γίνεται αντιληπτό ότι η σύνδεση του δικαιώματος αδείας με την πραγματική παροχή εργασίας έρχεται σε αντίθεση, όχι μόνο με τις διατάξεις του εθνικού μας δικαίου, όπως ερμηνεύτηκαν ανωτέρω, αλλά και με τις διατάξεις του διεθνούς και ενωσιακού δικαίου και συγκεκριμένα με το άρθρ. 7 της Οδηγίας, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί βάσει της νομολογίας του ΔΕΕ. Συγκεκριμένα, το ευρωπαϊκό δικαστήριο έχει από δεκαετίας εκδώσει αποφάσεις που αφορούν ειδικώς το ζήτημα της μακράς απουσίας του εργαζομένου λόγω αναρρωτικής άδειας και το εάν αυτή επηρεάζει την κτήση δικαιώματος άδειας αναψυχής. Εν προκειμένω, δέχτηκε ορθώς και με πειστική αιτιολογία ότι δικαίωμα άδειας έχει και ο εργαζόμενος που λόγω ασθένειας απουσίασε καθʼ όλο το διάστημα της περιόδου αναφοράς, μένοντας έτσι συνεπές προς τον διττό σκοπό της Οδηγίας 2003/88/ΕΚ [πρβλ. C-350/06 και C-520/060]. Με άλλα λόγια, το ΔΕΕ απερίφραστα έχει κρίνει ότι η ασθένεια -ακόμη κι αν είναι μακράς διαρκείας- δεν αποσβένει το δικαίωμα στην ετήσια άδεια μετʼ αποδοχών, καθώς σε αντίθετη περίπτωση θα θιγόταν το θεμελιώδες κοινωνικό δικαίωμα του άρθρ. 7 της Οδηγίας. Μάλιστα, σε σχετικά πρόσφατη απόφασή του έχει αποφανθεί ότι σε περίπτωση ασθένειας το δικαίωμα αδείας πρέπει να μεταφέρεται στο επόμενο έτος και να προβλέπεται μέγιστη περίοδος μεταφοράς, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες αρχές της νομολογίας του ΔΕΕ [πρβλ. την απόφαση του ΔΕΕ C-194/12]. Ως εκ τούτου, η ελληνική ρύθμιση βάσει της οποίας το δικαίωμα αποσβέννυται εάν δεν ασκηθεί μέχρι τις 31/12 κάθε ημερολογιακού έτους, χωρίς να κάνει καμία διάκριση ως προς το λόγο μη χορήγησης της άδειας, έρχεται σε αντίθεση με το ενωσιακό δίκαιο.

Συμπερασματικά, καθίσταται εμφανές στη βάση της ανωτέρω ανάλυσης ότι είναι παντελώς αβάσιμη η κρίση της υπʼ αριθμόν 1050/2018 απόφασης του Αρείου Πάγου, όπως και η πάγια νομολογία που αυτή αναπαράγει, περί απώλειας του δικαιώματος άδειας αναψυχής στην περίπτωση μακράς απουσίας του μισθωτού λόγω αναρρωτικής άδειας για το λόγο ότι -εξ αντιδιαστολής του νόμου- η απουσία αυτή δεν θεωρείται χρόνος απασχόλησης, διασπώντας έτσι την -κατά τη νομολογία- απαιτούμενη συνεχή-πραγματική απασχόληση. Η εν λόγω θέση δεν είναι αντίθετη μόνο στην ορθή τελολογική ερμηνεία των εθνικών νομοθετημάτων για την άδεια, αλλά πολύ περισσότερο προσκρούει σαφώς τόσο στις διατάξεις του διεθνούς δικαίου που κατοχυρώνουν το δικαίωμα στην ετήσια άδεια ως θεμελιώδες κοινωνικό δικαίωμα, όσο και στο ενωσιακό δίκαιο, ήτοι το άρθρ. 31 παρ. 2 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ (ΧΘΔΕΕ) και το άρθρ. 7 της Οδηγίας 2003/88/ΕΚ, αλλά και τη νομολογία του ΔΕΕ που φωτίζει παραδειγματικά τη δύσκολη αυτή προβληματική. Φυσικά, είναι επιτακτική η ανάγκη μεταστροφής της εν λόγω νομολογίας του Ακυρωτικού, το οποίο οφείλει να μπει επιτέλους σε διάλογο με τις διεθνείς και ενωσιακές ρυθμίσεις και να ερμηνεύει τις εθνικές διατάξεις υπό των πρίσμα τους. Σημειώνεται δε ότι η νομολογιακή σύνδεση του δικαιώματος αδείας με την πραγματική παροχή εργασίας είναι ασύμβατη επιπλέον και με το άρθρ. 5 παρ. 4 της ΔΣΕ 132 («απουσίες από την εργασία για λόγους ανεξάρτητους από της βουλήσεως του οικείου απασχολουμένου προσώπου, όπως για παράδειγμα ασθένεια, ατύχημα ή μητρότητα, συνυπολογίζονται στο χρόνο υπηρεσίας.»).

Το δεύτερο ζήτημα που πραγματεύεται η αρεοπαγιτική απόφαση ανακύπτει εφόσον η απάντηση που θα δοθεί στο πρώτο ερώτημα είναι αρνητική: εάν καταλήξει κανείς ότι στην επίδικη περίπτωση ο μισθωτός έχει απωλέσει το δικαίωμά του για άδεια αναψυχής λόγω της μακράς διαρκείας ασθενείας του, τότε ερωτάται εάν ο τελευταίος θα δικαιούται ή όχι τις αποδοχές και το επίδομα της άδειας που ουσιαστικά δεν έλαβε ποτέ. Είναι σαφές ότι εάν θεωρηθεί -ως ορθώς πρέπει- πως ο εργαζόμενος διατηρεί το δικαίωμα προς χορήγηση άδειας αναψυχής παρά την μακροχρόνια απουσία του κατά το κρίσιμο ημερολογιακό έτος, τότε θα εξακολουθεί να δικαιούται τις χρηματικές απολαβές που συνοδεύουν την άδεια αυτή χωρίς καμία αμφισβήτηση. Το δεύτερο αυτό ζήτημα και ιδίως η απάντηση που έδωσε το Ακυρωτικό είναι αυτό που, όπως όλα δείχνουν, έστρεψε τα βλέμματα των νομικών στην πολυσχολιασθείσα υπʼ αριθμόν 1050/2018 απόφαση του ΑΠ, καθώς η απόφαση αυτή δείχνει το δρόμο προς τη μεταστροφή μιας νομολογίας που εδώ και μια δεκαπενταετία ακολουθείται από τα δικαστήρια της χώρας σχετικά με την ενιαία ή μη αξίωση για την άδεια αναψυχής και για τις αποδοχές και το επίδομα αυτής.

Στην υπό σχολιασμό απόφαση, λοιπόν, ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι η εκ μέρους του εργοδότη καταβολή αποδοχών αδείας στον εργαζόμενο είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη χορήγηση της άδειας, δηλ. με τη θεμελίωση δικαιώματος εκ μέρους του τελευταίου να λάβει άδεια αναψυχής κατά τη διάρκεια συγκεκριμένου ημερολογιακού έτους. Έτσι, εάν ο εργαζόμενος δεν απέκτησε ή απώλεσε το σχετικό δικαίωμα, τότε ούτε αποδοχές αδείας δικαιούται, διότι αυτές νοούνται αποκλειστικά ως παρακολούθημα της κανονικής άδειας που του οφείλεται. Επικαλούμενο δε εν συνεχεία το άρθρ. 3 παρ. 16 του Ν 4504/1966, καταλήγει στο ότι και το επίδομα αδείας, παράλληλα με τις αποδοχές, αποτελεί παρακολούθημα των ημερών αδείας αναψυχής τις οποίες δικαιούται ο μισθωτός και καταβάλλεται κατά την έναρξη της τελευταίας. Συνάγεται, έτσι κατά τον ΑΠ, το συμπέρασμα ότι εφόσον ο εργαζόμενος δεν δικαιούται άδεια αναψυχής, δεν δικαιούται ούτε αποδοχές ούτε επίδομα αδείας. Είναι ακριβής η παρατήρηση ότι η θέση που έλαβε το Ανώτατο Δικαστήριο εν προκειμένω είναι σύμφωνη με την κρατούσα στην θεωρία άποψη. Σύμφωνα με την τελευταία, η υποχρέωση του εργοδότη για παροχή άδειας αναψυχής είναι σύνθετη, περιλαμβάνοντας αφενός τη διασφάλιση ελεύθερου χρόνου στο μισθωτό και αφετέρου την καταβολή ορισμένων χρηματικών παροχών. Η αξίωση του εργαζομένου είναι ενιαία και αδιαίρετη, με τρόπο που τα δύο επιμέρους στοιχεία αυτής να παρίστανται ως άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους, αποτελώντας έτσι τις δύο όψεις ενός ενιαίου νομίσματος. Επομένως, βάσει της προσέγγισης αυτής, τόσο οι αποδοχές όσο και το επίδομα αδείας αποτελούν παρακολούθημα του κύριου δικαιώματος για λήψη άδειας αναψυχής, ήτοι προϋποθέτουν την ύπαρξη του δικαιώματος για άδεια και προκαταβάλλονται στο μισθωτό κατά την έναρξη της άδειάς του. Συνεπεία τούτου, εάν ο εργαζόμενος για κάποιο λόγο δεν δικαιούται να λάβει άδεια αναψυχής ή έχει απωλέσει το σχετικό δικαίωμα, δεν δικαιούται ούτε τις αντίστοιχες χρηματικές παροχές που συνοδεύουν τη χορήγηση ελεύθερου χρόνου. Η εν λόγω άποψη που απηχεί και η υπʼ αριθμόν 1050/2018 απόφαση του ΑΠ απορρίπτει, λοιπόν, ευθέως τη θεωρία της διπλής αξίωσης του εργαζομένου, δυνάμει της οποίας η εξασφάλιση των αποδοχών της άδειας δεν εξαρτάται από την εξασφάλιση του ελεύθερου χρόνου.

Κατά την άποψη της γράφουσας, πρόκειται πράγματι για την ορθή θέση που αντανακλά πληρέστερα τις προθέσεις του νομοθέτη. Συγκεκριμένα, η βασιμότητα της εν λόγω αρεοπαγητικής αλλά και θεωρητικής θέσης απορρέει από την ορθή ερμηνεία των ίδιων των διάταξεων του ΑΝ 539/1945 (άρθρ. 3 παρ. 1 και 3, άρθρ. 2 παρ. 1), του Ν 1346/1983 (άρθρ. 1 παρ. 3), αλλά και του ΠΔ 88/1999, οι οποίες κάνουν λόγο για συνήθεις αποδοχές που δικαιούται να λάβει ο εργαζόμενος κατά τη διάρκεια της άδειας του, για προκαταβολή των αποδοχών και του επιδόματος αδείας κατά την έναρξη της άδειας αλλά και για -κατʼ ακριβολογία- «ετήσια άδεια μετʼ αποδοχών». Συνεπώς, εμφανής είναι η στενή και άμεση εξάρτηση των χρηματικών απολαβών που προβλέπει ο νόμος από το κύριο δικαίωμα. Βέβαια, δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει το γεγονός ότι, παρά τη δογματική ορθότητα -σε αφηρημένο επίπεδο- της άποψης αυτής που ενστερνίζεται και το Ακυρωτικό, στην πράξη μπορούμε να καταλήξουμε σε λύσεις που βλάπτουν τον εργαζόμενο και αντίκεινται στο κοινό περί δικαίου αίσθημα. Ενδεικτικό τούτου αποτελεί η επίμαχη περίπτωση της μακράς απουσίας του εργαζομένου λόγω αναρρωτικής άδειας, όπου -όπως ομόφωνα δέχεται η ελληνική νομολογία- ο εργαζόμενος χάνει το δικαίωμά του προς λήψη άδειας αναψυχής, με αποτέλεσμα εν τέλει να χάνει και τις αποδοχές και το επίδομα αδείας εκ μόνου του ατυχούς συμβάντος να ασθενήσει επί μακρύ χρόνο κατά το κρίσιμο ημερολογιακό έτος. Για το λόγο αυτό και για να μην οδηγούμαστε σε άδικα αποτελέσματα, η λύση είναι να επανεξετασθεί από νομολογία και θεωρία το ζήτημα των προϋποθέσεων γέννησης του κύριου δικαιώματος αδείας, με παράλληλη την αναγκαία αποσύνδεση αυτού από τη συνεχή-πραγματική απασχόληση του μισθωτού, κατά τις ερμηνευτικές κατευθύνσεις που παρέχει και το ΔΕΕ. Εγκλωβιζόμενος ο Άρειος Πάγος σε μια «αυτιστική» θα έλεγε κανείς αντιμετώπιση του ζητήματος αυτού στη βάση γραμματικής ερμηνείας ενός αναγκαστικού νόμου του 1945, δεν μπορεί να οδηγηθεί στο επιθυμητό αποτέλεσμα, αλλά αντίθετα λόγω υιοθέτησης της ορθής θεωρίας της ενιαίας αξίωσης που προεκτέθη, θα καταλήγει πάντοτε στην αποστέρηση χρηματικών αποδοχών από τους μισθωτούς που ασθένησαν επί μακρόν.

Στο σημείο αυτό, πρέπει να αναφερθεί και η μειοψηφούσα άποψη που υποστηρίχθηκε, η οποία θεωρεί λανθασμένη την κρίση του ΑΠ περί του παρακολουθηματικού χαρακτήρα των αποδοχών και του επιδόματος αδείας. Το βασικό επιχείρημα έγκειται στο ότι οι ημέρες αυθαίρετης απουσίας του μισθωτού που θεωρούνται ως χρόνος μη απασχόλησης και γιʼ αυτό συμψηφίζονται με τις ημέρες της άδειας αναψυχής, μετατρέπονται κατʼ ουσίαν σε πλασματικές ημέρες άδειας. Έτσι, δεν μπορεί παρά να θεωρηθούν ως τέτοιες και για την καταβολή των αποδοχών που συνοδεύουν την άδεια, με αποτέλεσμα ο εργοδότης που θεωρεί τις ημέρες αυθαίρετης απουσίας ως ημέρες άδειας, να πρέπει να καταβάλει και τις αντίστοιχες αποδοχές, καθώς δεν αποτελούν πλέον ημέρες αυθαίρετης απουσίας αλλά ημέρες άδειας. Παρατηρείται ότι ο σκοπός της θέσης αυτής είναι να αποφευχθεί ο ακραίος και τιμωρητικός χαρακτήρας της μη καταβολής των χρηματικών παροχών, όταν ο εργαζόμενος χάσει το δικαίωμά του για άδεια ιδίως λόγω μακράς ασθενείας. Παρά το θεμιτό και συμβατό με ολόκληρο το οικοδόμημα του Εργατικού Δικαίου προστατευτικό σκοπό της εν λόγω άποψης, θεωρώ ότι δεν επικαλείται πειστικά νομικά επιχείρηματα, κυρίως σε σύγκριση με την προεκτεθείσα θεωρία της ενιαίας αξίωσης του εργαζομένου. Για ακόμη μία φορά, λοιπόν, αποδεικνύεται πως για την εξεύρεση ορθών λύσεων στο περίπλοκο και ιδιαίτερα λεπτό αυτό ζήτημα, απαιτείται μία εκ βάθρων αναθεώρηση των παρωχημένων νομολογιακών θέσεων που προβλέπουν πλείονες παρεκκλίσεις από τη θεμελίωση του δικαιώματος του μισθωτού σε άδεια αναψυχής.

Εν κατακλείδι, δεν μπορεί να μη γίνει μνεία στο γεγονός ότι η εδώ σχολιαζόμενη απόφαση στο μέτρο που θεωρεί άρρηκτα συνδεδεμένες τις χρηματικές παροχές της άδειας με την ίδια την ύπαρξη του δικαιώματος προς λήψη άδειας, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την ΑΠ Ολ 27/2004 [ΕΕργΔ 63/2004, σελ. 971 επ.], επιδιώκοντας τη μεταστροφή της εκεί επικρατούσας θέσης. Συγκεκριμένα, η Ολομέλεια αυτή είχε δεχτεί ότι η μη λήψη άδειας αναψυχής, λόγω καταλογισμού ημερών αδικαιολόγητης απουσίας [λόγω συμμετοχής σε απεργία που κρίθηκε παράνομη με τελεσίδικη δικαστική απόφαση] στις ημέρες της άδειας, δεν συνεπιφέρει και τη στέρηση των αποδοχών και του επιδόματος αδείας. Η απόφαση αυτή είχε δεχτεί οξεία κριτική από το μεγαλύτερο μέρος της θεωρίας, ενώ θα μπορούσε να πει κανείς ότι είχε παγιωθεί η εν λόγω νομολογία τα τελευταία έτη. Γιʼ αυτόν εξάλλου το λόγο, το Β1΄ τμήμα του ΑΠ παρέπεμψε το κρίσιμο αυτό και διφορούμενο ζήτημα στην Ολομέλεια, ώστε να τοποθετηθεί είτε υπέρ είτε κατά της προγενέστερης απόφασης της Ολομέλειας. Φυσικά, δεν μένει παρά να περιμένουμε την τελική κρίση του Ακυρωτικού επί του θέματος. Πρέπει, τέλος, να σημειωθεί ότι ακόμη και αν ανατραπεί πράγματι η ΑΠ Ολ 27/2004 στο σημείο της υποχρέωσης ή μη καταβολής των αποδοχών και του επιδόματος αδείας, σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να μιλάμε για ανατροπή του άλλου σπουδαίου ζητήματος που είχε απασχολήσει το δικαστήριο τότε και το οποίο αφορά το λεγόμενο τεκμήριο νομιμότητας της απεργίας ή άλλως τεκμήριο συγγνωστής νομικής πλάνης των απεργών έως την έκδοση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης που να αναγνωρίζει τον παράνομο ή καταχρηστικό χαρακτήρα της απεργίας, καθώς η επίδικη υπόθεση αφορά την απουσία εργαζομένου λόγω ασθενείας και όχι λόγω συμμετοχής σε παράνομη απεργία.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ - ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

Βασιλείου Β., Αποζημίωσις διά μη χορηγηθείσαν άδειαν, ΕΕργΔ 15/1956, σελ. 1273 επ.

Βελονάκης Γ., Αδικαιολόγητες απουσίες μισθωτού και κανονική άδεια, ΔΕΝ 38/1982, σελ. 774 επ.

Γαβαλάς Ν., Σχόλιο στην Α.Π. 1050/2018 υπό το φως της πάγιας νομολογίας του Δ.Ε.Ε, ΕΕργΔ 77/2018, σελ. 865 επ.

Γαβαλάς Ν., «Η ετήσια άδεια αναπαύσεως με αποδοχές αποτελεί καθολικό δικαίωμα του ενωσιακού δικαίου» επιβεβαιώνει το Δ.Ε.Ε. σε πρόσφατη νομολογία του, ΕΕργΔ 73/2014, σελ. 705 επ.

Γιαννακούρου Στ., Ζητήματα αστικής ευθύνης του εργοδότη λόγω παραβίασης θεμελιωδών δικαιωμάτων του ενωσιακού δικαίου, ΔΕΕ 3/2017, σελ. 314 επ.

Γκούτος Χ., Το δικαίωμα αδείας αναψυχής μετά από παράνομη απεργία, ΔΕΝ 62/2006, σελ. 515 επ.

Δημάκης Κ., Η «παροχή» κανονικής άδειας, ΕΕργΔ 15/1956, σελ. 1161 επ.

Ζερδελής Δ., Εργατικό Δίκαιο, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, εκδόσεις Σάκκουλα, δʼ έκδοση 2019 (υπό έκδοση).

Ζερδελής Δ., Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, εκδόσεις Σάκκουλα, βʼ έκδοση 2017.

Καζάκος Άρ., Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, εκδόσεις Σάκκουλα, γʼ έκδοση 2013.

Καζάκος Άρ., Απεργία και Δικαιοσύνη στην εποχή του Μνημονίου, ΕΕργΔ 70/2011, σελ. 261 επ.

Καρακατσάνης Αλ./Γαρδίκας Στ., Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, εκδόσεις Σάκκουλα, 1995.

Κουκιάδης Ι., Εργατικό Δίκαιο, Ατομικές εργασιακές σχέσεις και το δίκαιο της ευελιξίας της εργασίας, εκδόσεις Σάκκουλα, η΄ έκδοση 2017.

Κουκιάδης Ι., Εργατικό Δίκαιο, Συλλογικές Εργασιακές Σχέσεις, εκδόσεις Σάκκουλα, 2η έκδοση 2017.

Λεβέντης Γ./Ζερδελής Δ., Απεργία νόμιμη και παράνομη και συνέπειες - Δικαίωμα αδείας και δικαίωμα λήψεως αποδοχών και επιδόματος αδείας, ΔΕΝ 60/2004, σελ. 1185 επ.

Λεβέντης Γ./Παπαδημητρίου Δ., Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, εκδόσεις ΔΕΝ, 2011.

Λεβέντης Γ., Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, εκδόσεις ΔΕΝ, βʼ έκδοση 2007.

Ληξουριώτης Ι., Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 5η έκδοση 2017.

Ληξουριώτης Ι., Ο συσχετισμός του δικαιώματος λήψης άδειας αναψυχής με το δικαίωμα λήψης αποδοχών και επιδόματος αδείας, ΔΕΕ 11/2018, σελ. 1257 επ.

Μελετίου Α., Μακρά ασθένεια - Αδικαιολόγητη απουσία και κανονική άδεια, ΔΕΝ 42/1986, σελ. 1072 επ.

Παπαδημητρίου Δ., Παρατηρήσεις στην ΑΠ 1050/2018, ΔΕΕ 11/2018, σελ. 1342 επ.

Πετίνη - Πηνιώτη Χ./Πηνιώτης Κ., Το δικαίωμα λήψεως αποδοχών και επιδόματος αδείας είναι συνυφασμένο με το δικαίωμα αδείας, ΔΕΝ 60/2004, σελ. 1831 επ.

Πετίνη - Πηνιώτη Χ., Σημείωμα στην ΑΠ 1050/2018, ΔΕΝ 74/2018, σελ. 812 επ.

Αντωνιάδου Ελένη, Υπ. ΔΝ Εργατικού Δικαίου, Νομική Σχολή Α.Π.Θ.