ΔΕφΑθ 2804/2017 [Φορολογικές απαλλαγές στην έκδοση ομολογιακών δανείων του Ν 3156/2003, με σχόλιο Λ. Πανέτσου]

ΔΕφΑθ 2804/2017

Η παροχή ασφάλειας, που καταχωρείται σε δημόσιο βιβλίο για σύμβαση που προβλέπεται από τον ίδιο νόμο, απαλλάσσεται από κάθε άμεσο ή έμμεσο φόρο, τέλος, δικαίωμα ή άλλη επιβάρυνση υπέρ του Δημοσίου ή τρίτων, ενώ για την εγγραφή σύστασης εμπράγματου δικαιώματος στο κτηματολόγιο ή υποθηκοφυλακείο απαιτείται η καταβολή μόνο παγίων δικαιωμάτων 100 ευρώ, αποκλεισμένης άλλης επιβάρυνσης ή τέλους (παρ. 2), στην ατέλεια, δε, του πιο πάνω άρθρου υπόκειται και η εγγραφή υποθήκης και προσημείωσης υποθήκης, εφόσον ασφαλίζει απαίτηση από ομολογιακό δάνειο, οποιοσδήποτε κατηγορίας του Ν 3156/2003, έστω και αν καλύπτεται από ένα και μόνο ομολογιούχο δανειστή ή έχει εκδοθεί μια ομολογία. Επομένως, ενόψει του ότι ο περιορισμός του άρθρου 14 (παρ. 2) του πιο πάνω νόμου αφορά και τα εισπραττόμενα από τον αρμόδιο υποθηκοφύλακα δικαιώματα υπέρ του Δημοσίου, η εγγραφή της υποθήκης, εφόσον ασφαλίζει απαιτήσεις που απορρέουν από το ανωτέρω ομολογιακό δάνειο του Ν 3156/2003 υπόκειται μόνο σε πάγια δικαιώματα υποθηκοφυλάκων (έμμισθων ή άμισθων) ποσού 100 ευρώ και όχι στα προβλεπόμενα από το Ν 325/1976 αναλογικά δικαιώματα υπέρ του Δημοσίου (ΑΠ 404/2016, 1206, 436/2015, 2252/2013).

Σχόλιο

Οι φοροαπαλλαγές του άρθρου 14 του Ν 3156/ 2003 ισχύουν και επί των ομολογιακών δανείων τα οποία έχουν εκδοθεί σε έναν ομολογιούχο δανειστή, και επί εκείνων που αποτελούνται από μία ομολογία

I. Εισαγωγή

Η απόφαση 2804/2017 του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς αφορά την εφαρμογή των φοροαπαλλαγών και ατελειών του άρθρου 14 του νόμου 3156/2003 στις περιπτώσεις ομολογιακών δανείων που έχουν καλυφθεί από έναν ομολογιούχο ή στις περιπτώσεις που έχει εκδοθεί μία ομολογία, ένα ζήτημα που έχει απασχολήσει τόσο τα πολιτικά δικαστήρια, όσο και το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. Η τελική κρίση υπέρ της εφαρμογής των φοροαπαλλαγών και ατελειών έχει μεγάλη σημασία, καθώς στην πράξη πολλές ημεδαπές ανώνυμες εταιρείες εκδίδουν ομόλογα σε έναν ομολογιούχο, πολλές φορές σε περιπτώσεις δανεισμού από συνδεδεμένες επιχειρήσεις ή πιστωτικά ιδρύματα.

II. Ο αξιογραφικός χαρακτήρας των ομολογιακών δανείων

Η έκδοση ομολογιακών δανείων είναι ένας από τους βασικούς τρόπους εταιρικής χρηματοδότησης, αποτελώντας μία ειδική κατηγορία δανείων, όπου οι υποχρεώσεις και οι απαιτήσεις εκ του δανείου ενσωματώνονται σε μία ή περισσότερες ομολογίες, με αποτέλεσμα ο ενοχικός χαρακτήρας του δανείου μετατρέπεται σε εμπράγματο[1]. Στο ελληνικό δίκαιο, η παραπάνω μετατροπή επιτυγχάνεται μέσω της «εγχάρτωσης», δηλαδή της ενσωμάτωσης των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων εκ της ενοχής σε ένα έγγραφο με αξιογραφικό χαρακτήρα, αρχή η οποία τηρείται ακόμη και στις περιπτώσεις των «άυλων» αξιογράφων[2]. Το νομικό πλαίσιο σχετικά με τα ομολογιακά δάνεια που εκδίδονται από ημεδαπές ανώνυμες εταιρείες προβλέπονται από τον Κ.Ν. 2190/1920 και τον N 3156/2003, διατάξεις που πρόκειται να αντικατασταθούν από τα άρθρα 59-74 του νέου νόμου 4548/2018 για την «Αναμόρφωση του δικαίου των Ανωνύμων Εταιρειών»[3].

III. Η θέση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και της νομολογίας

Το άρθρο 14 του N 3156/2003 προβλέπει μία σειρά φοροαπαλλαγών και ατελειών σχετικά με τα ομόλογα που εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού· οι εν λόγω φοροαπαλλαγές και ατέλειες έχουν δημιουργήσει αρκετές διενέξεις γύρω από το εύρος εφαρμογής τους. Πιο συγκεκριμένα, είχε αμφισβητηθεί κατά πόσον η εγγραφή υποθήκης ή προσημείωσης υποθήκης προς εξασφάλιση ομολογιακών δανείων υπάγονταν στα πάγια δικαιώματα υποθηκοφυλάκων ύψους 100 ? του άρθρου 14 παρ. 2 του Ν 3156/2003, ή στα αναλογικά δικαιώματα του Ν 325/1976[4]. Το ζήτημα αυτό ήταν ακόμη κρισιμότερο στις περιπτώσεις όπου ένα ομολογιακό δάνειο είχε καλυφθεί από έναν ομολογιούχο δανειστή, ή στις περιπτώσεις όπου είχε εκδοθεί μόνο μία ομολογία.

Ο παραπάνω προβληματισμός αυτός ανέκυψε εν όψει της ΓνωμΝΣΚ 514/2006, η οποία είχε κρίνει ότι οι φοροαπαλλαγές και ατέλειες του Ν 3156/2003 δεν ίσχυαν στις εν λόγω περιπτώσεις. Η κρίση αυτή βασιζόταν στην αρχή της στενής ερμηνείας των φορολογικών διατάξεων, στην αντίληψη ότι ένα ομολογιακό δάνειο εκλαμβάνεται ως δάνειο διαιρούμενο σε πολλές ομολογίες και προσφερόμενο σε ευρύ επενδυτικό κοινό, και στην επακόλουθη καταστρατήγηση των φορολογικών διατάξεων στις περιπτώσεις όπου συνάπτονταν ομολογιακά δάνεια με έναν ομολογιούχο ή εκδιδόταν μία ομολογία[5]. Η γνωμοδότηση αυτή, που δεν έγινε ποτέ αποδεκτή από τον Υπουργό Οικονομικών, έχει κατακριθεί, καθώς είχε ως αφετηρία την παραδοχή ότι το ομολογιακό δάνειο που εκδόθηκε σε έναν ομολογιούχο ή αποτελείται από μία ομολογία καταστρατηγεί την νομική φύση του ομολογιακού δανείου[6]. Ο αντίλογος προς την γνωμοδότηση ερειδόταν στο ότι είναι νοητό ένα ομολογιακό δάνειο να εκδίδεται σε έναν ομολογιούχο ή να εκδίδεται μία ομολογία, καθώς δεν αποτελούν προϋποθέσεις του αξιογραφικού χαρακτήρα ενός ομολόγου[7]. Η ΓνωμΝΣΚ 514/2006 δεν έγινε αποδεκτή από τον Υπουργό Οικονομικών, ούτε υιοθετήθηκε από τα δικαστήρια[8]. Πριν λίγους μήνες, η θέση του ΝΣΚ μεταβλήθηκε μερικώς με την ΓνωμΝΣΚ 43/2018, η οποία δέχθηκε ότι δεν καταστρατηγείται η έννοια του ομολογιακού δανείου όταν αυτό καλύπτεται από έναν ομολογιούχο δανειστή, αλλά επανέλαβε ότι η διαίρεσή σε πολλές ομολογίες είναι εννοιολογικό στοιχείο των ομολογιακών δανείων[9]. Ως αποτέλεσμα, σύμφωνα με την γνωμοδότηση αυτή, στις περιπτώσεις ομολογιακών δανείων που έχει εκδοθεί μία ομολογία δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι φοροαπαλλαγές και ατέλειες του Ν 3156/2003. Και η ΓνωμΝΣΚ 43/2018 δεν έχει γίνει ακόμη αποδεκτή από τον Διοικητή της ΑΑΔΕ.

Τα πολιτικά δικαστήρια ακολούθησαν μία πιο πραγματιστική προσέγγιση, τονίζοντας ότι οι φοροαπαλλαγές και ατέλειες εφαρμόζονται ακόμη και στις περιπτώσεις ομολογιακών δανείων που έχουν καλυφθεί από έναν ομολογιούχο δανειστή[10]. Την ίδια θέση έχουν λάβει και αρκετές εφετειακές αποφάσεις, οι οποίες τονίζουν ότι εφόσον ένα ομολογιακό δάνειο διατηρεί τον αξιογραφικό του χαρακτήρα απολαμβάνει των κρίσιμων φοροαπαλλαγών και ατελειών, κάτι το οποίο συμβαίνει και όταν ένα ομολογιακό δάνειο αποτελείται από μία ομολογία ή έχει καλυφθεί από έναν ομολογιούχο δανειστή[11]. Δίδεται έμφαση, δε, στο ότι η αποδοχή της αντίθετης εκδοχής «θα οδηγούσε σε λογικά και οικονομικά άτοπα»[12]. Αντίστοιχη θέση έχει υιοθετηθεί και από τα διοικητικά δικαστήρια, στις περιπτώσεις όπου οι ομολογιούχοι δανειστές προσέφυγαν κατά του Ελληνικού Δημοσίου ζητώντας την επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων στον αρμόδιο υποθηκοφύλακα και αποδοθέντων στο Ελληνικό Δημόσιο αναλογικών δικαιωμάτων[13].

Παρότι η θέση του ΝΣΚ δεν έχει επικρατήσει, είναι σημαντική διότι αποτελεί μια από τις λίγες περιπτώσεις που υποστηρίχθηκε από η εφαρμογή της αρχής της κατάχρησης δικαιώματος ή καταστρατήγησης του σκοπού του νόμου στον χώρο του φορολογικού δικαίου, πριν την εισαγωγή της γενικής διάταξης κατά της φοροαποφυγής του άρθρου 38 του Ν 4174/2013, ενάντια στην γενική τάση που επικρατούσε στην νομολογία[14]. Η ιδέα της καταστρατήγησης του σκοπού του νόμου φαίνεται προβληματική, από την στιγμή που βασίζεται στην εσφαλμένη παραδοχή ότι η έκδοση πολλών ομολογιών αποτελεί εννοιολογικό χαρακτηριστικό του ομολογιακού δανείου που διέπεται από τον Ν 3156/2003, καθώς δεν σχετίζεται με τον αξιογραφικό χαρακτήρα του τελευταίου. Προς αντίκρουση της θέσης που έλαβε η ΓνωμΝΣΚ 43/2018, ο Ν 4548/2018 προβλέπει πλέον ρητά ότι «η ανάληψη του ομολογιακού δανείου από ένα πρόσωπο ή η συγκέντρωση όλων των ομολογιών σε ένα ομολογιούχο, καθώς και η ενσωμάτωση του δανείου σε μία ομολογία δεν αίρουν το χαρακτήρα του δανείου ως ομολογιακού»[15].

IV. Η σχολιαζόμενη απόφαση

Το πραγματικό υπόβαθρο της σχολιαζόμενης απόφασης συνδέεται στενά με τις υποθέσεις που εξετάστηκαν ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων. Πιο συγκεκριμένα, ο εφεσίβλητος, ως εγγυητής, είχε καταβάλει αναλογικά δικαιώματα υποθηκοφυλάκων για την προσημείωση υποθήκης προς εξασφάλιση ομολογιακού δανείου που είχε εκδοθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν 3156/2003. Στη συνέχεια, προσέφυγε στο αρμόδιο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών, ζητώντας από το Ελληνικό Δημόσιο και το ΤΑΧΔΙΚ την επιστροφή των αναλογικών δικαιωμάτων που είχαν αποδοθεί σε αυτά από την αρμόδια Άμισθη Υποθηκοφύλακα. Η προσφυγή του εφεσίβλητου έγινε δεκτή με την απόφαση ΔΠρΑθ 15931/2015 όσον αφορά το σκέλος που στρεφόταν κατά του Ελληνικού Δημοσίου, κρίνοντας ότι η σχετική εγγραφή προσημείωσης υποθήκης υπαγόταν στα πάγια δικαιώματα του άρθρου 14 παρ. 2 του Ν 3156/2003. Κατά της απόφασης αυτής το Ελληνικό Δημόσιο άσκησε έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε η σχολιαζόμενη απόφαση.

Ανάμεσα στους λόγους που προέβαλε το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο περιλαμβανόταν ο ισχυρισμός ότι όλες οι ομολογίες του εν λόγω ομολογιακού δανείου είχαν περιέλθει σε έναν ομολογιούχο δανειστή, οπότε αναιρούταν ο χαρακτήρας του δανείου αυτού ως ομολογιακού. Η εφετειακή απόφαση, όμως, απέρριψε τον ισχυρισμό αυτόν, τονίζοντας ότι η κάλυψη ενός ομολογιακού δανείου από έναν ομολογιούχο δανειστή, ή η έκδοση μίας μόνο ομολογίας, δεν αναιρούν τον χαρακτήρα του δανείου ως ομολογιακού, όπως προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν 3156/2003. Ως εκ τούτου, το σχετικά σύντομο σκεπτικό της, επιβεβαίωσε ότι οι φοροαπαλλαγές και ατέλειες που προβλέπει ο νόμος παρέχονται και σε αυτές τις περιπτώσεις ομολογιακών δανείων, παραπέμποντας στις σχετικές αρεοπαγιτικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί.

Η σχολιαζόμενη απόφαση δεν είναι η πρώτη που επιβεβαιώνει την εφαρμογή των φοροαπαλλαγών και ατελειών του άρθρου 3156/2003 στα ομολογιακά δάνεια που έχουν εκδοθεί σε έναν ομολογιούχο δανειστή ή στις περιπτώσεις έκδοσης μίας ομολογίας. Παρʼ όλα αυτά, είναι σημαντικό το ότι η κρίση αυτή προέρχεται από διοικητικό δικαστήριο, το οποίο μάλιστα δεν κάνει αναφορά στην επίμαχη ΓνωμΝΣΚ 514/2006. Αποτελεί, λοιπόν, ένδειξη ότι τα διοικητικά δικαστήρια θα κατέληγαν σε αντίστοιχο αποτέλεσμα σε περίπτωση που το κρίσιμο ζήτημα δεν ήταν η υπαγωγή της εγγραφής προσημείωσης υποθήκης σε πάγια τέλη, αλλά η εφαρμογή των φοροαπαλλαγών οι οποίες προβλέπονται και αυτές από τις διατάξεις του άρθρου 14 του Ν 3156/2003. Το γεγονός ότι η μεταγενέστερη ΓνωμΝΣΚ 43/2018 κατέληξε σε εν μέρει διαφορετικό αποτέλεσμα, όσον αφορά την έκδοση μίας ομολογίας, δείχνει την διάσταση που υπάρχει μεταξύ της νομολογίας και των γνωμοδοτήσεων του ΝΣΚ, όσον αφορά τα εννοιολογικά χαρακτηριστικά των ομολογιακών δανείων. Ο πρόσφατα ψηφισθείς N 4548/2018 φαίνεται να δικαιώνει την θέση της νομολογίας.

V. Επίλογος

Η σημασία των φοροαπαλλαγών και ατελειών του N 3156/2003 είναι μεγάλη, δεδομένου ότι πολλές ημεδαπές εταιρείες επιλέγουν να χρηματοδοτηθούν μέσω ομολογιακών δανείων, ακόμη και σε περιπτώσεις ενδοομιλικού ή τραπεζικού δανεισμού. Η στενή ερμηνεία των φοροαπαλλαγών και ατελειών υπό το φως της καταστρατήγησης του σκοπού του νόμου δεν αντιλαμβάνεται ότι κρίσιμο στοιχείο της νομικής φύσης ενός ομολογιακού δανείου είναι ο αξιογραφικός του χαρακτήρας και όχι η ανάληψή του από περισσότερους επενδυτές ή η διαίρεσή του σε πολλές ομολογίες. Ο πυρήνας της νομικής φύσης ενός ομολόγου είναι η εμπράγματη φύση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που πηγάζουν από αυτό, γεγονός ουσιώδες στον χώρο των χρηματοοικονομικών συναλλαγών. Η νομολογία τόσο των πολιτικών όσο και των διοικητικών δικαστηρίων έχει τονίσει επανειλημμένως ότι κρίσιμο στοιχείο για την εφαρμογή των ατελειών είναι μόνο ο αξιογραφικός χαρακτήρας του ομολογιακού δανείου, το οποίο μπορεί να αποτελείται και μόνο από μία ομολογία, κάτι το οποίο επιβεβαιώνεται και από τις σχετικές προβλέψεις του N 4548/2018.

Λουκάς Πανέτσος,
Δικηγόρος, LLM (LSE),
Κυριακίδης Γεωργόπουλος Δικηγορική Εταιρεία

[1]. Γ. Λε?κκας, Τρόποι εταιρικής χρηματοδότησης (ιδίως η τιτλοποι?ηση) και η οικονομική κρίση, Χρηματοπιστωτικό Δίκαιο 4/2010, 16· Philipp Paech, Market Needs as Paradigm: Breaking Up the Thinking on EU Securities Law, σε Pierre-Henri Conac, Ulrich Segna & Luc The?venoz (επ.), Intermediated Securities, Cambridge University Press, 2013, 22, σε 47.

[2]. Κ. Ρήγας, Η απου?λοποι?ηση των αξιογράφων της κεφαλαιαγορα?ς και η νομικη? τους φυ?ση, ΔΕΕ 20/2014, 1126· Luc The?venoz, New Legal Concepts regarding the Holding of Investment Securities for a Civil Law Jurisdiction - The Swiss Draft Act, Uniform Law Review 10/2005, 301, σε 303, 306.

[3]. βλ. και άρθρα 188-189 του ν. 4548/2018.

[4]. Βλ. σχετ. Χ. Απαλαγα?κη, Τέλη εγγραφής προσημειώσεως υποθήκhς κατά το άρθρο 14 του Ν 3156/2003 (γνωμ.), ΕΦΑΔ 1/2008, 148· Π. Λαζαράτος, Το ζήτημα των τελών προσημειώσεως υποθη?κης προς ασφάλιση απαιτη?σεως από ομολογιακό δάνειο κατʼ άρθρο 14 § 2 N 3156/2003 (γνωμ.) - Νομοθετικη?, Συνταγματικη? και Κοινοτικη? Θεω?ρηση, ΘΠΔΔ 3/2010, 617· Κ. Μακρίδου & Γ. Διαμαντόπουλος, Αντισυνταγματικότητα της ρύθμισης περί εισπράξεως εκ μέρους των άμισθων υποθηκοφυλάκων και των προϊσταμένων των υποθηκοφυλακείων που λειτουργούν ως κτηματολογικά γραφεία παγίων δικαιωμάτων επί εγγραφής προσημείωσης ή υποθήκης προς διασφάλιση ομολογιακού δανείου (γνωμ.), ΕλλΔι 51/2010, 646· Ι. Βενιέρης, Εγγραφή προσημειώσης υποθήκης σε Υποθηκοφυλακείο προς εξασφάληση ομολογιακού δανείου - ο περιορισμός των τελών και άλλων επιβαρύνσεων στα 100 ευρώ (γνωμ.), ΝοΒ 63/2015, 656.

[5]. ΓνωνΝΣΚ 514/2006, σκ. Ι.

[6]. Γ. Καλλιμόπουλος, Ομολογιακα? δα?νεια που καλυ?πτονται απο? ε?ναν ομολογιου?χο δανειστη? και εφαρμογη? των διατα?ξεων του Ν 3156/2003 (γνωμ.), Χρημοτοπιστωτικό Δίκαιο 3/2009, 372.

[7]. Ό.π.

[8]. ΕφΘεσσ 2778-9/2014, NOMOS· ΔΕφΚομ 28/2014, NOMOS· ΔΕφΑθ 2019/2013, NOMOS· βλ. σχετικά με την αδικοπρακτική ευθύνη των υποθηκοφυλάκων: ΑΠ 436/2015, NOMOS· ΕφΑθ 3398/2013, NOMOS· ΕφΑθ 4863/2012, NOMOS.

[9]. ΓνΝΣΚ 43/2018, σκ. 22.

[10]. ΑΠ 404/2016, NOMOS· 1206-7/2015, Ισοκράτης.

[11]. ΕφΘεσσ 2774/2014, NOMOS· ΕφΘεσσ 2778-9/2014, NOMOS· ΕφΚρητ 31/2014, αδημοσίευτη· ΕφΚρητ 194/2009, NOMOS.

[12]. ΕφΚρητ 194/2009, NOMOS.

[13]. ΔΕφΑθ 2019/2013, NOMOS· ΔΠρΑθ 15931/2015, NOMOS (η απόφαση επί της οποίας έκρινε η σχολιαζόμενη).

[14]. Β. Βύζας, Η ρήτρα κατά της φοροαποφυγής στο ελληνικό δίκαιο - Εύρος και όρια εφαρμογής, Νομική Βιβλιοθήκη, 2017, 87· Katerina Perrou, The Judicial Application of Anti-Avoidance Doctrines in Greece and its Impact on International Tax Law, Intertax 34/2006, 101, σε 107.

[15]. Άρθρο 59 παρ. 1 του Ν 4548/2018.