Η φοροδοτική ικανότητα του πολίτη, το ΣτΕ και ο ΕΝΦΙΑ

Μία σημαντική παρερμηνεία της έννοιας «φοροδοτική ικανότητα», σε σχέση με την  ακίνητη περιουσία, δυστυχώς, καταγράφεται τα τελευταία χρόνια, κυρίως μετά τις αποφάσεις που έλαβαν διάφορες κυβερνήσεις για την συστηματική φορολόγησή της, ως η απλή κατοχή και διατήρησή της από τον πολίτη, να είναι και πηγή πλούτου.

Το «Φορολογικό Δίκαιο» διδάσκει ότι ένα βασικό αξίωμα, μια βασική αρχή της Φορολογίας, που αποτελεί άλλωστε και συνταγματική επιταγή, είναι η «αρχή της φορολογικής ισότητας». Σύμφωνα με την αρχή αυτή, σε φορολογία πρέπει να υπόκεινται άπαντες οι πολίτες, αναλόγως της οικονομικής αντοχής τους. Ωστόσο, η αρχή της φορολογικής ισότητας, περιλαμβάνει στην έννοιά της δύο περαιτέρω αρχές: αυτήν της καθολικότητας του φόρου και αυτήν της φοροδοτικής ικανότητας.

Καθολικότητα του φόρου (διατυπώθηκε για πρώτη φορά από τον Άνταμ Σμιθ)  σημαίνει ότι η φορολογική υποχρέωση είναι γενική, επιβαλλόμενη βάσει γενικών κανόνων και κριτηρίων, απαγορευμένων των εξαιρέσεων, πλην εκείνων με κοινωνικά χαρακτηριστικά, σε κάθε περίπτωση, απολύτως καθορισμένων (π.χ. ειδική αντιμετώπιση των ατόμων με υψηλό βαθμό αναπηρίας κ.λπ.).

Στη συνέχεια, Φοροδοτική ικανότητα είναι η δυνατότητα του κάθε οικονομούντος ατόμου να συνεισφέρει στα κοινά, δηλαδή ο βαθμός της συμμετοχής του στη συγκέντρωση των φορολογικών εσόδων του κράτους. Δεν θα μείνουμε στο γεγονός ότι τα φορολογικά συστήματα που εφαρμόζονται πρέπει να είναι δίκαια κ.λπ. Είναι μια άλλη συζήτηση. Μένουμε στους παράγοντες που προσδιορίζουν την φοροδοτική ικανότητα και πώς αυτοί πρέπει να διαφοροποιούνται μεταξύ των πολιτών, ώστε να επέρχεται η φορολογική ισότητα, την οποία επιθυμεί και ο συνταγματικός νομοθέτης. Σημειώνεται πάντως, ότι η φοροδοτική ικανότητα δεν πρέπει να συνδέεται με την υποχρέωση που έχει το κράτος να προσφέρει υπηρεσίες στον πολίτη.  

Στο Πανεπιστήμιο διδαχθήκαμε ότι «κατά την αρχή της φοροδοτικής ικανότητας, η φορολογία εκάστου προσώπου πρέπει να γίνεται αναλόγως των εισοδημάτων του ή της οικονομικής του αντοχής». 

Οι παράγοντες λοιπόν που προσδιορίζουν το μέγεθος της φοροδοτικής ικανότητας, όπως αναφέρουν και τα σχετικά συγγράμματα, είναι αρχικώς το εισόδημα και ακολούθως η κατανάλωση και η περιουσία. Ας εξετάσουμε τους τρεις αυτούς παράγοντες.

Το εισόδημα και το μέγεθός του, είναι χωρίς αντίρρηση ο κατεξοχήν ασφαλής και δίκαιος παράγοντας για την επιβολή φορολογίας (άμεση φορολογία). Απομένει να εξευρεθεί και να επιλεγεί το κατάλληλο φορολογικό σύστημα (π.χ., μία ενιαία προοδευτική κλίμακα φορολογίας), πάντως όχι αυτό που επιβλήθηκε με τον Ν 4172/2013 (ΚΦΕ), όπου η φορολόγηση των εισοδημάτων  διαφοροποιείται αναλόγως προς την προερχόμενη πηγή, γεγονός που, κατά την γνώμη μου,  καθιστά το σύστημα άδικο και ευθέως αντίθετο με τις αρχές της φορολογικής δικαιοσύνης και ισότητας. Είναι μια άλλη συζήτηση, όπως ήδη σημείωσα πιο πάνω.

Η κατανάλωση είναι ο δεύτερος προσδιοριστικός παράγοντας της φοροδοτικής ικανότητας. Εδώ επιβάλλεται η έμμεση φορολογία, η οποία υλοποιείται και έτσι επιτυγχάνεται ο στόχος της συγκέντρωσης εσόδων από το κράτος, μόνο εφόσον ο πολίτης καταναλώνει. Τα δίκαιον του πράγματος, κατά την επιβολή έμμεσης φορολογίας, έγκειται στην επιλογή των κατάλληλων συντελεστών φόρου (ΦΠΑ, ή λοιπών έμμεσων φόρων), ώστε να καθίσταται δυνατή η αγορά αγαθών ή η λήψη υπηρεσιών πρώτης ανάγκης, από τους πολίτες που δεν διαθέτουν υψηλά εισοδήματα. Ας μην παραβλέπουμε ότι τα ποσά που οδηγούνται στην κατανάλωση, είναι το μεγαλύτερο μέρος των εισοδημάτων του πολίτη, το οποίο έχει ήδη φορολογηθεί με την άμεση φορολογία.

Ο τρίτος προσδιοριστικός παράγοντας της φοροδοτικής ικανότητας είναι η περιουσία. Περιουσία είναι αποθηκευμένος πλούτος, σε διάφορες μορφές, που ο πολίτης επέλεξε να μετασχηματίσει μέρος των εισοδημάτων του.

Παράδειγμα πρώτο: Ο πολίτης επιλέγει να τοποθετήσει μέρος των εισοδημάτων του, που απέμεινε μετά την άμεση φορολογία και την κατανάλωση, στην αποταμίευση. Η αποταμίευση όμως δημιουργεί ένα εισόδημα, δεδομένου ότι η τράπεζα που δέχεται και αξιοποιεί τις καταθέσεις των πολιτών, καταβάλλει τόκους. Το κράτος λοιπόν έρχεται, ορθώς και φορολογεί το εισόδημα των τόκων. Πώς θα φαινόταν, αν το κράτος φορολογούσε και την περιουσία, δηλαδή τις καταθέσεις μας; Εντελώς, παράλογο!

Παράδειγμα δεύτερο: Ο πολίτης επιλέγει (στην ουσία, επέλεξε τα προηγούμενα χρόνια) να τοποθετήσει τα εισοδήματά του στην αγορά ή ανέγερση ακινήτου, δηλαδή σε μια άλλης μορφής περιουσία. Εδώ έχουμε φορολογία κεφαλαίου, δηλαδή φόρους που καταβάλλονται κατά τις μεταβιβάσεις των ακινήτων κ.λπ. Απολύτως ορθό και λογικό. Στη συνέχεια ο πολίτης επιλέγει, αφού ήδη έχει καλύψει τις δικές του στεγαστικές ανάγκες, να εκμισθώσει το ακίνητο για να έχει ένα πρόσθετο εισόδημα από μισθώματα. Θεωρητικά (αλλά συνήθως, και πρακτικά) αυξάνει την φοροδοτική του ικανότητα, συνεπώς επί του εισοδήματος των ενοικίων θα κληθεί να καταβάλει επιπλέον φόρους. Πώς φαίνεται τώρα, που ο πολίτης καλείται να καταβάλει και μέρος της περιουσίας του, μέσω του ΕΝΦΙΑ και μάλιστα σε σταθερή ετήσια βάση; Αφήστε δε την περίπτωση, που το ακίνητο μπορεί να είναι ένα και μοναδικό, για την δική του στέγαση, οπότε δεν υπάρχει ούτε εισόδημα από μισθώματα.

Θα πει κάποιος, ότι μπορεί να αυξάνεται η αξία του ακινήτου (όχι πάντως σε αυτή την χρονική συγκυρία), άρα μεγαλώνει ο πλούτος του ιδιοκτήτη. ΟΚ! Ο πλούτος αυτός θα φορολογηθεί όταν υπάρξει κάθε μορφής μεταβίβαση (πώληση, γονική παροχή, κληρονομιά κ.λπ.). Ο ΕΝΦΙΑ, αλλά και κάθε μορφής φορολογία της ακίνητης περιουσίας σε προηγούμενες εποχές (ΦΜΑΠ, ΕΤΑΚ, ΦΑΠ, ΕΕΤΗΔΕ κ.λπ.), δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μία διέξοδος του κράτους να συμπληρώσει τα  δημοσιονομικά του έσοδα, μπροστά στην αδυναμία του και στην διαχρονική παθογένεια να πατάξει την φοροδιαφυγή. Φανταστείτε, ότι το 1/10 των φόρων που διαφεύγουν, αν μπορούσε να συλληφθεί, δεν θα υπήρχε ανάγκη να επιβληθεί ΕΝΦΙΑ. Ωστόσο, αυτό δεν νομιμοποιεί τις ενέργειες των κυβερνήσεων να επιβάλλουν έναν τέτοιο φόρο, πολύ δε περισσότερο όταν έχουν πει ψέματα σχετικώς με τον τρόπο επιβολής του, ή με την κατάργησή του, ή έστω την ορθολογικότερη διαχείρισή του.

Στην ουσία, ο ΕΝΦΙΑ εξομοιώνεται με έναν άμεσο φόρο, σε σταθερή βάση, δηλαδή έναν φόρο εισοδήματος, χωρίς όμως να υπάρχει εισόδημα. Το επιχείρημα ότι και σε άλλες χώρες υπάρχει ο φόρος στην ακίνητη περιουσία, με αυτή την μορφή, δεν ισχύει, δεδομένου ότι (τουλάχιστον, εξ όσων γνωρίζω) πρόκειται για ανταποδοτικό φόρο που εισπράττουν οι τοπικές κοινότητες και έχει ως στόχο την βελτίωση των περιβαλλοντολογικών συνθηκών και την ανάδειξη - εξυπηρέτηση των ακινήτων. Τέτοιες όμως επιβαρύνσεις, ήδη καταβάλλει και ο πολίτης στην χώρα μας, που είναι και χρήστης του ακινήτου, μέσω του λογαριασμού της παροχής ηλεκτρικού ρεύματος.

Τέλος δεν θα μπορούσα να μην αναφερθώ και στις αποφάσεις του ΣτΕ (ΟλΣτΕ 532/2015 και ΟλΣτΕ 172/2012), τις οποίες «αξιοποιεί» καταλλήλως και το πολιτικό σύστημα, και από τις οποίες προκύπτει ότι: «ο νομοθέτης είναι ελεύθερος να καθορίζει τις διάφορες μορφές των οικονομικών επιβαρύνσεων για τη δημιουργία δημοσίων εσόδων προς κάλυψη των δαπανών του Κράτους και πως αντικείμενο φορολογικής επιβάρυνσης μπορούν να αποτελέσουν όχι μόνο το εισόδημα, αλλά αυτοτελώς και η περιουσία, οι δαπάνες ή οι συναλλαγές». Άρα, κατά την άποψη του αρμόδιου αναπληρωτή υπουργού, πριν μερικές ημέρες: «Η φοροδοτική ικανότητα σε αυτή την περίπτωση απορρέει από αυτή καθεαυτή την κατοχή της ανωτέρω ακίνητης περιουσίας ως φορολογητέας ύλης (άλλως πηγής πλούτου) διαφορετικής από το εισόδημα. Ως εκ τούτου, ούτε η ύπαρξη προσόδου από το φορολογηθέν ακίνητο αποτελεί προϋπόθεση ή κριτήριο υπαγωγής στον ΕΝΦΙΑ ούτε η μη συνεκτίμηση, κατά την επιβολή του φόρου επί των ακινήτων, της υπάρξεως ή μη εισοδήματος από το βαρυνόμενο ακίνητο συνιστά, μόνη αυτή, παράβαση της συνταγματικής αρχής της ίσης, αναλόγως της φοροδοτικής ικανότητας εκάστου, επιβαρύνσεως».

Κατά την γνώμη μου, πρόκειται για μία ερμηνεία «κατά πώς μας βολεύει», αφού όπως ήδη απέδειξα πιο πάνω, η περιουσία δεν μπορεί να αποτελέσει φορολογική βάση για την επιβολή μιας ιδιότυπης άμεσης φορολογίας, χωρίς την ύπαρξη εισοδήματος. Οι δε αποφάσεις του ανώτατου δικαστηρίου, με όλο τον σεβασμό, έρχονται σε αντίθεση με ό,τι διδάσκει το Φορολογικό Δίκαιο ως προς τους προσδιοριστικούς παράγοντες της φοροδοτικής ικανότητας του πολίτη, άρα και της φορολογικής ισότητας που πρεσβεύει το Σύνταγμα.

 

Νίκος Σγουρινάκης