ΣτΕ 2866/2017 [Προϋποθέσεις απαλλαγής ΕΠΕ από τον Ε.Φ.Α., με σχόλιο Γ. Ευσταθόπουλου]

Απαλλαγή από τον ειδικό φόρο ακινήτων άρθρου 15 Ν 3091/2002

ΣτΕ 2866/2017 Τμ. Β΄

[Η περίληψη της απόφασης δημοσιεύθηκε στο τ. 3/ 2018, σελ. 274.]

Σχόλιο

Προϋποθέσεις απαλλαγής ΕΠΕ από τον Ε.Φ.Α., στην οποία συμμετέχει εταιρεία που εδρεύει σε χώρα εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, ακόμη κι αν είναι γνωστά τα φυσικά πρόσωπα που μετέχουν στην τελευταία και έχουν ΑΦΜ στην Ελλάδα

Ι. Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Με την υπ΄ αρ. 2866/2017 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ερμηνεύονται οι διατάξεις του Ν 3091/2002 υπό τον τίτλο «Ειδικός φόρος επί των ακινήτων», ως επίσης και οι διατάξεις του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (και δη του ισχύοντος για την ένδικη διαφορά Ν 2238/1994) που αφορούν στις νομικές οντότητες με έδρα σε χώρα εκτός της Ελλάδος.

Ειδικότερα, το ανώτατο ακυρωτικό Δικαστήριο της Χώρας ερμήνευσε τις ακόλουθες διατάξεις:

(α) Το άρθρο 15 του Ν 3091/2002, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 57 του Ν 3842/2010 και ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 92 παρ. 1 περ. ιε΄ του τελευταίου αυτού νόμου, από 1.1.2010, σύμφωνα με το οποίο ορίζονται τα ακόλουθα:

«1. Νομικά πρόσωπα και νομικές οντότητες της παρ. 3 του άρθρου 51Α του ΚΦΕ, που έχουν εμπράγματα δικαιώματα πλήρους ή ψιλής κυριότητας ή επικαρπίας σε ακίνητα τα οποία βρίσκονται στην Ελλάδα, καταβάλλουν ειδικό ετήσιο φόρο δεκαπέντε τοις εκατό (15%) επί της αξίας αυτών, όπως προσδιορίζεται στο άρθρο 17 του νόμου αυτού.

2. ...

3. Εξαιρούνται από τις διατάξεις της παραγράφου 1, εφόσον έχουν την έδρα τους σύμφωνα με το καταστατικό τους στην Ελλάδα ή σε άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης: α) Ανώνυμες εταιρείες που έχουν ονομαστικές μετοχές μέχρι φυσικού προσώπου ή που δηλώνουν τα φυσικά πρόσωπα που τις κατέχουν και με την προϋπόθεση ότι τα φυσικά πρόσωπα έχουν αριθμό φορολογικού μητρώου στην Ελλάδα, β) Εταιρείες περιορισμένης ευθύνης, εφόσον τα εταιρικά μερίδια ανήκουν σε φυσικά πρόσωπα ή εφόσον δηλώνουν τα φυσικά πρόσωπα στα οποία ανήκουν οι εταιρείες οι οποίες συμμετέχουν και με την προϋπόθεση ότι τα φυσικά πρόσωπα έχουν αριθμό φορολογικού μητρώου στην Ελλάδα. γ) Προσωπικές εταιρείες, εφόσον οι εταιρικές μερίδες ανήκουν σε φυσικά πρόσωπα ή εφόσον δηλώνουν τα φυσικά πρόσωπα στα οποία ανήκουν οι εταιρείες οι οποίες συμμετέχουν και με την προϋπόθεση ότι τα φυσικά πρόσωπα έχουν αριθμό φορολογικού μητρώου στην Ελλάδα. [...] Αν το σύνολο ή μέρος των ονομαστικών μετοχών, μεριδίων ή μερίδων των εταιρειών των ανωτέρω περιπτώσεων α΄, β΄, γ΄ ανήκει σε νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα που έχει την έδρα του σύμφωνα με το καταστατικό του σε άλλη εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης χώρα, απαιτείται, για να χορηγηθεί απαλλαγή, να συντρέχουν για το νομικό πρόσωπο ή τη νομική οντότητα οι προϋποθέσεις της παραγράφου 4 του ίδιου άρθρου [...].

4. Εξαιρούνται από την υποχρέωση της παραγράφου 1 εταιρείες που έχουν την έδρα τους, σύμφωνα με το καταστατικό τους, σε τρίτη χώρα εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και συντρέχουν οι αναφερόμενες στην παράγραφο 3 υπό στοιχεία α΄, β΄ και γ΄ περιπτώσεις, εφόσον υπάρχει σύμβαση διοικητικής συνδρομής για την καταπολέμηση της απάτης και της φοροδιαφυγής με τη χώρα της έδρας τους.

5. Η απόδειξη των νόμιμων προϋποθέσεων για την υπαγωγή του στις εξαιρέσεις των παραγράφων 2, 3 και 4 βαρύνει το πρόσωπο που τις επικαλείται.

6. [...] 7. [...] 8. [...]»

(β) Το άρθρο 51Α του ισχύοντος κατά τον κρίσιμο χρόνο Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, που προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 78 του Ν 3842/2010, στο οποίο παραπέμπει το προπαρατεθέν άρθρο 15 του Ν 3091/2002, όπως αντικαταστάθηκε, σύμφωνα με το οποίο δίδονται οι ακόλουθοι ορισμοί:

«1. Κράτος για την εφαρμογή του παρόντος κεφαλαίου νοείται το κράτος ή η περιοχή δικαιοδοσίας ή η υπερπόντια χώρα ή το έδαφος που τελεί υπό οιοδήποτε ειδικό καθεστώς σύνδεσης ή εξάρτησης κατά την έννοια του διεθνούς δικαίου.

2. Σύμβαση διοικητικής συνδρομής, για την εφαρμογή του παρόντος Κώδικα νοείται η διεθνής σύμβαση που επιτρέπει την ανταλλαγή όλων των πληροφοριών, που είναι απαραίτητες για την εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας των Συμβαλλόμενων Μερών.

3. Νομική οντότητα για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Κώδικα, θεωρείται κάθε νομικό πρόσωπο, οργανισμός, υπεράκτια ή εξωχώρια εταιρεία (offshore κ.λπ.), κάθε μορφής εταιρεία ιδιωτικών επενδύσεων (private investment company κ.λπ.), κάθε μορφής καταπίστευμα (trust, Anstalt κ.λπ.) ή οποιοδήποτε μόρφωμα παρόμοιας φύσης, κάθε μορφής ίδρυμα (foundation, Stiftung κ.λπ.) ή οποιοδήποτε μόρφωμα παρόμοιας φύσης, κάθε μορφή προσωπικής επιχείρησης ή οποιαδήποτε οντότητα προσωπικού χαρακτήρα, κάθε μορφής κοινή επιχείρηση, κάθε μορφής εταιρεία διαχείρισης κεφαλαίου ή περιουσίας ή διαθήκης ή κληρονομιάς ή κληροδοσίας ή δωρεάς, κάθε φύσης κοινοπραξία, κάθε μορφής εταιρεία αστικού δικαίου και κάθε άλλο πιθανό μόρφωμα εταιρικής οργάνωσης, ανεξαρτήτως νομικής προσωπικότητας και κερδοσκοπικού ή μη χαρακτήρα.

4. Μη συνεργάσιμα κράτη είναι εκείνα που (κατά την 1η Ιανουαρίου 2010 και εφεξής) δεν είναι κράτη - μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η κατάσταση τους σχετικά με τη διαφάνεια και την ανταλλαγή των πληροφοριών σε φορολογικά θέματα έχει εξεταστεί από τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟOΣΑ) και τα οποία (μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2010): α) δεν έχουν συνάψει με την Ελλάδα σύμβαση διοικητικής συνδρομής στο φορολογικό τομέα και β) δεν έχουν υπογράψει τέτοια σύμβαση διοικητικής συνδρομής με τουλάχιστον δώδεκα άλλα κράτη. Οι ανωτέρω προϋποθέσεις πρέπει να συντρέχουν αθροιστικά.

5. Τα μη συνεργάσιμα κράτη καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ύστερα από τη διαπίστωση των προϋποθέσεων της προηγούμενης παραγράφου και περιλαμβάνονται σε κατάλογο που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Ο κατάλογος δημοσιεύεται τον Ιανουάριο κάθε έτους ως εξής: α) Αφαιρούνται τα κράτη που μέχρι την ημερομηνία δημοσίευσης έχουν συνάψει με την Ελλάδα σύμβαση διοικητικής συνδρομής. β) Προστίθενται τα κράτη που: αα) ενώ έχουν συνάψει με την Ελλάδα σύμβαση διοικητικής συνδρομής, οι διατάξεις της εν λόγω σύμβασης ή η εφαρμογή τους δεν επέτρεψαν στην ελληνική φορολογική διοίκηση να λάβει τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την εφαρμογή των διατάξεων της φορολογικής νομοθεσίας, ββ) δεν έχουν συνάψει με την Ελλάδα σύμβαση διοικητικής συνδρομής, αν και η Ελλάδα είχε προτείνει, πριν την 1η Ιανουαρίου του προηγούμενου έτους, τη σύναψη τέτοιας σύμβασης. γ) Αφαιρούνται ή προστίθενται τα κράτη που δεν έχουν συνάψει με την Ελλάδα σύμβαση διοικητικής συνδρομής, στα οποία η Ελλάδα δεν είχε προτείνει τη σύναψη τέτοιας σύμβασης πριν την 1η Ιανουαρίου του προηγούμενου έτους και για τα οποία το Παγκόσμιο Φόρουμ για τη Διαφάνεια και την Ανταλλαγή των πληροφοριών σε φορολογικά θέματα που συστήθηκε με απόφαση του ΟΟΣΑ της 17ης Σεπτεμβρίου 2009, θεωρεί ότι αντίστοιχα προβαίνουν ή όχι στην ανταλλαγή όλων των πληροφοριών που είναι απαραίτητες για την εφαρμογή των φορολογικών νομοθεσιών των Συμβαλλόμενων Μερών. «Για το έτος 2010 ως μη συνεργάσιμα θεωρούνται τα κράτη που περιλαμβάνονται στην 1108437/2565/ΔΟΣ/15.11.2005 απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών (ΦΕΚ 1590 Β΄). Για το έτος 2011 ως μη συνεργάσιμα θεωρούνται τα κράτη που καθορίζονται ως τέτοια με την 1150236/ΔΟΣ/2010 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ 1805 Β΄).» (Τα δύο τελευταία εδάφια της παρ. 5 προστέθηκαν με το άρθρο 13 παρ. 1β Ν 3943/2011, ΦΕΚ Α΄ 66/31.3.2011).

6. Οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου σχετικά με τα μη συνεργάσιμα κράτη εφαρμόζονται για αυτά που προστίθενται στον κατάλογο της προηγούμενης παραγράφου, από την 1 η Ιανουαρίου του επομένου της δημοσίευσης έτους. Γι' αυτά που αφαιρούνται από τον κατάλογο, η εφαρμογή των διατάξεων παύει από τη δημοσίευσή του.

7. Για την εφαρμογή των διατάξεων του κεφαλαίου αυτού, το φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα θεωρείται ότι υπόκειται σε προνομιακό φορολογικό καθεστώς στο κράτος εκτός της Ελλάδας, ακόμη και αν η κατοικία ή η καταστατική ή η πραγματική έδρα του ή εγκατάσταση ευρίσκεται σε κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εάν σε αυτό το κράτος: α) δεν υπόκειται σε φορολογία ή, εάν υπόκειται, δεν φορολογείται εν τοις πράγμασι, ή β) υπόκειται σε φόρο επί των κερδών ή των εισοδημάτων ή του κεφαλαίου, «ίσος ή κατώτερος με τα εξήντα εκατοστά του φορολογικού συντελεστή» που θα οφειλόταν σύμφωνα με τις διατάξεις της ελληνικής φορολογικής νομοθεσίας, εάν ήταν κάτοικος ή είχε την έδρα του ή διατηρούσε μόνιμη εγκατάσταση κατά την έννοια του άρθρου 100 του παρόντος Κώδικα στην Ελλάδα.»

ΙΙ. Τα δεδομένα της κριθείσας φορολογικής διαφοράς

Τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως έχουν ως ακολούθως:

(α) ελληνική κεφαλαιουχική εταιρεία (ΕΠΕ) απέκτησε ένα ακίνητο στην Ελλάδα, της οποίας μοναδικός μέτοχος ήταν εταιρεία που έδρευε σε χώρα με προνομιακό φορολογικό καθεστώς

(β) η ελληνική εταιρεία δήλωσε στη φορολογική Αρχή αφενός την κυριότητά της επί του ακινήτου και αφετέρου την ανυπαρξία υποχρεώσεως καταβολής ειδικού φόρου ακινήτων (άλλως αιτήθηκε την απαλλαγή της από τον ειδικό φόρο ακινήτων) κατ' άρθρο 15 Ν 3091/2002

(γ) η φορολογική Αρχή, κατόπιν ελέγχου της άνω δηλώσεως, απεφάνθη ότι η ελληνική εταιρεία δεν εμπίπτει στις απαλλακτικές διατάξεις των παρ. 3 και 4 του άρθρου 15 Ν 3091/2002, καθόσον:

- ο μοναδικός της μέτοχος (ήτοι η αλλοδαπή εταιρεία με έδρα σε χώρα με προνομιακό φορολογικό καθεστώς) είχε κατά το κρίσιμο χρόνο μοναδικό μέτοχο αλλοδαπή εταιρεία με έδρα μη συνεργάσιμο κράτος, η οποία λειτουργούσε ως εταιρεία «trust»,

- ο μοναδικός δικαιούχος της τελευταίας ήταν φυσικό πρόσωπο, υπήκοος αλλοδαπής χώρας και είχε ΑΦΜ στην Ελλάδα. H ελληνική εταιρεία είχε προβεί στην δήλωση του φυσικού προσώπου που ήταν δικαιούχος της συμμετέχουσας εταιρίας εμπιστευματικής διαχειρίσεως (ήτοι της εταιρείας trust),

- η Ελλάδα δεν είχε συνάψει σύμβαση διοικητικής συνδρομής για την καταπολέμηση της απάτης και της φοροδιαφυγής με τη χώρα της έδρας της ως άνω τελευταίας εταιρείας (ήτοι της εταιρείας trust, η έδρα της οποίας βρισκόταν σε μη συνεργάσιμο κράτος).

ΙΙΙ. Η υπ΄ αρ. 2866/2017 απόφαση του Β΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας

Το Συμβούλιο της Επικρατείας ερμήνευσε τις άνω διατάξεις ως ακολούθως:

«6. Επειδή, όπως προκύπτει από τις προεκτεθείσες διατάξεις του άρθρου 15 του Ν 3091/2002, για την απαλλαγή των εταιριών περιορισμένης ευθύνης με καταστατική έδρα στην Ελλάδα ή άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως από τον ειδικό φόρο ακινήτων απαιτείται η συνδρομή σωρευτικώς των προϋποθέσεων και των δύο προπαρατεθεισών διατάξεων 3 και 4 του άρθρου 15, ήτοι να δηλώνονται τα φυσικά πρόσωπα στα οποία ανήκουν τα εταιρικά μερίδια αυτών ή στα οποία ανήκουν οι εταιρίες ή οι νομικές οντότητες οι οποίες συμμετέχουν άμεσα ή έμμεσα στην Ε.Π.Ε. (με τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στο τρίτο και τέταρτο από το τέλος εδάφιο της παρ. 3), τα φυσικά αυτά πρόσωπα να έχουν αριθμό φορολογικού μητρώου στην Ελλάδα και, επιπλέον, στην περίπτωση που οι συμμετέχουσες εταιρείες έχουν έδρα εκτός της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, να υπάρχει σύμβαση διοικητικής συνδρομής για την καταπολέμηση της απάτης και της φοροδιαφυγής με την χώρα της έδρας τους. Η πρόσθετη αυτή απαίτηση δεν αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας, διότι, αποβλέπουσα στην ανταλλαγή πληροφοριών προς εξακρίβωση και έλεγχο της ταυτότητας των φυσικών προσώπων που συμμετέχουν στις υποκείμενες στον φόρο εταιρείες, παρίσταται πρόσφορη και αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκομένου από το Ν 3091/2002 σκοπού δημοσίου συμφέροντος καταπολέμησης της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής και δεν είναι δυσανάλογη προς τον ως άνω ειδικότερο σκοπό της διακριβώσεως της αληθείας των υποβαλλομένων δηλώσεων στην περίπτωση που οι συμμετέχουσες στην υποκειμένη στον φόρο εταιρίες κ.λπ. έχουν έδρα εκτός της ΕΕ, αφού πληροφορίες σχετικά με το πραγματικό ιδιοκτησιακό καθεστώς αυτών δεν είναι δυνατόν να συλλεγούν παρά μόνον μέσω διαδικασιών αμοιβαίας συνδρομής των αρμοδίων φορολογικών αρχών των εμπλεκομένων κρατών (πρβλ. το προοίμιο της Οδηγίας 2011/16/ΕΕ, σχετικά με τη διοικητική συνεργασία στον τομέα της φορολογίας ...", ΕΕ L 64, που ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με το Ν 4170/2013, ΦΕΚ Α΄ 163).»

Με βάση τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς και την ερμηνεία των εφαρμοστέων διατάξεων, το ΣτΕ απεφάνθη ότι:

«...για την απαλλαγή εταιρείας περιορισμένης ευθύνης από τον ειδικό φόρο ακινήτων απαιτείται η συνδρομή όλων των προϋποθέσεων που τάσσονται από τις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 15 του Ν 3091/2002 και, συνεπώς, σε περίπτωση που στην εν λόγω εταιρία συμμετέχουν άμεσα ή έμμεσα εταιρείες ή νομικές οντότητες που έχουν την έδρα τους σε χώρα εκτός της Ευρωπαϊκής Ενώσεως απαιτείται, πέραν της δηλώσεως των φυσικών προσώπων στα οποία ανήκουν οι εν λόγω συμμετέχουσες εταιρείες ή νομικές οντότητες, η ύπαρξη συμβάσεως διοικητικής συνδρομής με την χώρα της έδρας αυτών, η πρόσθετη δε αυτή απαίτηση δεν αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας. Συνεπώς, τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την υπό κρίση είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.»

Περαιτέρω, το ΣτΕ απεφάνθη ότι:

«ο προταθείς με την προσφυγή της αναιρεσείουσας ισχυρισμός ότι η υπό του νόμου απαίτηση της δηλώσεως/αποκαλύψεως των φυσικών προσώπων που κατέχουν τα μερίδια των δηλουσών εταιρειών επιβάλλει, όσον αφορά ειδικώς την επιχειρηματική δραστηριότητα των εταιρειών εμπιστευματικής διαχειρίσεως, όπως η εταιρεία «...», περιορισμό αντίθετο προς τις διατάξεις των άρθρων 5 και 17 του Συντάγματος, αλλά και του ν. 3691/2008, ανεξαρτήτως του ότι είναι αβάσιμος (πρβλ. ΣτΕ 2810/2017), προβλήθηκε εν πάση περιπτώσει αλυσιτελώς, δοθέντος ότι, όπως εξετέθη ανωτέρω, η μεν αναιρεσείουσα είχε προβεί στην δήλωση του φυσικού προσώπου που φέρεται ως δικαιούχος της συμμετέχουσας εταιρίας εμπιστευματικής διαχειρίσεως «...», η δε υπαγωγή της στην επίμαχη φορολογία δεν στηρίχθηκε στην μη δήλωση/αποκάλυψη δικαιούχου φυσικού προσώπου, αλλά αυτοτελώς στην μη ύπαρξη συμβάσεως διοικητικής συνδρομής για την καταπολέμηση της απάτης και της φοροδιαφυγής με τη νήσο ..........., χώρα της έδρας της εταιρίας «...».

IV. Σχόλιο

Επιγραμματικά, τα κυριότερα σημεία της αποφάσεως του ΣτΕ είναι τα ακόλουθα:

(α) Κατά την ερμηνεία των τιθέμενων υπό των παραγράφων 3 και 4 άρ. 15 Ν 3091/2002 προϋποθέσεων απαλλαγής από τον ειδικό φόρο ακινήτων, απαιτείται να δηλώνονται τα στοιχεία των φυσικών προσώπων/εταίρων που κατέχουν μερίδια της ελληνικής εταιρείας αλλά και τα στοιχεία των φυσικών προσώπων στα οποία ανήκουν οι εταιρείες ή οι νομικές οντότητες που συμμετέχουν, άμεσα ή έμμεσα, στην ελληνική εταιρεία.

(β) Περαιτέρω, απαιτείται τα φυσικά αυτά πρόσωπα να διαθέτουν ΑΦΜ στην Ελλάδα.

Τις αναφερόμενες ανωτέρω προϋποθέσεις, η ελληνική εταιρεία τις είχε εκπληρώσει.

(γ) Τέλος, απαιτείται, στην περίπτωση που οι συμμετέχουσες (με άμεσο ή έμμεσο τρόπο) εταιρείες έχουν έδρα εκτός της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, να υπάρχει σύμβαση διοικητικής συνδρομής για την καταπολέμηση της απάτης και της φοροδιαφυγής με την χώρα της έδρας τους.

(δ) Εν προκειμένω, καίτοι η άμεσα συμμετέχουσα στην ΕΠΕ (και μοναδικός μέτοχος αυτής) αλλοδαπή εταιρεία ανήκε σε χώρα με προνομιακό φορολογικό καθεστώς και υφίστατο με αυτή σύμβαση διοικητικής συνδρομής για την καταπολέμηση της απάτης και της φοροδιαφυγής, εντούτοις η εμμέσως συμμετέχουσα στην ΕΠΕ αλλοδαπή εταιρεία (και μοναδικός μέτοχος της άνω αλλοδαπής εταιρείας σε κράτος συνεργάσιμο και προνομιακού φορολογικού καθεστώτος) ανήκε σε μη συνεργάσιμο κράτος, ήτοι κράτος που δεν είχε συνάψει με την Ελλάδα σύμβαση διοικητικής συνδρομής.

Το ΣτΕ έκρινε ως νόμιμη την υπαγωγή της ελληνικής εταιρείας στην επίμαχη φορολογία, εκ του λόγου της ανυπαρξίας συμβάσεως διοικητικής συνδρομής για την καταπολέμηση της απάτης και της φοροδιαφυγής με το μη συνεργάσιμο κράτος, στο οποίο εδρεύει η εμμέσως συμμετέχουσα αλλοδαπή εταιρεία (εταιρεία trust), και επομένως λόγω μη εκπλήρωσης σωρευτικώς όλων των τιθέμενων υπό των παρ. 3 και 4 του άρθρου 15 Ν 3091/2002 προϋποθέσεων για την απαλλαγή.

Εν κατακλείδι, το θεωρητικό υπόβαθρο της ως άνω φορολογικής αντιμετωπίσεως παρέχεται από τις αιτιολογικές εκθέσεις των Ν 3091/2002 και 3842/2010, ως επίσης και την υπ' αρ. 2810/2017 απόφαση του (Βʼ τμήματος) του ΣτΕ (η οποία μνημονεύεται στην άνω απόφαση), σύμφωνα με την οποία, για την αναδρομική αύξηση του ειδικού φόρου, από 3% σε 15%, κρίθηκε ότι (η αύξηση αυτή) δεν αντίκειται στο Σύνταγμα και δη στα άρθρα: i) 4 παρ. 5 (συνεισφορά πολιτών χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη ανάλογα με τις δυνάμεις τους), ii) 5 παρ. 1 (δικαίωμα πολιτών για συμμετοχή στην κοινωνική και οικονομική ζωή της χώρας) και iii) 17 (η περιουσία τελεί υπό την προστασία του κράτους), ως επίσης και ότι δεν προσκρούει στις προστατευτικές της περιουσίας διατάξεις της Ε.Σ.Δ.Α.

Ειδικότερα, το ΣτΕ (με την υπ΄ αρ. 2810/2017 απόφασή του) απεφάνθη τα ακόλουθα:

«... με τις διατάξεις αυτές ο νομοθέτης επεδίωξε να επιβαρύνει με τον ένδικο ειδικό φόρο επί των ακινήτων όχι όλες ανεξαιρέτως τις εταιρείες, αλλά εκείνες μόνον τις εταιρείες, οι οποίες, μη "επιθυμώντας" την "αποκάλυψη" στις φορολογικές αρχές της ταυτότητας των πραγματικών κυρίων των ακινήτων τους, καθιστούν τελικώς ανέφικτo τoν εκ μέρους των φορολογικών αρχών έλεγχο φυσικών προσώπων υποκειμένων κατʼ αρχήν σε φορολογία στην Ελλάδα, λειτουργώντας έτσι ως οχήματα φοροαποφυγής, με αποτέλεσμα την απόκρυψη φορολογικής ύλης κτηθείσης από τα πρόσωπα αυτά (μη αποκάλυψη φορολογητέων γεγονότων, παράκαμψη της νομοθεσίας περί "πόθεν έσχες" κ.λπ.) και την αποφυγή της πληρωμής των αναλογούντων σε αυτήν φορολογικών επιβαρύνσεων, κατά παράβαση της θεσπιζομένης με το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος αρχής της ισότητας ενώπιον των δημοσίων βαρών. Περαιτέρω, από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι ο νομοθέτης, θεσπίζοντας τον ένδικο ειδικό φόρο επί των ακινήτων, απέβλεψε στον καθορισμό της πραγματικής αγοραίας αξίας αυτών ως βάσης επιβολής του φόρου ...

Επειδή, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα - και λαμβάνοντας ειδικότερα υπʼ όψιν τα εξής: α) τον επιτακτικό σκοπό δημοσίου συμφέροντος που επιδιώκεται με την θέσπιση του ένδικου ειδικού φόρου επί των ακινήτων και είναι η πάταξη της φοροαποφυγής, η οποία (φοροαποφυγή) πραγματοποιείται μέσω της κτήσεως από «εξωχώριες εταιρείες» ακινήτων για λογαριασμό πράγματι φυσικών προσώπων, που διαφεύγουν κατʼ αυτό τον τρόπο τον φορολογικό έλεγχο, β) το ότι οι κατʼ αρχήν υπόχρεοι στην καταβολή του δύνανται, πάντως, να απαλλαγούν ευχερώς από αυτόν είτε παρέχοντας στις φορολογικές αρχές τις "πληροφορίες" που απαιτεί ο νόμος, ώστε να υπαχθούν σε μία από τις προβλεπόμενες από αυτόν πάγιες εξαιρέσεις, είτε μεταβιβάζοντας το σχετικό ακίνητο κατά τους όρους των προαναφερθεισών μεταβατικών διατάξεων, γ) το ότι η μη "αποκάλυψη" της ταυτότητας των πραγματικών κυρίων των ακινήτων (και κατʼ ακολουθίαν η μη αποκάλυψη της πραγματικά οφειλόμενης συνεισφοράς για τη δημιουργία δημοσίων εσόδων των αληθών κυρίων των ακινήτων) αποτελεί μεν το κριτήριο επιβολής του φόρου, ο οποίος, όμως, έχει ως αντικείμενο την ακίνητη περιουσία των βαρυνομένων που αποτελεί αντικειμενικό φοροδοτικό κριτήριο, δ) ... ε) ... η επιβολή του ένδικου ειδικού φόρου επί των ακινήτων δεν υπερβαίνει τα όρια της κατά το Σύνταγμα διακριτικής ευχέρειας του νομοθέτη να διαμορφώνει εκάστοτε το οικείο φορολογικό σύστημα και να καθορίζει τον ενδεδειγμένο τρόπο φορολόγησης διαφόρων κατηγοριών φορολογουμένων και φορολογικών στοιχείων ούτε ως προς τον προσδιορισμό του κύκλου των (τελικώς πράγματι) βαρυνομένων προσώπων, ο οποίος, εν όψει των ανωτέρω, δεν παρίσταται αυθαίρετος, ούτε ως προς τον καθορισμό της βάσης της φορολογικής επιβάρυνσης, δηλαδή το αντικείμενο του φόρου, ούτε ως προς το ύψος του και τον καθορισμό της φορολογητέας αξίας των υπαγόμενων στον φόρο αυτόν ακινήτων. Και ναι μεν, με τον Ν 3842/2010, το ύψος του φορολογικού συντελεστή αυξήθηκε σημαντικά, και μάλιστα αναδρομικώς από 1.1.2010 από 3% σε 15% επί της αξίας των ακινήτων, με στόχο, κατά τα αναφερόμενα στην αιτιολογική έκθεση του τελευταίου αυτού νόμου, "τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας του νομικού πλαισίου που περιβάλλει τα ακίνητα των εξωχωρίων εταιρειών", ποσοστό που είναι, πράγματι, ιδιαίτερα υψηλό, πλην, εν όψει αφενός μεν του ως άνω επιτακτικού σκοπού δημοσίου συμφέροντος που εξυπηρετεί η θέσπιση του ένδικου φόρου και αφετέρου της δυνατότητας των κατʼ αρχήν υποχρέων στον φόρο να απαλλαγούν από αυτόν είτε βάσει των παγίων εξαιρετικών διατάξεων του νόμου (παρέχοντας δηλαδή στη φορολογική αρχή τις αναγκαίες "πληροφορίες" για τους πραγματικούς κυρίους των ακινήτων) είτε βάσει της μεταβατικής διάταξης του άρθρου 58 του ανωτέρω Ν 3842/1010 (που προϋποθέτει, πάντως, τη μεταβίβαση των αποτελούντων το αντικείμενο του φόρου ακινήτων σε φυσικά πρόσωπα εντός ορισμένης προθεσμίας), δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η επιβολή της ως άνω υψηλής επιβάρυνσης αναιρεί και μάλιστα κατά τρόπο προφανή τη σχέση αναλογικότητας που επιβάλλεται να υπάρχει ανάμεσα στους επιδιωκόμενους με την πιο πάνω ρύθμιση σκοπούς και το επιβαλλόμενο με αυτήν βάρος ή, περαιτέρω, ότι γεννάται ζήτημα αντιθέσεως προς την αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης των φορολογουμένων ως εκ της αναδρομικής αυξήσεως του φορολογικού συντελεστή, μέσα στα όρια ωστόσο της επιτρεπόμενης κατά το Σύνταγμα αναδρομής, με γενικό πάντως κανόνα, κατά πέντε φορές. Υπό τα δεδομένα αυτά, με την επιβολή του ένδικου ειδικού φόρου επί των ακινήτων δεν τίθεται ούτε ζήτημα υπέρμετρης επιβάρυνσης της ιδιοκτησίας ή επέμβασης στην περιουσία των βαρυνομένων δυσανάλογη σε σχέση με τον ανωτέρω επιδιωχθέντα από τον νομοθέτη σκοπό ή ζήτημα υπέρμετρου περιορισμού της επιχειρηματικής ελευθερίας των υποχρέων, ο οποίος να θίγει τον πυρήνα του δικαιώματος για την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας (πρβλ. ΣτΕ 2531/2013, 1014/2011, 3665/2005 Ολομ., 1340/2003, 4175/1998 Ολομ.) και, κατʼ ακολουθίαν, δεν παραβιάζονται οι προαναφερθείσες συνταγματικές διατάξεις και αρχές ή οι προστατευτικές της περιουσίας διατάξεις της ΕΣΔΑ».

Γεώργιος Σπ. Ευσταθόπουλος, Δικηγορικό Γραφείο Γεωργίου Σπ. Ευσταθόπουλου και Συνεργατών www.efstathopoulos-law.gr