Τεκμαρτή Δαπάνη Κατοίκου Εξωτερικού

Κάτοικος εξωτερικού αγόρασε ημιτελή οικοδομή στην Ελλάδα το 2008 κ προέβη στην ανέγερση του τα έτη 2008-2010.

Είναι υποχρεωμένος να δικαιολογήσει τις δαπάνες ανέγερσης και αν ναι η βεβαίωση εισαγωγής συναλλάγματος από ελληνική (;) τράπεζα είναι το μόνο αποδεικτικό που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε; H πληρωμή των εργολάβων με εμβάσματα στους λογ/μους τους δεν είναι ένα τρόπος για να αποδείξουν ότι φέρανε χρήματα στην Ελλάδα για την ανέγερση της οικοδομής; Ισχύει ότι είναι αποδεκτά μόνο τα εμβάσματα στον λογαριασμό του κάτοικου εξωτερικού που τηρεί στην Ελλάδα και όχι σε τρίτους;

 

ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Για τα συγκεκριμένα έτη οπότε και πραγματοποιήθηκε η δαπάνη, ήταν σε ισχύ οι διατάξεις του Ν.2238/1994. Σύμφωνα με την περίπτωση γ του άρθρου 19 του Ν.2238/1994 θεωρούταν γενικά δαπάνη απόκτησης περιουσιακών στοιχείων και η «αγορά ή χρονομεριστική ή χρηματοδοτική μίσθωση ακινήτων ή ανέγερση οικοδομών ή κατασκευή δεξαμενής κολύμβησης. Ως τίμημα αγοράς λαμβάνεται η αξία που προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 41 του ν.1249/1982. Αν το τίμημα που καθορίζεται στα οικεία πωλητήρια συμβόλαια είναι μεγαλύτερο από την πιο πάνω αξία, ως καταβαλλόμενη δαπάνη λαμβάνεται το καθοριζόμενο σε αυτά τα συμβόλαια τίμημα. Ειδικά, για τις περιοχές που δεν ισχύει το αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων, ως καταβαλλόμενη δαπάνη λαμβάνεται:

αα) Το τίμημα που καθορίζεται στα οικεία πωλητήρια συμβόλαια.

ββ) Η διαφορά μεταξύ του τιμήματος ή της αξίας κατά περίπτωση, που φορολογήθηκε και της πραγματικής αξίας του ακινήτου, η οποία εξευρίσκεται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν στη φορολογία μεταβίβασης ακινήτων». Ωστόσο η παραπάνω περίπτωση γ ήταν σε αναστολή ισχύος από 17/12/2010 μέχρι 31/12/2013 (παρ. 1, άρθρου 8, Ν. 3899/2010).

Περαιτέρω με το Ν.3943/31.03.2011 είχε τροποποιηθεί το άρθρο 18 του ΚΦΕ και είχε προστεθεί παρ. η σύμφωνα με την οποία δεν εφαρμόζονται (από την ψήφιση του παραπάνω νόμου και μετά) η ετήσια αντικειμενική δαπάνη και η δαπάνη απόκτησης περιουσιακών στοιχείων προκειμένου για φυσικό πρόσωπο που έχει την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή του στην αλλοδαπή, εφόσον δεν αποκτά εισόδημα στην Ελλάδα.

Τέλος για τα έτη στα οποία αναφέρεται το ερώτημα ίσχυε η παρ. δ της παρ.2 του άρθρου 19 σύμφωνα με την οποία η τυχόν διαφορά δικαιολογείται με την «εισαγωγή συναλλάγματος, που δεν εκχωρείται υποχρεωτικά στην Τράπεζα της Ελλάδος, εφόσον δικαιολογείται η απόκτηση του στην αλλοδαπή. Δεν απαιτείται η δικαιολόγηση της απόκτησης αυτού του συναλλάγματος για τα πρόσωπα:
αα) που κατοικούν μονίμως στο εξωτερικό».

Σε σχέση με τα αποδεικτικά εισαγωγής συναλλάγματος σύμφωνα με παλαιότερη θέση της διοίκησης (ΠΟΛ.1130/2002) γίνονται δεκτά τα πρωτότυπα του κατά περίπτωση εκδιδόμενου από κάθε Τράπεζα παραστατικού, με την προϋπόθεση ότι περιέχει το ονοματεπώνυμο του δικαιούχου του εισαγόμενου χρηματικού ποσού, το ύψος του ποσού, το νόμισμα και τη χώρα προέλευσης.

Σύμφωνα με τα παραπάνω, στην περίπτωση που θέτετε δεν φαίνεται να ισχύουν οι δυνατότητες κάλυψης της διαφοράς, βάσει των οριζομένων στο νόμο. Ωστόσο, σύμφωνα με την παρ.2 του άρθρου 19 του Ν. 2238/1994: «ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας κατά τον προσδιορισμό της διαφοράς της προηγούμενης παραγράφου υποχρεούται να λάβει υπόψη του τα αναγραφόμενα στη δήλωση χρηματικά ποσά, τα οποία αποδεικνύονται από νόμιμα παραστατικά στοιχεία και με τα οποία καλύπτεται ή περιορίζεται η διαφορά που προκύπτει». Κατά συνέπεια, μπορείτε με βάση τα στοιχεία που διαθέτετε, να αιτηθείτε στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. να κάνει δεκτή την κάλυψη των τεκμηρίων και αυτή να αποφανθεί κρίνοντας με βάση τα πραγματικά περιστατικά και δεδομένα της υπόθεσης.