Τριετής υποχρέωση απογραφής σε Β' κατηγορίας βιβλία

Επιχείρηση με Β κατηγορίας βιβλία διενεργεί συνεχώς απογραφή έως και 31/12/2011 παρόλο που ποτέ δεν ξεπέρασε το όριο των ακαθαρίστων εσόδων των 150.000 ευρώ. Σύμφωνα με την ΠΟΛ.1024/15.2.2007 θεωρείται το έτος 2007 1η προαιρετική σύνταξη απογραφής και επομένως οι διενεργούμενες απογραφές των ετών 2008-2009-2010 είναι υποχρεωτικές; To έτος 2011 θεωρείται η 2η προαιρετική σύνταξη απογραφής και επομένως οι διενεργούμενες απογραφές των ετών 2012-2013 και 2014 θα είναι υποχρεωτικές; Πότε παύει η υποχρέωση;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Οι επιτηδευματίες (τώρα: υπόχρεοι απεικόνισης συναλλαγών) που τηρούσαν βιβλία Β’ κατηγορίας του ΚΒΣ (τώρα: απλογραφικά βιβλία του ΚΦΑΣ), υποχρεούνταν κατ αρχήν στη σύνταξη απογραφής των εμπορεύσιμων περιουσιακών τους στοιχείων βάσει των προηγουμένων διατάξεων της παρ. 6 του άρθρου 6 του ΚΒΣ, εφόσον τα ετήσια ακαθάριστα έσοδά τους από την πώληση αγαθών υπερέβαιναν το 10% του γενικού ορίου τήρησης βιβλίων Γ΄ κατηγορίας (το οποίο ανερχόταν στο ποσό των 1.500.000 ευρώ), ήτοι τις 150.000 ευρώ. Με τις διατάξεις του νέου ΚΦΑΣ, εξακολουθεί να ισχύει η υποχρέωση αυτή ως προς την τήρηση του Βιβλίου Απογραφών ή των καταστάσεων απογραφής, εφόσον τα ετήσια ακαθάριστα έσοδα από τη πώληση αγαθών ξεπέρασαν ομοίως, το όριο του ποσού 150.000 ευρώ. Ωστόσο και σε περίπτωση υπέρβασης του ορίου αυτού των ακαθάριστων εσόδων, είχε προβλεφθεί η απαλλαγή από την υποχρέωση σύνταξης απογραφής ορισμένων επιτηδευματιών οι οποίοι τηρούσαν βιβλία Β’ κατηγορίας του ΚΒΣ και είχαν ως κύριο αντικείμενο των εργασιών τους (άνω του 50% του συνόλου των ακαθαρίστων εσόδων) μία από τις δραστηριότητες που κατονομάζονταν στην εγκύκλιο Πολ. 1134/2004 όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με την Πολ. 1152/2007. Τώρα λοιπόν, διευκρινίζεται από την Διοίκηση, ότι οι σχετικές αποφάσεις περί απαλλαγής ορισμένων υπόχρεων απεικόνισης συναλλαγών της Β΄ κατηγορίας από την τήρηση βιβλίου απογραφών και κατάρτισης απογραφής κατά την 31/12, εξακολουθούν να ισχύουν.

Επί πλέον, στο εξής τα δεδομένα των πιο πάνω βιβλίων τηρούνται σε αθεώρητα έντυπα, ανεξάρτητα από τον τρόπο τήρησής τους, χειρόγραφα ή μηχανογραφικά και όταν τηρούνται μηχανογραφικά είναι δυνατόν απλώς να αποθηκεύονται σε ηλεκτρομαγνητικά μέσα και δίνονται άμεσα στον έλεγχο όταν ζητηθούν.

Με την διάταξη του ΚΦΕ, άρθρο 31, παρ 1, περ. γ, ο νομοθέτης επεδίωξε να  προσδιορίσει τον τρόπο υπολογισμού του κόστους των πωληθέντων, το οποίο εκπίπτει από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων, που εμπίπτουν σε κάποια από τις κατηγορίες που απαλλάσσονται από την υποχρέωση σύνταξης απογραφής. Κατ αυτή την έννοια ο νομοθέτης έκανε δεκτό ως απογραφή λήξης της διαχειριστικής περιόδου να λαμβάνεται ποσοστό 10% επί των αγορών της περιόδου αυτής και ως απογραφή έναρξης ποσοστό επίσης 10% επί των αγορών της προηγούμενης διαχειριστικής περιόδου.  Παράλληλα, έδωσε την δυνατότητα στις επιχειρήσεις που επιθυμούν, για διάφορους λόγους, να προσδιορίζουν λογιστικά το κόστος των πωληθέντων αποθεμάτων τους, μέσω της προαιρετικής σύνταξης απογραφής και της τήρησης βιβλίου απογραφών, με τον περιορισμό ότι η σύνταξη των απογραφών θα συνεχισθεί για μια τριετία από τη σύνταξη της πρώτης προαιρετικής απογραφής λήξης. Η διάταξη αυτή εξακολουθεί να ισχύει (με νομοτεχνική προσαρμογή που έγινε με τον Ν. 4110/2013), ενώ η ποσοτική καταχώριση των αποθεμάτων στο βιβλίο απογραφών, το οποίο τηρείται αθεώρητο, ή σε καταστάσεις απογραφής, οι οποίες επίσης είναι αθεώρητες, ή σε οποιοδήποτε άλλο έντυπο, διενεργείται, σύμφωνα με σχετικές τις διατάξεις, μέχρι την 20η Φεβρουαρίου του επόμενου έτους. Σύμφωνα δε με τις ίδιες διατάξεις, η αξία των αποθεμάτων αυτών καταχωρίζεται στο βιβλίο απογραφών μέχρι την εμπρόθεσμη υποβολή της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος (παρ. 20, άρθρου 4 ΚΦΑΣ).

Σημειώνεται ότι η απόφαση για την σύνταξη της προαιρετικής απογραφής (όταν δεν υπάρχει η σχετική υποχρέωση από τον νόμο), επισημοποιείται με την καταχώρισή της, κατά ποσότητα και αξία, στο βιβλίο απογραφών και με την εν συνεχεία μεταφορά της στα φορολογικά έντυπα (Ε3), οπότε συνεπάγεται και η δέσμευση του υπόχρεου επιτηδευματία για την διενέργεια φυσικής απογραφής για τις επόμενες τρεις διαχειριστικές χρήσεις.

Ως προς το τελευταίο σκέλος του ερωτήματος, υπογραμμίζεται ότι σύμφωνα με την γραμματική ερμηνεία της σχετικής διάταξης, αν μετά την λήξη της τριετίας, η επιχείρηση επαναλάβει την διενέργεια και καταχώριση απογραφής εμπορευσίμων στα βιβλία της (παρόλο που δεν είχε τέτοια υποχρέωση), αναβαπτίζει την υποχρέωσή της και πρέπει να τηρήσει την διαδικασία αυτή για την επόμενη τριετία, κατά τα γνωστά. Συνεπώς, έγινε προαιρετικά απογραφή λήξης 31/12/2007, άρα θα πρέπει να γίνουν απογραφές (υποχρεωτικά) και 31/12/2008 – 31/12/2008 – 31/12/2009. Την 1/1/2010 λαμβάνεται ως απογραφή έναρξης αυτή της λήξης (δηλαδή της 31/12/2009). Αν την 31/12/2010 διενεργηθεί προαιρετικά πάλι απογραφή, τότε θα πρέπει να συνεχισθεί η διενέργεια (υποχρεωτικών) απογραφών και για τις χρήσεις 2011, 2012 και 2013 (31/12/2011 – 31/12/2012 – 31/12/2013).

Συνεπώς, έγινε προαιρετικά απογραφή λήξης 31/12/2007, άρα θα πρέπει να γίνουν απογραφές (υποχρεωτικά) και 31/12/2008 – 31/12/2009 – 31/12/2010. Την 1/1/2011 λαμβάνεται ως απογραφή έναρξης αυτή της λήξης (δηλαδή της 31/12/2010). Αν την 31/12/2011 διενεργηθεί προαιρετικά πάλι απογραφή, τότε θα πρέπει να συνεχισθεί η διενέργεια (υποχρεωτικών) απογραφών και για τις χρήσεις 2012, 2013 και 2014 (31/12/2012 – 31/12/2013 – 31/12/2014).