ΣτΕ 171/2018 [Απόρριψη του ίδιου αιτήματος διενέργειας επανελέγχου σε φορολογούμενο, με σχόλιο Κ. Παππά]

ΣτΕ 171/2018 Τμ. Β΄

Η απόρριψη αιτήματος φορολογουμένου, όπως εν προκειμένω η αιτούσα σε βάρος της οποίας έχουν καταλογισθεί επιβαρύνσεις (πρόστιμα για αποδοθείσες σ' αυτήν παραβάσεις του ΚΒΣ), για διενέργεια επανελέγχου στον ίδιο παραλλήλως και σε συνδυασμό προς άλλους φορολογούμενους, ώστε να εξακριβωθούν τυχόν πλημμέλειες του αρχικού ελέγχου και να ανατραπούν τα πορίσματά του, τα οποία και οδήγησαν στον καταλογισμό των επιβαρύνσεων, έχει, για τον εν λόγω φορολογούμενο, ως μόνη συνέπεια την εξακολούθηση του καταλογισμού του με τις ως άνω επιβαρύνσεις και, ως εκ τούτου, δεν δημιουργεί νέα διαφορά, δυνάμενη να αχθεί παραδεκτώς με αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ή με προσφυγή ουσίας ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, καθόσον δεν επάγεται για τον αιτούντα φορολογούμενο αυτοτελείς βλαπτικές έννομες συνέπειες σε σχέση με τις πράξεις, με τις οποίες καταλογίσθηκαν εις βάρος του οι ως άνω επιβαρύνσεις, ικανές να της προσδώσουν εκτελεστό χαρακτήρα. Τούτο δεν θίγει το (κατά το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος) δικαίωμα του αιτούντος φορολογουμένου για παροχή δικαστικής προστασίας, δεδομένου ότι αυτός έχει το δικαίωμα να ασκήσει, υπό τις οριζόμενες στον νόμο προϋποθέσεις, προσφυγή κατά της οικείας καταλογιστικής πράξης της φορολογικής αρχής, όπως και συνέβη εν προκειμένω, το διοικητικό δε δικαστήριο, το οποίο θα επιληφθεί της εν λόγω προσφυγής, είναι αρμόδιο να κρίνει αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την έκδοση της καταλογιστικής πράξης.

Σχόλιο

Οριοθέτηση ουσιαστικού και δικονομικού πλαισίου αντιμετώπισης, διοικητικής και δικαστικής, των αιτημάτων των φορολογουμένων για διενέργεια φορολογικού ελέγχου τόσο στους ίδιους όσο και σε άλλους φορολογούμενους

Η εδώ σχολιαζόμενη δικαστική απόφαση οριοθέτησε το ουσιαστικό και δικονομικό πλαίσιο αντιμετώπισης, διοικητικής και δικαστικής, των αιτημάτων των φορολογουμένων για διενέργεια φορολογικού ελέγχου τόσο στους ίδιους όσο και σε άλλους φορολογούμενους, μεμονωμένα ή συνδυαστικά.

Καταρχήν, αποσαφηνίζεται ότι ναι μεν ο φορολογούμενος δύναται να γνωστοποιεί στη φορολογική διοίκηση στοιχεία που γνωρίζει για τυχόν φορολογικές παραβάσεις άλλων φορολογουμένων, πλην όμως, η φορολογική διοίκηση είναι εκείνη που δύναται να αποφαίνεται και δη κυριαρχικά εάν τα στοιχεία αυτά, σε συνδυασμό με άλλα κριτήρια κατʼ άρθρο 26 Ν 4174/2013, είναι ικανά να προκαλέσουν την εκκίνηση ενός φορολογικού ελέγχου σε βάρους του εν λόγω φορολογουμένου.

Συνεπεία της κυριαρχικής δράσης της φορολογικής διοίκησης, εντός βεβαίως των αρχών της νομιμότητας, για τον καθορισμό των προς έλεγχο υποθέσεων, ο φορολογούμενος ο οποίος αν και έθεσε υπόψη της φορολογικής αρχής στοιχεία σε βάρος άλλου φορολογουμένου με σκοπό να προκληθεί φορολογικός έλεγχος αφενός στερείται εννόμου συμφέροντος να προσβάλει τη ρητή (ή σιωπηρή) απόρριψη του αιτήματος για διενέργεια φορολογικού ελέγχου καθώς «το γενικό ενδιαφέρον όλων των Ελλήνων πολιτών για την τήρηση της φορολογικής νομοθεσίας δεν αρκεί για να θεμελιώσει έννομο συμφέρον».

Ακόμη, δε, και στην περίπτωση που ο προς διενέργεια φορολογικός έλεγχος ενδεχομένως να τελεί σε συνάρτηση- κατά την άποψη του «αιτούντος-φορολογουμένου»- με την επιβολή σε προγενέστερο χρόνο καταλογιστικών πράξεων σε βάρος του, και πάλι δεν συντρέχει στο πρόσωπο του τελευταίου το έννομο συμφέρον να αμφισβητήσει τυχόν απόρριψη του αιτήματός του από τη φορολογική αρχής καθώς, κατά την εδώ σχολιαζόμενη απόφαση, «ο αιτηθείς από την αιτούσα έλεγχος άλλων φορολογουμένων θα μπορούσε να οδηγήσει ενδεχομένως σε επιβολή και σε αυτούς φόρων και κυρώσεων λόγω παραβάσεων και από αυτούς της φορολογικής νομοθεσίας, αλλά δεν θα απήλλασσε το γεγονός αυτό και μόνον την αιτούσα από τη δική της ευθύνη για παραβάσεις που αυτή έχει τελέσει».

Ορθώς δε, επισημαίνεται ότι ο φορολογούμενος σε βάρος του οποίου έχουν εκδοθεί καταλογιστικές πράξεις δικαιούται να αμφισβητήσει την τυπική και ουσιαστική βασιμότητα των σχετικών πράξεων, προβάλλοντας όλα τα νομικά και πραγματικά δεδομένα τα οποία αξιολογούνται, διττώς, αρχικώς από την Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών και εν συνεχεία από το αρμόδιο δικαστήριο. Σε τελική, δηλαδή, ανάλυση το επιληφθησομένο δικαστήριο επί της προσφυγής του φορολογουμένου θα εκτιμήσει το εισφερόμενο αποδεικτικό υλικό και θα κρίνει εάν έλαβε ή όχι χώρα παράβαση της φορολογικής νομοθεσίας, ακυρώνοντας ή επικυρώνοντας την σε βάρος του εκδοθείσα καταλογιστική πράξη.

Τέλος, όσον αφορά το δικαίωμα του φορολογικού ελέγχου για διενέργεια επανελέγχου κατʼ άρθρο 25 του Ν 4174/2013 ρητώς ορίζεται ότι για τη διενέργεια επανελέγχου απαιτούνται «νέα στοιχεία», ταυτιζόμενα εννοιολογικά με τα «συμπληρωματικά στοιχεία, υπό το προηγούμενο φορολογικό καθεστώς (Ν 2238/1994) και την ερμηνεία της έννοιας αυτής από το Συμβούλιο της Επικρατείας (πρβλ. ΣτΕ 2934/2017, 172/2018) και τα νέα αυτά στοιχεία απαιτείται να είναι σε κάθε περίπτωση επιβαρυντικά και όχι στοιχεία που θα μειώνουν τη φορολογική οφειλή που προσδιορίστηκε κατά τον αρχικό έλεγχο. Συνεπώς, αίτημα του φορολογουμένου προς τη φορολογική αρχή για διενέργεια επανελέγχου ακόμη και εάν ερείδεται σε «νέα στοιχεία» τυγχάνει απορριπτέο εάν οδηγεί σε μείωση της φορολογητέας ύλης όπως προσδιορίστηκε στον αρχικό έλεγχο.

Κυριακή Παππά,
Δικηγόρος, Μ.Δ.Ε., LL.M., PgD, Συνεργάτης της Δικηγορικής Εταιρείας «Γιαννατσής Ψαράκης»,
www.yiannatsis.gr