ΣτΕ 1518/2018 [Φόρος που προκύπτει από το εισόδημα των τραπεζικών και ασφαλιστικών ΑΕ]

Μη επιστροφή πιστωτικού υπολοίπου στην περίπτωση που ο φόρος που προκύπτει από το εισόδημα των τραπεζικών και ασφαλιστικών ΑΕ δεν επαρκεί για την έκπτωση του φόρου που παρακρατήθηκε για τα αυτοτελώς φορολογούμενα εισοδήματα αυτών

ΣτΕ 1518/2018 Τμ. Β΄

Ειδικά, στην περίπτωση των τραπεζικών και ασφαλιστικών εταιρειών, το δεύτερο εδάφιο της περ. β΄ της παρ. 4 του άρθρου 109 του Ν 2238/1994 εισάγει διάφορη ρύθμιση ορίζοντας ότι από το συνολικό φόρο που αναλογεί στο φορολογούμενο εισόδημα της εταιρείας εκπίπτει, κατʼ αρχήν, ολόκληρο το ποσό του φόρου που καταβλήθηκε/παρακρατήθηκε για εισοδήματα φορολογηθέντα κατʼ ειδικό τρόπο στην ίδια χρήση με συνέπεια σε περίπτωση διανομής των εν λόγω εισοδημάτων σε μεταγενέστερη χρήση να μην υπάρχει υπόλοιπο (καταβληθέντος/παρακρατηθέντος) φόρου προς έκπτωση. Όμως, από τη διατύπωση της τελευταίας αυτής διάταξης, ρητώς αναφερομένης μόνον σε «έκπτωση φόρου» από τον συνολικώς αναλογούντα στο φορολογούμενο εισόδημα των τραπεζικών και ασφαλιστικών εταιριών φόρο και ενόψει της φύσεως της επιβαλλομένης κατά το άρθρο 12 του Κ.Φ.Ε. φορολογίας ως αυτοτελούς, μη συνιστώσης, κατʼ αρχήν, μέρος του φορολογούμενου κατά τις γενικές διατάξεις εισοδήματος των ως άνω εταιρειών, συνάγεται ότι η έκπτωση του φόρου 10% που καταβλήθηκε/παρακρατήθηκε κατά το άρθρο 12 παρ. 1 και 8 του εν λόγω Κώδικα τελεί κατά νόμο υπό την προϋπόθεση της υπάρξεως φορολογουμένου κατά τις γενικές διατάξεις εισοδήματος της τραπεζικής ή ασφαλιστικής εταιρείας και, συνακόλουθα, προκύπτοντος προς βεβαίωση φόρου και δη ποσού επαρκούς για να χωρήσει έκπτωση του νομίμως παρακρατηθέντος κατά τα ανωτέρω φόρου, ενώ στην περίπτωση ανεπαρκών φορολογητέων κερδών ή μη ύπαρξης φορολογητέων κερδών αλλά ζημίας δεν χωρεί μερική ή ολική, αντιστοίχως, επιστροφή του ως άνω καταβληθέντος φόρου 10%, διότι η επιστροφή του φόρου αυτού θα σήμαινε εν τοις πράγμασι ανατροπή της κατʼ άρθρο 12 του Κ.Φ.Ε. αυτοτελούς φορολογίας και επιστροφή νομίμως οφειλομένου φόρου, το οποίο ουδόλως προβλέπεται, ενώ αντιθέτως αυτό που προβλέπεται είναι η αναβολή της πλήρους φορολόγησης των καθαρών κερδών που αναλογούν στα εν λόγω -κατʼ ειδικό τρόπο φορολογηθέντα- εισοδήματα μέχρι την διανομή τους, οπότε και θα χωρήσει η έκπτωση του καταβληθέντος φόρου 10% από τον τελικώς οφειλόμενο για τα εν λόγω κέρδη φόρο. Στην περίπτωση που ο φόρος που προκύπτει για τον φορολογούμενο βάσει των γενικών διατάξεων εισοδήματος των τραπεζικών και ασφαλιστικών ανωνύμων εταιρειών δεν επαρκεί για την έκπτωση του φόρου που παρακρατήθηκε για τα αυτοτελώς φορολογούμενα εισοδήματα αυτών, το πιστωτικό υπόλοιπο του παρακρατηθέντος φόρου δεν επιστρέφεται μεν, παραμένει όμως προς έκπτωση στον χρόνο της διανομής των κερδών που αναλογούν στα κατʼ ειδικό τρόπο φορολογηθέντα εισοδήματα, όπως παραμένει προς έκπτωση για τον ίδιο χρόνο της διανομής το σύνολο του παρακρατηθέντος φόρου σε περίπτωση ζημίας. Η ερμηνευτική αυτή εκδοχή επιρρωνύεται άλλωστε και από την διατύπωση της παρ. 5 του άρθρου 109 ΚΦΕ, που προβλέπει ότι «Όταν το ποσό του φόρου που προκαταβλήθηκε ή παρακρατήθηκε είναι μεγαλύτερο από το φόρο που αναλογεί, η επιπλέον διαφορά συμψηφίζεται στο υπόλοιπο ποσό που προκύπτει για βεβαίωση».