Μη κοινή φορολογική δήλωση / ποιες είναι οι συνέπειες;

Αν σύζυγοι εντός έγγαμου βίου κάνουν από την αρχή του έγγαμου βίου ξεχωριστές φορολογικές δηλώσεις υπάρχουν ποινικές ή άλλες κυρώσεις από την εφορία; Σε καμία περίπτωση η σύζυγοί δεν αποκρύπτουν εισοδήματα. Ο νόμος αναφέρει ότι είναι υποχρεωμένοι να κάνουν κοινή φορολογική δήλωση. Ωστόσο το αντρόγυνο θέλει ο καθένας να δηλώνει και να φορολογείται για τα εισοδήματά του ξεχωριστά. Υπάρχουν νομικές ή άλλες κυρώσεις; Προβλέπεται κάποια οικονομική ποινή από την αρμόδια ΔΟΥ, για την μη από κοινού φορολογική δήλωση;

ΑΠAΝΤΗΣΗ

Οι διατάξεις της Φορολογικής Νομοθεσίας ερμηνεύονται πάντα στενά, βάσει της γραμματικής διατύπωσής τους. Η σχετική διάταξη που επιβάλλει την υποβολή κοινής δήλωσης από τους συζύγους (παρ. 4, άρθρο 67, ΚΦΕ), έχει ως εξής: «Οι σύζυγοι, κατά τη διάρκεια του γάμου, υποχρεούνται να υποβάλουν κοινή δήλωση για τα εισοδήματά τους στα οποία ο φόρος, τα τέλη και οι εισφορές που αναλογούν υπολογίζονται χωριστά στο εισόδημα καθενός συζύγου. Οι τυχόν ζημίες του εισοδήματος του ενός συζύγου δεν συμψηφίζονται με τα εισοδήματα του άλλου συζύγου. Υπόχρεος υποβολής δήλωσης είναι ο σύζυγος και για τα εισοδήματα της συζύγου του».

Αυτό σημαίνει ότι ο νομοθέτης, λαμβάνοντας υπόψη και λοιπές φορολογικές παραμέτρους, υποχρεώνει στην υποβολή της κοινής δήλωσης, οπότε ασφαλώς, η σχετική διάταξη είναι υπεράνω της βούλησης των φορολογούμενων συζύγων. Σε κάθε περίπτωση, η διαδικασία αυτή καταλήγει σε όφελος των δύο συζύγων, δεδομένου ότι, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι τα εισοδήματα εκκαθαρίζονται διακεκριμένα (ξεχωριστά) και ο φόρος υπολογίζεται ιδιαιτέρως για τα εισοδήματα κάθε ενός, για την κάλυψη τυχόν τεκμαρτής δαπάνης, λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των δηλωθέντων εισοδημάτων (οικογενειακό εισόδημα). Εξάλλου, δαπάνες (ιατρικές, έχουν απομείνει) που αφορούν τον ένα σύζυγο, ως εξαρτώμενο μέλος, αν δεν έχει εισόδημα, συνυπολογίζονται (δεν χάνονται, δηλαδή) για τον προσδιορισμό του σχετικού ποσού της μείωσης του φόρου (παρ. 3, άρθρο 19 ΚΦΕ).

Για την Ιστορία, σημειώνουμε ότι το ΝΔ 3323/1955 (Φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων), που ίσχυε μέχρι τον 2238/1994, προέβλεπε την προσθήκη των εισοδημάτων της συζύγου σε αυτά του συζύγου, ο οποίος φορολογούταν για το σύνολο των (οικογενειακών) εισοδημάτων αυτών (άρθρο 6). Η αλλαγή έγινε το 1984 με τον νόμο 1473 (παρ. 1, άρθρο 2), στο πλαίσιο νομοθετικών ρυθμίσεων που υλοποιούν την συνταγματική επιταγή για την ισότητα και την ισονομία των δύο φύλων (βλέπε τον νόμο 1329/1983, με τον οποίο ενσωματώθηκαν αυτές οι διατάξεις στο Αστικό Δίκαιο, στην Εμπορική Νομοθεσία και στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας). Έκτοτε, οι σύζυγοι υποβάλουν κοινή δήλωση, ενώ τα εισοδήματά τους εκκαθαρίζονται χωριστά.

Ωστόσο, οι σύζυγοι υποβάλλουν χωριστή φορολογική δήλωση, ο καθένας για τα εισοδήματά του, εφόσον:

α. Έχει διακοπεί η έγγαμη συμβίωση κατά το χρόνο υποβολής της δήλωσης. Το βάρος της απόδειξης για τη διακοπή φέρει ο φορολογούμενος.

β. Ο ένας από τους δύο συζύγους είναι σε κατάσταση πτώχευσης ή έχει υποβληθεί σε δικαστική συμπαράσταση.

Για την πρώτη περίπτωση, οι φορολογούμενοι πρέπει να προσέλθουν στο Μητρώο της Δ.Ο.Υ. και να δηλώσουν την μεταβολή αυτή, με δικαιολογητικό έγγραφο την αγωγή διαζυγίου ή άλλου νομικού εγγράφου που μπορεί να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό του φορολογούμενου. Αυτό μπορεί να γίνει μέχρι την ημερομηνία υποβολής της φορολογικής δήλωσης (περ. α, παρ. 4 του άρθρου 67 του ΚΦΕ).

Σε ότι αφορά τις συνέπειες, αν υποβληθούν χωριστές δηλώσεις από τους συζύγους, παρά την ρητή διατύπωση στον νόμο, στον ΚΦΔ (Ν 4174/2013) δεν αναφέρεται συγκεκριμένη ποινή ή πρόστιμο. Προφανώς, πρόκειται για παράβαση γενικής φύσεως, η οποία ωστόσο μπορεί, αναλόγως των περιστάσεων, να προκαλέσει υποψίες στην φορολογική αρχή και περαιτέρω, να υποχρεωθεί ο φορολογούμενος σύζυγος σε επανυποβολή των φορολογικών δηλώσεων.