ΣτΕ 1364/2017 Τμ. Β΄ [Υποβολή εκπρόθεσμης φορολογικής δήλωσης μετά την εντολή ελέγχου της φορολογικής διοίκησης, με σχόλιο Κ. Παππά]

ΣτΕ 1364/2017 Τμ. Β΄

[Η περίληψη της απόφασης δημοσιεύθηκε στο τεύχος 10/2017 Επιχείρησης, σελ. 886.]

Σχόλιο

Το Συμβούλιο της Επικρατείας κλήθηκε εν προκειμένω στο πλαίσιο άσκησης αίτησης αναίρεσης από το Ελληνικό Δημόσιο να κρίνει εάν είναι δυνατή η υποβολή, υπό το καθεστώς του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (Ν 4174/2013, εφεξής ΚΦΔ) εκπρόθεσμης φορολογικής δηλώσεως μετά την έκδοση εντολής ελέγχου από τη φορολογική αρχή.

Ισχύουσα φορολογική νομοθεσία (άρθρα 18 και 19 ΚΦΔ)

Το άρθρα 18 (τιτλοφορούμενο: «υποβολή φορολογικής δήλωσης») ΚΦΔ προβλέπει ότι:

«Ο υπόχρεος σε υποβολή φορολογικών δηλώσεων υποβάλλει τις φορολογικές δηλώσεις στη Φορολογική Διοίκηση κατά το χρόνο που προβλέπεται από την οικεία φορολογική νομοθεσία. Εκπρόθεσμη φορολογική δήλωση υποβάλλεται οποτεδήποτε μέχρι την έκδοση εντολής ελέγχου από τη Φορολογική Διοίκηση ή μέχρι την παραγραφή του δικαιώματος της Φορολογικής Διοίκησης για έλεγχο της αρχικής δήλωσης με όλες τις συνέπειες περί εκπρόθεσμης δήλωσης» και κατʼ όμοιο τρόπο το άρθρο 19 ΚΦΔ (τιτλοφορούμενο «τροποποιητικής υποβολή φορολογικής δήλωσης») προβλέπει ότι:

«1. Αν ο φορολογούμενος διαπιστώσει, ότι η φορολογική δήλωση που υπέβαλε στη Φορολογική Διοίκηση περιέχει λάθος ή παράλειψη, υποχρεούται να υποβάλει τροποποιητική φορολογική δήλωση. 2. Αν ο φορολογούμενος υποβάλει τροποποιητική φορολογική δήλωση εντός της προθεσμίας υποβολής της αρχικής φορολογικής δήλωσης, τότε και η τροποποιητική φορολογική δήλωση επέχει θέση αρχικής δήλωσης και θεωρείται ότι και οι δύο, αρχική και τροποποιητική έχουν υποβληθεί εμπρόθεσμα. 3. Τροποποιητική φορολογική δήλωση υποβάλλεται οποτεδήποτε μέχρι την έκδοση εντολής ελέγχου από τη Φορολογική Διοίκηση ή μέχρι την παραγραφή του δικαιώματος της Φορολογικής Διοίκησης για έλεγχο της αρχικής δήλωσης με όλες τις συνέπειες περί εκπρόθεσμης δήλωσης».

Ερμηνεία φορολογικών δικονομικών διατάξεων

Οι φορολογικές διατάξεις διακρίνονται σε ουσιαστικές, που ρυθμίζουν τα ουσιώδη στοιχεία του φόρου, όπως ορίζονται στο άρθρο 78 του Συντάγματος[1] και σε διαδικαστικές, που ρυθμίζουν τη φορολογική διαδικασία. Οι τελευταίες διακρίνονται περαιτέρω σε διαδικαστικές διατάξεις stricto sensu, που περιλαμβάνουν τις πράξεις που διενεργούνται ενώπιον της Φορολογικής Διοίκησης στο πλαίσιο της φορολογικής έννομης σχέσης και σε διαδικαστικές διατάξεις με την ευρεία έννοια, οι οποίες περιλαμβάνουν τις δικονομικές διατάξεις, που ρυθμίζουν τη διαδικασία ενώπιον των δικαστηρίων που εκδικάζουν φορολογικές διαφορές[2]. Ο χαρακτηρισμός μιας διάταξης ως ουσιαστικής ή δικονομικής επαφίεται στον εφαρμοστή του δικαίου, δηλαδή στα Δικαστήρια.

Οι διαδικαστικές φορολογικές διατάξεις (stricto sensu και δικονομικές) εξαιρούνται από την αρχή της στενής ερμηνείας διότι δεν εμπίπτουν στον περιορισμό του άρθρου 78 του Συντάγματος και στις εκεί κατοχυρωμένες αρχές της νομιμότητας και της περιορισμένης αναδρομικότητας του φόρου[3]. Για αυτές ακολουθούνται όλες οι συνήθεις ερμηνευτικές οδοί και είναι δυνατή όχι μόνο η διασταλτική αλλά ακόμα και η αναλογική ερμηνεία τους[4].

Η κρίση του ΣτΕ

Το Συμβούλιο της Επικρατείας με συνοπτική αλλά περιεκτική αιτιολογία έκρινε ότι είναι δυνατή η εκπρόθεσμη φορολογική δήλωση είναι έγκυρη παράγουσα τα έννομα αποτελέσματα της εφόσον υποβληθεί έως την γνωστοποίηση - και όχι έως την έκδοση - της οικείας έκθεσης ελέγχου.

Η επίμαχη αιτιολογία της απόφασης με την οποία ερμηνεύεται το αληθές νόημα της διάταξης του άρθρου 18 Κ.Φ.Δ. έχει ως εξής (βλ. σκέψη 5):

«Επειδή, η διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 18 του Ν 4174/2013 αποβλέπει προφανώς στην ενθάρρυνση της οικειοθελούς συμμορφώσεως του φορολογουμένου προς τις φορολογικές του υποχρεώσεις και στην κατά τον τρόπο αυτόν εξασφάλιση της εξυπηρετούσης το δημόσιο συμφέρον ταχύτερης εισπράξεως των οφειλομένων φόρων, χωρίς την καθυστέρηση που συνεπάγεται η διενέργεια ελέγχου για την διαπίστωση της φορολογικής υποχρεώσεως, η έκδοση σχετικής πράξεως και το ενδεχόμενο διοικητικής ή και δικαστικής αμφισβητήσεως αυτής, καθώς και η επιβάρυνση του φορολογουμένου με πρόσθετους φόρους, η οποία ενδεχομένως θα επιδείνωνε την οικονομική του κατάσταση και θα έθετε σε κίνδυνο την δυνατότητά του να ανταποκριθεί στις φορολογικές του υποχρεώσεις. Ενόψει του ως άνω επιδιωκομένου με την προαναφερθείσα διάταξη δημοσίου συμφέροντος σκοπού, η έννοια αυτής, παρά την γραμματική της διατύπωση, είναι ότι εκπρόθεσμη φορολογική δήλωση υποβάλλεται οποτεδήποτε μέχρι όχι απλώς την έκδοση εντολής ελέγχου από την φορολογική διοίκηση αλλά την κοινοποίηση αυτής στον φορολογούμενο. Άλλωστε, ενόψει της αρχής της φανεράς δράσεως της Διοικήσεως, δεν μπορεί το χρονικό όριο εντός του οποίου μπορεί ο φορολογούμενος να ασκήσει δικαίωμά του να εξαρτάται από γεγονός άγνωστο σ' αυτόν, όπως είναι η έκδοση εντολής ελέγχου. Εξάλλου, η υποβολή της δηλώσεως δεν αποκλείει την διενέργεια στην συνέχεια ελέγχου προς διαπίστωση της ακρίβειας αυτής».

Κριτική θεώρηση

Εν προκειμένω, το ΣτΕ προσέφυγε σε - βάσει των ανωτέρω επιτρεπτή - διορθωτική τελολογική διασταλτική ερμηνεία της δικονομικής φορολογικής διάταξης του άρθρου 18 του ΚΦΔ.

Επί της ουσίας έκρινε ότι η προσήλωση στο γράμμα της διάταξης («μέχρι την έκδοση εντολής ελέγχου») στερεί αυτή (ενν. διάταξη) από τον επιδιωκόμενο σκοπό της, ο οποίος είναι αφενός να ενθαρρύνει τον φορολογούμενο να συμμορφωθεί οικειοθελώς προς τις φορολογικές του υποχρεώσεις χωρίς την απειλή δυσβάστακτων οικονομικά κυρώσεων και αφετέρου η εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος δια της εξασφάλισης της ταχύτερης είσπραξης δημοσίων εσόδων (φόρων).

Περαιτέρω, αναγκαίως ελήφθησαν υπόψη οι συνθήκες υπό τις οποίες ο ανωτέρω σκοπός αυτός υπαγορεύτηκε. Υπό τις δεδομένες γνωστές σε όλους οικονομικές συνθήκες, οι οποίες έχουν, αν όχι επιδεινωθεί, παραμείνει τουλάχιστον για τον φορολογούμενο αμετάβλητες ενώ, παράλληλα, ο μηχανισμός ελέγχου και είσπραξης από τη φορολογική διοίκηση αδιαμφισβήτητα αντιμετωπίζει δυσκολίες στην υλοποίηση του έργου του, τυχόν προσκόλληση στη γραμματική διατύπωση της διάταξης θα αναιρούσε τον σκοπό της θέσπισής της. Για αυτό το λόγο ήταν επιτακτική από το Δικαστήριο η διεύρυνση του γλωσσικού ορίου της επίμαχης διάταξης αφού ο νομοθέτης εκφράστηκε στενότερα από τον σκοπό της.

Όμοια, σαφώς, ερμηνεία με αυτή της διάταξης του άρθρου 18 ΚΦΔ ως προς το επίμαχο σημείο του χρονικού ορίου της υποβολής φορολογικής δήλωσης πρέπει να δοθεί και σε αυτή της διάταξης του άρθρου 19 ΚΦΔ. Προς την μονόδρομη κατεύθυνση αυτή οδηγεί και η αιτιολογική έκθεση του Ν 4174/2013 η οποία ορίζει ότι «Με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού προβλέπεται η προθεσμία υποβολής της τροποποιητικής φορολογικής δήλωσης και συγκεκριμένα ορίζεται ότι αυτή υποβάλλεται οποτεδήποτε μέχρι την κοινοποίηση εντολής ελέγχου από τη Φορολογική Διοίκηση ή μέχρι την παραγραφή του δικαιώματος της Φορολογικής Διοίκησης για έλεγχο της αρχικής δήλωσης». Επομένως, βάσει και της ιστορικής ερμηνείας η βούληση του νομοθέτη δεν ήταν άλλη παρά ο φορολογούμενος να υποχρεούται σε υποβολή τροποποιητικής δήλωσης με απώτατο χρονικό σημείο την κοινοποίηση σε αυτόν εντολής ελέγχου.

Κυριακή Παππά, Δικηγόρος, ΜΔΕ Αστικού Δικαίου, LL.M. International and Shipping Law, PgD Tax Law (OPA)

[1]. Ε. Θεοχαροπούλου, Η κατά χρόνο εφαρμογή των φορολογικών νόμων βάσει της διάκρισης μεταξύ ουσιαστικών και διαδικαστικών διατάξεων υπό το φως της νομολογίας του ΣτΕ, ΔΦΝ 2011, σ. 709.

[2]. Α. Τσουρουφλής, Η διάκριση μεταξύ ουσιαστικών και διαδικαστικών φορολογικών διατάξεων, ΔΕΕ 2/2016, Α. Μάλλιου, Η διάκριση ουσιαστικών και διαδικαστικών φορολογικών διατάξεων στην περίπτωση της ρύθμισης του άρθρου 15 Ν 3888/2010 για τη φορολογική μεταχείριση της «προσαύξησης περιουσίας», ΔΦΝ, Τόμος 70.

[3]. Φωτοπούλου, Ερμηνεία και εφαρμογή φορολογικών νόμων, ΔΦΝ 1977, σ. 1191. βλ. ό.π. Α. Τσουρουφλής, Α. Μάλλιου και Κ. Φινοκαλιώτη, Φορολογικό δίκαιο, Φορολογικό Δίκαιο, Εʼ έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, σελ. 104.

[4]. Βλ. ό.π. Α. Τσουρουφλής