Επιταγές σε καθυστέρηση (σφραγισμένες) και η λογιστική αντιμετώπισή τους

Α. Γενικά

Η τραπεζική επιταγή είναι ένα, συντασσόμενο με ιδιαίτερο τύπο, έγγραφο, με το οποίο ο εκδότης του δίνει εντολή σε πιστωτικό ίδρυμα, (στο οποίο διατηρεί χρηματικό τραπεζικό λογαριασμό, συνήθως «όψης»), να καταβάλει ορισμένο ποσό, στον κομιστή αυτής. Οι σχετικές διατάξεις για την έκδοση, την κυκλοφορία και τον τύπο της επιταγής περιλαμβάνονται στο Ν 5960/1933 (όπως ισχύει σήμερα). Στο άρθρο 3 του ως άνω νόμου αναφέρεται ότι: «η επιταγή εκδίδεται επί τραπεζίτου έχοντος κεφάλαια εις την διάθεσιν του εκδότου και επί τη βάσει συμφωνίας, ρητής ή σιωπηράς, καθ ην ο εκδότης έχει το δικαίωμα διαθέσεως των κεφαλαίων τούτων δι επιταγής». Συνεπώς, ο εκδότης της επιταγής, με αυτόν τον τρόπο «χρησιμοποιεί» και «κινεί» τα χρήματά του, προκειμένου να διενεργήσει πληρωμές, χωρίς την φυσική μεταφορά τους. Τα τελευταία χρόνια, στις συναλλαγές, εμφανίσθηκε ο τύπος της μεταχρονολογημένης επιταγής. Η μεταχρονολογημένη επιταγή, η οποία, όπως είναι γνωστό, χρησιμοποιείται σε μεγάλη έκταση αντί της συναλλαγματικής, δεν είναι ουσιαστικά «πληρωτέα εν όψει», γιατί παραλαμβάνεται, αρχικά, από τον δικαιούχο του χρηματικού ποσού (και πρώτο κομιστή) εν γνώσει του ότι έχει εκδοθεί με το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της μεταχρονολόγησης. Πέραν αυτού, υφίσταται και ένα είδος ειδικής συμφωνίας (θα μπορούσαμε να πούμε: «συμφωνίας κυρίων»), να μην εμφανισθεί η επιταγή προς πληρωμή πριν από την αναφερόμενη στο σώμα αυτής χρονολογία έκδοσής της. Κατ αυτή την έννοια, από λογιστικής άποψης, δεν επιτρέπεται οι μεταχρονολογημένες επιταγές να καταχωρίζονται στα χρηματικά διαθέσιμα (λογ. 38), αφού δεν πρόκειται για αμέσως εισπράξιμα χρηματικά ποσά. Έτσι, οι χρηματικές αξίες αυτών των επιταγών, καταχωρίζονται στον λογαριασμό 33.90 «Επιταγές εισπρακτέες (μεταχρονολογημένες)» και κατά την έλευση της αναφερόμενης χρονολογίας έκδοσης, άρα και είσπραξης του ποσού, οπότε επέρχεται η εξόφλησή τους, μεταφέρονται στα χρηματικά διαθέσιμα. Σχετική είναι η Γνωμάτευση του ΕΣΥΛ, με αριθμό 26/971/1988. Αξίζει να σημειώσουμε ότι με τον Ν 1957/1991 (άρθρο 11) προβλέπεται η προσκόμιση μεταχρονολογημένων επιταγών στις τράπεζες, με σκοπό την ενεχυρίαση, ώστε να καλυφθεί χορήγηση δανείου προς την επιχείρηση, σε εφαρμογή σχετικής δανειακής σύμβασης, που έχει υπογραφεί από τα δύο μέρη (επιχείρηση-τράπεζα). Τα πινάκια των επιταγών αυτών, αφού ελεγχθούν από το αρμόδιο τμήμα της τράπεζας, επιβαρύνονται με τέλος χαρτοσήμου 2,50 τοις χιλίοις (συν 20% υπέρ ΟΓΑ), ήτοι συνολικά 3,00 τοις χιλίοις, επί της αξίας των κατατιθεμένων επιταγών.

Στην περίπτωση, τώρα, που η μεταχρονολογημένη επιταγή, αλλά και οποιασδήποτε ημερομηνίας έκδοσης επιταγή, εμφανισθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με το νόμο προς πληρωμή και δεν πληρώνεται, ενώ ταυτόχρονα η άρνηση αυτή (της μη πληρωμής) βεβαιωθεί διά σχετικής «σφράγισης» της επιταγής, από το τραπεζικό ίδρυμα, ή με σύνταξη διαμαρτυρικού, ο κομιστής της επιταγής μεταφέρει το σχετικό αιτούμενο ποσό, από τον λογαριασμό 33.90 «Επιταγές εισπρακτέες (μεταχρονολογημένες)» [1] ή 38 «ΧΡΗΜΑΤΙΚΑ ΔΙΑΘΕΣΙΜΑ», κατά περίπτωση, στον λογαριασμό 33.91 «Επιταγές σε καθυστέρηση (σφραγισμένες)». Σημειώνεται ότι η επιταγή που εκδόθηκε στην χώρα μας και είναι πληρωτέα εντός αυτής, εμφανίζεται προς πληρωμή μέσα σε διάστημα οκτώ ημερών (άρθρο 29 Ν 5960/1933). Για την κίνηση των ως άνω λογαριασμών, αλλά και την τελική διαμόρφωση των κονδυλίων που αντιπροσωπεύουν, παραθέτουμε σχετική εφαρμογή:

Β. Εφαρμογή για την λογιστική αντιμετώπιση του θέματος

Η επιχείρηση «ΑΛΦΑ» (πωλητής), εκδίδει Τιμολόγιο-Δελτίο Αποστολής και πωλεί εμπορεύματα στην επιχείρηση «ΒΗΤΑ» (αγοραστής). Η αξία πώλησης των εμπορευμάτων είναι 100.000 ευρώ (πλέον ΦΠΑ 23%). Η επιχείρηση «ΒΗΤΑ», μετά από σχετική συμφωνία, εκδίδει μεταχρονολογημένη επιταγή με δικαιούχο την επιχείρηση «ΑΛΦΑ». Ωστόσο, αποδέχεται την επιβάρυνσή της με τόκους επί πιστώσει πωλήσεων, 500 ευρώ, λόγω της ιδιαίτερης συμφωνίας, δηλαδή η επιταγή να παρουσιασθεί προς είσπραξη, κατά την αναγραφόμενη σε αυτήν μεταγενέστερη ημερομηνία έκδοσής της, σε σχέση με την ημερομηνία της συναλλαγής. Σημειώνεται ότι οι τόκοι των επί πιστώσει πωλήσεων, με τους οποίους επιβαρύνει ο προμηθευτής των αγαθών, τον αγοραστή, περιλαμβάνονται στην φορολογητέα για τον ΦΠΑ αξία (άρθρο 19, παρ. 4, περ. α, του Ν 2859/2000). Σύμφωνα με τα παραπάνω, η ονομαστική αξία της επιταγής είναι 123.615 ευρώ. Ο πωλητής (επιχείρηση «ΑΛΦΑ») διενεργεί την παρακάτω λογιστική εγγραφή: