Άρθ. 5. — Πρόστιμα για παραβάσεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (ΚΒΣ) - Αντικειμενικό σύστημα

1. Όποιος παραβαίνει τις διατάξεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (ΠΔ 186/1992 , ΦΕΚ Α΄ 84) τιμωρείται με πρόστιμο που προσδιορίζεται κατ΄ αντικειμενικό τρόπο.

Για το σκοπό αυτόν καθιερώνονται δύο βάσεις υπολογισμού, συντελεστές βαρύτητας, και ανώτατα όρια (οροφές). Οι παραβάσεις διακρίνονται σε δύο κατηγορίες, γενικές και αυτοτελείς.

2. Για την εφαρμογή του αντικειμενικού συστήματος δίδονται οι πιο κάτω εννοιολογικοί προσδιορισμοί:

α) Βάση Υπολογισμού Νο 1 (ΒΑΣ.ΥΠ.1) είναι το αντικειμενικό ποσό επί του οποίου εφαρμόζονται οι συντελεστές βαρύτητας για συγκεκριμένες παραβάσεις, όπως στις κατ΄ ιδίαν διατάξεις ορίζεται. Το ποσό της βάσης αυτής κλιμακώνεται ανάλογα με την κατηγορία των βιβλίων, που υποχρεούται να τηρεί κάθε υπόχρεο πρόσωπο του ΚΒΣ, ως εξής:

α.α. Για μη υπόχρεους σε τήρηση βιβλίων ή τηρούντες βιβλία Α΄ κατηγορίας τριακόσια (300) ευρώ και για τις αυτοτελείς παραβάσεις των περ. α΄ και η΄ της παρ. 8 του άρθρου αυτού σε τετρακόσια (400) ευρώ.

α.β. Για υπόχρεους σε τήρηση βιβλίων Β΄ κατηγορίας εξακόσια (600) ευρώ και για τις αυτοτελείς παραβάσεις των περ. α΄ και η΄ της παρ. 8 του άρθρου αυτού σε οκτακόσια (800) ευρώ.

α.γ. Για υπόχρεους σε τήρηση βιβλίων Γ΄ κατηγορίας εννιακόσια (900) ευρώ και για τις αυτοτελείς παραβάσεις των περ. α΄ και η΄ της παρ. 8 του άρθρου αυτού σε χίλια διακόσια (1.200) ευρώ [19] .

Για τους ιδρυτές επιχειρήσεων επιβάλλονται τα πρόστιμα που προβλέπονται για τους υπόχρεους σε τήρηση Β΄ κατηγορίας βιβλίων, εκτός από τους ιδρυτές ΕΠΕ και ΑΕ για τους οποίους επιβάλλονται τα πρόστιμα που προβλέπονται για τους υπόχρεους σε τήρηση Γ΄ κατηγορίας βιβλίων.

β) Βάση Υπολογισμού Νο 2 (ΒΑΣ.ΥΠ.2) είναι το αντικειμενικό ποσό επί του οποίου εφαρμόζονται οι συντελεστές βαρύτητας για συγκεκριμένες παραβάσεις, όπως στις κατ΄ ιδίαν διατάξεις ορίζεται. Το ποσό της βάσης αυτής ισούται με την αξία της συναλλαγής ή του στοιχείου ή μέρους αυτών, μη συμπεριλαμβανόμενου του ΦΠΑ κατά περίπτωση.

γ) Συντελεστής βαρύτητας είναι ο αριθμός που κλιμακώνεται ανάλογα με τη σοβαρότητα της παράβασης και εφαρμόζεται στην αντίστοιχη βάση υπολογισμού.

δ) Ανώτατο όριο (οροφή) είναι το ποσό, το οποίο δεν μπορεί να υπερβεί το επιβαλλόμενο πρόστιμο και εφαρμόζεται στις αυτοτελείς παραβάσεις, με εξαίρεση αυτές για τις οποίες ισχύει η βάση υπολογισμού Νο 2 (ΒΑΣ.ΥΠ.2).

ε) Γενικές παραβάσεις είναι αυτές, για τις οποίες επιβάλλεται ένα ενιαίο πρόστιμο, ανά διαχειριστική περίοδο, ανεξάρτητα από το πλήθος αυτών.

στ) Αυτοτελείς παραβάσεις είναι αυτές, που ορίζονται στην παρ. 8 του άρθρου αυτού για τις οποίες επιβάλλεται ιδιαίτερο πρόστιμο για κάθε παράβαση.

3. Για κάθε πράξη ή παράλειψη των διατάξεων του άρθρου αυτού, που διαπιστώνεται σε διαφορετικό χρόνο εντός της ίδιας χρήσεως, επιβάλλεται ιδιαίτερο πρόστιμο.

Ειδικά αν διαπιστώνονται στον ίδιο χρόνο, πράξεις ή παραλείψεις, που αφορούν το ίδιο βιβλίο ή στοιχείο, επιβάλλεται κατά περίπτωση το βαρύτερο πρόστιμο [20] .

4. Πράξεις ή παραλείψεις, που συνιστούν παράβαση των διατάξεων αυτών και ανάγονται σε περισσότερες της μιας διαχειριστικές περιόδους, κρίνονται αυτοτελώς και εκδίδεται χωριστή, κατά διαχειριστική περίοδο, απόφαση επιβολής προστίμου.

Οι παραβάσεις μη διαφύλαξης των βιβλίων, των στοιχείων και λοιπών δικαιολογητικών εγγράφων ή μη επίδειξης αυτών ανάγονται στο χρόνο που διαπιστώνονται ή πιστοποιούνται και εάν ο χρόνος αυτός είναι μετά τη διαχειριστική περίοδο που έπαυσε να υφίσταται το πρόσωπο, χρόνος αναγωγής των παραβάσεων λογίζεται η τελευταία διαχειριστική περίοδος αυτού.

Τα ανωτέρω ισχύουν ανεξάρτητα από τα έτη στα οποία αναφέρονται και αφορούν τα βιβλία, τα στοιχεία και λοιπά δικαιολογητικά εγγραφών, επιφυλασσομένων των διατάξεων του άρθρου 30 του ΠΔ 186/1992 [21] .

5. Κατ΄ εξαίρεση, δεν επιβάλλεται πρόστιμο όταν:

α) έχουν εκδοθεί φορολογικά στοιχεία χωρίς την τήρηση ενιαίας αρίθμησης ή με επανάληψη αυτής ή

β) έχουν εκδοθεί αθεώρητα φορολογικά στοιχεία, αντί θεωρημένων, εφόσον στις άνω περιπτώσεις έχουν εκδοθεί από παραδρομή και έχουν καταχωρηθεί στα βιβλία εμπρόθεσμα και δηλώθηκε εγγράφως από τον υπόχρεο στον προϊστάμενο της αρμόδιας Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας η παράλειψη αυτή, πριν από τη διαπίστωσή της από οποιονδήποτε φορολογικό έλεγχο,

γ) για συγκεκριμένη συναλλαγή έχει εκδοθεί το μη προσήκον φορολογικό στοιχείο, εφόσον το εκδοθέν περιλαμβάνει τουλάχιστον τα δεδομένα του προβλεπόμενου, έχει εκδοθεί στον οριζόμενο γι’ αυτό χρόνο και φέρει θεώρηση στην περίπτωση που απαιτείται,

δ) δεν έχουν διαφυλαχθεί από τον κατά περίπτωση υπόχρεο τα επιπλέον προαιρετικώς εκδοθέντα αντίτυπα,

ε) δεν έχουν εκδοθεί από τον υπόχρεο δελτία αποστολής για τις περιπτώσεις: παράδοσης επιστρεφόμενων αγαθών αξίας μέχρι και 880 ευρώ ή παράδοσης αγαθών προς επισκευή, συντήρηση ή άλλη αιτία που δεν συνεπάγεται απόκτηση εσόδων για τον υπόχρεο, εφόσον για τις προαναφερόμενες περιπτώσεις έχουν εκδοθεί από τον παραλήπτη των αγαθών δελτία αποστολής, κατά τις διατάξεις της περ. β΄ της παρ. 1 του άρθρου 11 του ΚΒΣ και αποδεικνύεται με αντίτυπο ή φωτοαντίγραφο του σχετικού δελτίου αποστολής [22] ,

στ) έχουν εκδοθεί δελτία αποστολής με γενική (ελλιπή) περιγραφή των ειδών εφόσον σκοπός της διακίνησης είναι ο δειγματισμός άνευ παραδόσεως των ειδών και δεν τηρείται βιβλίο αποθήκης,

ζ) διαπιστώνονται παρατυπίες ή παραλείψεις που αποτελούν τυπικές παραβάσεις που δεν καταγράφονται σε αυτές που επηρεάζουν το κύρος των βιβλίων και στοιχείων ως ανακριβών ή δεν καθιστούν εξαιρετικά δυσχερείς τις ελεγκτικές επαληθεύσεις, εφόσον οφείλονται σε παραδρομή ή συγγνωστή πλάνη, εκτός εάν προηγούμενα έχει γίνει αποδεδειγμένα υπόδειξη από οποιονδήποτε φορολογικό έλεγχο ή φορολογική αρχή για την ορθή εφαρμογή των διατάξεων του ΚΒΣ,

η) πρόκειται για υποθέσεις που έχουν ήδη ελεγχθεί με τακτικό φορολογικό έλεγχο και έχουν εκδοθεί οριστικά φύλλα ελέγχου ή πράξεις προσδιορισμού του φόρου στη φορολογία εισοδήματος και στο ΦΠΑ ή για υποθέσεις που έχουν περαιωθεί ως προς τις φορολογίες αυτές με οποιονδήποτε τρόπο, με εξαίρεση τις περιπτώσεις για τις οποίες συντρέχουν οι προϋποθέσεις των διατάξεων των άρθρων 68 παρ. 2 του Ν 2238/1994 και 39 παρ. 3 του Ν 1642/1986 [νυν άρθρο 49, μετά την κωδικοποίηση του Ν 2859/2000 (ΦΕΚ Α΄ 248/7.11.2000)].

Οι διατάξεις της παρ. 8 του άρθρου 1 του παρόντος έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τα πρόστιμα του άρθρου αυτού [23] .

6. Για τις γενικές παραβάσεις λαμβάνεται υπόψη η Βάση Υπολογισμού Νο 1 (ΒΑΣ.ΥΠ.1) και εφαρμόζεται ο συντελεστής βαρύτητας με αριθμητική τιμή ένα (1). Κατ΄ εξαίρεση, για τις πιο κάτω παραβάσεις ο συντελεστής βαρύτητας καθορίζεται ως εξής:

α) Σε μη τήρηση λογιστικών βιβλίων ή τήρηση βιβλίων κατώτερης κατηγορίας για τους επιτηδευματίες της Γ΄ κατηγορίας ή σε μη τήρηση του ισοζυγίου λογαριασμών Γενικού - Αναλυτικών Καθολικών ή του βιβλίου απογραφών, καθώς και σε μη σύνταξη ή εκπρόθεσμη σύνταξη του ισολογισμού σε δύο (2) για όλες ή μερικές από τις παραπάνω παραλείψεις.

Σε περίπτωση επιβολής του προστίμου της περίπτωσης αυτής δεν επιβάλλεται ιδιαίτερο πρόστιμο για τη μη τήρηση μητρώου πάγιων περιουσιακών στοιχείων.

β) Σε μη τήρηση πρόσθετων βιβλίων της παρ. 5 του άρθρου 10 σε δύο (2) για κάθε βιβλίο.

γ) Σε μη τήρηση βιβλίων αποθήκης ή παραγωγής κοστολογίου και τεχνικών προδιαγραφών, σε δύο (2), ανεξάρτητα αν η παράλειψη αφορά ένα ή περισσότερα από αυτά [24] .

δ) Σε περίπτωση ελλιπούς περιγραφής του είδους των αγαθών ή υπηρεσιών στα βιβλία ή στοιχεία, σε δύο (2).

ε) Σε μη επίδειξη των βιβλίων και στοιχείων την πρώτη φορά μετά από προηγούμενη πρόσκληση σε δύο (2) και για καθεμία από τις επόμενες δύο φορές σε πέντε (5).

στ) Σε περίπτωση μη καταχώρισης της ποσοτικής καταμέτρησης των αποθεμάτων στο βιβλίο απογραφών σε τρία (3).

ζ) Σε περίπτωση εκπρόθεσμης υποβολής στοιχείων της παρ. 1 του άρθρου 20 μετά το τέλος του έτους που έληξε η προθεσμία υποβολής τους, καθώς και στις περιπτώσεις παράλειψης καταχώρισης αντισυμβαλλομένων ή ανακριβούς καταχώρισης της αξίας σε τρία (3), εφόσον οι ανωτέρω παραλείψεις και ανακρίβειες αφορούν μεγέθη συνολικής αξίας πάνω από δεκατέσσερις χιλιάδες εξακόσια εβδομήντα τρία (14.673) ευρώ ανά κατάσταση.

Ο ίδιος συντελεστής ισχύει και σε περίπτωση μη υποβολής στοιχείων, εκτός αν ο υπόχρεος μέχρι τη λήξη της προθεσμίας εξώδικης επίλυσης της διαφοράς ή άσκησης εμπρόθεσμης προσφυγής κατά της απόφασης επιβολής προστίμου υποβάλλει εκπρόθεσμα τα στοιχεία και προκύπτει ότι τα συνολικά μεγέθη ανά κατάσταση είναι μέχρι του ορίου του προηγούμενου εδαφίου, οπότε εφαρμόζεται συντελεστής βαρύτητας ίσος με τη μονάδα.

Ο συντελεστής βαρύτητας των προηγούμενων εδαφίων ισχύει και σε περίπτωση μη υποβολής του ισοζυγίου της παρ. 6 του άρθρου 20 ή της εκπρόθεσμης υποβολής του, μετά την παρέλευση εξαμήνου από την προθεσμία υποβολής.

η) Σε περίπτωση μη επίδειξης σε προληπτικό έλεγχο των πρόσθετων βιβλίων της παρ. 5 του άρθρου 10 σε πέντε (5).

θ) Σε περίπτωση παρεμπόδισης του προληπτικού φορολογικού ελέγχου με θετικές ενέργειες, σε πέντε (5) [25] .

ι) Σε μη τήρηση του βιβλίου κοστολογίου οικοδομών της ΑΥΟΟ 1024754/187/Πολ. 1039/9.3.2006 (ΦΕΚ Β΄ 311) ή σε μη επίδειξη αυτού στο φορολογικό έλεγχο μετά από προηγούμενη πρόσκληση σε πέντε (5) για κάθε οικοδομή [26] .

ια) [27]

7. Στο πρόστιμο που ορίζεται από τις διατάξεις της περ. α΄ της παρ. 2 του άρθρου αυτού υπόκεινται και ο διευθυντής ή οποιοσδήποτε άλλος μισθωτός των υποχρέων της παρ. 1 του άρθρου 2 του ΚΒΣ ή ο νομικός ή ο λογιστικός ή ο φορολογικός ή ο οικονομικός σύμβουλος και εν γένει κάθε τρίτος, ο οποίος αποδεδειγμένα συμπράττει στις πράξεις ή στις παραλείψεις που έχουν ως συνέπεια τα βιβλία και στοιχεία να μην εμφανίζουν την πραγματική κατάσταση.

Το ίδιο πρόστιμο επιβάλλεται και σε εκείνον που υπογράφει τον ισολογισμό και το λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσης λογιστή - φοροτεχνικό, εφόσον δεν έχει τέτοιο δικαίωμα [28] .

8. Οι παρακάτω περιπτώσεις, για την επιβολή του αντικειμενικού προστίμου, θεωρούνται αυτοτελείς παραβάσεις, για τις οποίες εφαρμόζεται η Βάση Υπολογισμού Νο 1 (ΒΑΣ.ΥΠ.1) ο δε συντελεστής βαρύτητας, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, έχει αριθμητική τιμή ένα (1).

α) Η παράλειψη έκδοσης κάθε στοιχείου, που ορίζεται από τις διατάξεις του ΚΒΣ. Ειδικά η μη έκδοση στοιχείου παράδοσης κτισμάτων συνιστά αυτοτελή παράβαση ανεξάρτητα από το ύψος της αξίας αυτού. Ως παράλειψη έκδοσης στοιχείου λογίζεται και η μη καταχώριση σερβιρισθέντων ειδών στα δελτία παραγγελίας. Κατ’ εξαίρεση η μη έκδοση δελτίων αποστολής από αγρότες του ειδικού καθεστώτος ΦΠΑ θεωρείται γενική παράβαση, επιφυλασσομένων των διατάξεων της περ. α’ της παρ. 10 του άρθρου αυτού. Επίσης, κατ’ εξαίρεση η μη έκδοση στοιχείου διακίνησης θεωρείται γενική παράβαση, εφόσον έχει εκδοθεί και καταχωρηθεί στα βιβλία στοιχείο αξίας για την ίδια συναλλαγή από τον υπόχρεο στην έκδοση του στοιχείου διακίνησης [29] .

β) Η έκδοση καθενός αθεώρητου στοιχείου, όταν από τις διατάξεις του ΚΒΣ προβλέπεται η έκδοση θεωρημένου. Ειδικά, όταν τα στοιχεία αυτά έχουν εκδοθεί εκ παραδρομής αθεώρητα και έχουν καταχωρηθεί στα βιβλία πριν από οποιονδήποτε έλεγχο θεωρείται γενική παράβαση. Εξαιρετικά στις περιπτώσεις που εκδοθέντα φορολογικά στοιχεία λογίζονται ως αθεώρητα, γιατί συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ. 8 του άρθρου 36 του ΠΔ 186/1992 καταλογίζεται μια γενική παράβαση με συντελεστή βαρύτητας τρία (3) εφόσον τα στοιχεία αυτά έχουν καταχωρηθεί στα βιβλία πριν από οποιονδήποτε έλεγχο. Τα αναφερόμενα στα δύο προηγούμενα εδάφια ισχύουν αναλόγως και όταν δεν έχει παρέλθει ο χρόνος εμπρόθεσμης ενημέρωσης των βιβλίων [30] .

γ) Η μη αναγραφή ή η ανακριβής αναγραφή σε καθένα από τα στοιχεία που αναφέρονται στην ανωτέρω περ. α΄ του ονοματεπώνυμου ή της επωνυμίας, καθώς και του ΑΦΜ του αντισυμβαλλόμενου, του είδους, της ποσότητας και της αξίας ή της αμοιβής. Ειδικά, σε περίπτωση μη αναγραφής του ονοματεπώνυμου στις αποδείξεις λιανικής πώλησης, όταν αυτές αφορούν πωλήσεις αγαθών, εκπιπτόμενες στη φορολογία εισοδήματος, θεωρείται γενική παράβαση.

δ) Η μη καταχώρηση κάθε στοιχείου ή εγγράφου αγοράς, πώλησης, εσόδου, εξόδου, εφόσον δεν επιβλήθηκε πρόστιμο των περ. α΄ και γ΄.

ε) Η κάθε ανακριβής καταχώρηση των αναφερομένων στην προηγούμενη περίπτωση, εφόσον δεν επιβλήθηκε πρόστιμο της περ. γ΄.

στ) Η κάθε μη καταχώρηση ή η ανακριβής καταχώρηση στοιχείου απογραφής.

ζ) Η καθεμία καταχώρηση ανύπαρκτης πώλησης ή ανύπαρκτου εσόδου και στοιχείου απογραφής [31] . Κατ΄ εξαίρεση παραβάσεις της περίπτωσης αυτής και των περ. δ΄, ε΄ και στ΄ θεωρούνται γενικές μέχρι ποσού συνολικής διαφοράς, κατά περίπτωση, 880 ευρώ [32] .

η) Η κάθε μη καταχώρηση ή η ανακριβής καταχώρηση των στοιχείων που προσδιορίζουν το ύψος της συναλλαγής, στα πρόσθετα βιβλία που ορίζονται από τις διατάξεις των παρ. 1 και 5 του άρθρου 10 του ΚΒΣ και τις αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών που εκδίδονται κατ΄ εξουσιοδότηση νόμου και καθιερώνουν την υποχρέωση τήρησης πρόσθετων βιβλίων [33] . Η μη καταχώρηση στα πρόσθετα βιβλία του προηγούμενου εδαφίου, εφόσον έχουν εκδοθεί τα στοιχεία εσόδου, θεωρείται γενική παράβαση.

θ) Η μη διαφύλαξη κάθε βιβλίου ή κατάστασης που υποκαθιστά βιβλίο ή ανά πενήντα (50) φύλλα φορολογικών στοιχείων ή άλλων δικαιολογητικών εγγραφών για όσο χρόνο ορίζεται από τις διατάξεις του ΚΒΣ, εκτός αν η μη διαφύλαξη οφείλεται αποδεδειγμένα σε ανώτερη βία.

ι) Η εκπρόθεσμη εκτύπωση ή εγγραφή σε οπτικό δίσκο κάθε βιβλίου ή κατάστασης που ορίζεται από τις διατάξεις του ΚΒΣ.

ια) Η μη κάλυψη από τα προγράμματα λογισμικού των υποχρεώσεων που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 23 του ΚΒΣ, ως και η μη τήρηση καθεμιάς από τις υποχρεώσεις που θεσπίζονται από το άρθρο αυτό [34] .

ιβ) Η κάθε μη καταχώριση ή η ανακριβής καταχώριση στο βιβλίο κοστολογίου οικοδομών της ΑΥΟΟ 1024754/187/Πολ. 1039/9.3.2006 δαπάνης που προσδιορίζει το κόστος της κάθε «οικοδομής» [35] .

ιγ-ιε) [36]

9. Κάθε φορά που διενεργείται φορολογικός έλεγχος και διαπιστώνονται επαναλαμβανόμενες εντός της ίδιας διαχειριστικής περιόδου αυτοτελείς, κατά τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου, παραβάσεις, για τις οποίες προβλέπεται η επιβολή προστίμων με βάση την κατηγορία βιβλίων, κατά τα οριζόμενα στην περ. α΄ της παρ. 2, το ανώτατο όριο του προστίμου δεν μπορεί να υπερβεί κατά την πρώτη έκδοση απόφασης επιβολής προστίμου το δεκαπενταπλάσιο των προστίμων αυτών, για κάθε κατηγορία παραβάσεων των περιπτώσεων της προηγούμενης παραγράφου και κατά τη δεύτερη έκδοση απόφασης επιβολής προστίμου το τριακονταπλάσιο των προστίμων αυτών, για κάθε ως άνω κατηγορία παράβασης. Σε περίπτωση διαπίστωσης για τρίτη φορά της διάπραξης των παραβάσεων αυτών δεν ισχύει περιορισμός ως προς το ανώτατο όριο αυτών των προστίμων [37] .

10. Οι παρακάτω περιπτώσεις, επίσης, θεωρούνται αυτοτελείς παραβάσεις, για τις οποίες εφαρμόζεται η Βάση Υπολογισμού Νο 2 (ΒΑΣ.ΥΠ.2), όπως ειδικότερα προσδιορίζεται στις κατ΄ ιδία διατάξεις, με τις οποίες προσδιορίζεται και η τιμή του κατά περίπτωση ισχύοντος συντελεστή βαρύτητας:

α) Όταν η παράβαση αναφέρεται σε μη έκδοση ή σε ανακριβή έκδοση των στοιχείων, που ορίζονται από τον ΚΒΣ και έχει ως αποτέλεσμα την απόκρυψη της συναλλαγής ή μέρους αυτής, η δε αποκρυβείσα αξία είναι μεγαλύτερη των χιλίων διακοσίων (1.200) ευρώ, επιβάλλεται πρόστιμο για κάθε παράβαση ίσο με την αξία της συναλλαγής ή του μέρους αυτής που αποκρύφτηκε. Θεωρείται απόκρυψη της συναλλαγής και επιβάλλεται πρόστιμο ίσο με τη συνολική της αξία και η περίπτωση διακίνησης αγαθών χωρίς το συνοδευτικό φορολογικό στοιχείο, που προβλέπεται από τον ΚΒΣ.

Όταν δεν είναι δυνατός ο προσδιορισμός της αξίας της συναλλαγής επιβάλλεται το πρόστιμο που ορίζεται από την περ. α΄ της παρ. 2, κατά περίπτωση.

Ειδικά στις περιπτώσεις που προκύπτει το ύψος της συνολικής αποκρυβείσας αξίας, χωρίς να προσδιορίζεται το πλήθος των συναλλαγών ως και η αξία μιας εκάστης ξεχωριστά, επιβάλλεται πρόστιμο ισόποσο της συναλλαγής, το οποίο σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να υπερβεί το δεκαπενταπλάσιο της ΒΑΣ.ΥΠ.1, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που ο υπόχρεος τηρεί βιβλίο αγορών, οπότε το ανωτέρω πρόστιμο επιβάλλεται μειωμένο κατά πενήντα τοις εκατό (50%) [38] .

β) Η έκδοση πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων και η λήψη εικονικών, η νόθευση αυτών, καθώς και η καταχώρηση στα βιβλία αγορών ή εξόδων που δεν έχουν πραγματοποιηθεί και δεν έχει εκδοθεί φορολογικό στοιχείο, συνιστά ιδιάζουσα φορολογική παράβαση και επισύρει πρόστιμο ίσο με το διπλάσιο της αξίας κάθε στοιχείου ή καταχώρησης, μη συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ εφόσον αυτή είναι μεγαλύτερη των χιλίων διακοσίων (1.200) ευρώ [39] . Σε αντίθετη περίπτωση θεωρείται ιδιαίτερη κατηγορία αυτοτελούς παράβασης και επιβάλλεται το πρόστιμο κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων των παρ. 8 και 9 [40] .

Αν η αξία του στοιχείου είναι μερικώς εικονική, το ως άνω πρόστιμο επιβάλλεται για το μέρος της εικονικής αξίας. Όταν δεν είναι δυνατός ο προσδιορισμός της μερικώς εικονικής αξίας το πρόστιμο της περίπτωσης αυτής, επιβάλλεται μειωμένο κατά πενήντα τοις εκατό (50%).

Η ίδια μείωση ισχύει και για το λήπτη εικονικού στοιχείου στην περίπτωση που η εικονικότητα ανάγεται αποκλειστικά στο πρόσωπο του εκδότη [41] .

Κατ΄ εξαίρεση στην περίπτωση έκδοσης αποδείξεων από φορολογική ταμειακή μηχανή (φ.τ.μ.) του Ν 1809/1988 , στις οποίες τα εκτυπούμενα ατομικά στοιχεία του εκδότη δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, επιβάλλεται πρόστιμο σύμφωνα με τις διατάξεις της περ. α΄ της παρ. 2, εφόσον οι εκδοθείσες αποδείξεις έχουν καταχωρηθεί εμπρόθεσμα στα τηρούμενα βιβλία του κατόχου - χρήστη επιτηδευματία, η δε φ.τ.μ. έχει δηλωθεί από αυτόν στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν 1809/1988 .

γ) Στα πρόσωπα της παρ. 4 του άρθρου 2 του ΚΒΣ, λήπτες εικονικών φορολογικών στοιχείων για ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολο ή μέρος αυτής, επιβάλλεται το πρόστιμο που προβλέπεται για την περ. γ΄ της παρ. 8 του άρθρου αυτού, ανεξαρτήτως της αξίας των στοιχείων αυτών.

Εφόσον η εικονικότητα των στοιχείων του προηγούμενου εδαφίου ανάγεται αποκλειστικά στο πρόσωπο του εκδότη, δεν επιβάλλεται πρόστιμο στους αγρότες - λήπτες των στοιχείων [42] .

11. Για την εφαρμογή των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου και των περ. α΄ και γ΄ της παρ. 8, εφόσον καταλογίζονται αυτοτελείς παραβάσεις για τα φορολογικά στοιχεία αξίας, δεν καταλογίζονται, για την ίδια αιτία, όμοιες παραβάσεις για τα αντίστοιχα δελτία αποστολής, ανεξάρτητα από το αν τα στοιχεία αυτά εκδίδονται από διαφορετικά πρόσωπα.

Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου ισχύουν αναλόγως σε κάθε περίπτωση έκδοσης φορολογικών στοιχείων που αναφέρονται στην ίδια συναλλαγή ή πράξη, καθώς και για τις παραβάσεις της περ. η΄ της παρ. 8.

Δεν καταλογίζεται ιδιαίτερη παράβαση για την καταχώριση εικονικών, πλαστών ή νοθευμένων στοιχείων, εφόσον επιβάλλεται πρόστιμο της περ. β΄ της προηγούμενης παραγράφου, ανεξάρτητα από το χρόνο στον οποίο ανάγεται η παράβαση [43] , [44] .

12. Όπου σε άλλες διατάξεις γίνεται αναφορά σε παραβάσεις ή πρόστιμα του ΠΔ 99/1977 - ΚΦΣ - (ΦΕΚ Α΄ 34) ή του ΠΔ 186/1992 - ΚΒΣ νοούνται οι παραβάσεις και τα πρόστιμα του παρόντος νόμου.

[ 44 ]. Όπως η παρ. 11 του άρθρου 5 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 9 παρ. 8 του Ν 3052/2002 (ΦΕΚ Α΄ 221/24.9.2002), ισχύς από τη δημοσίευση του νόμου στην ΕτΚ.

[ 19 ]. Όπως οι υποπερ. αα΄, αβ΄ και αγ΄ της περ. α΄ της παρ. 2 του άρθρου 5 αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 75 παρ. 1 του Ν 3842/2010 (ΦΕΚ Α΄ 58/23.4.2010), ισχύς για παραβάσεις που διαπράττονται από τον μεθεπόμενο μήνα της δημοσίευσης του νόμου στην ΕτΚ, σύμφωνα με το άρθρο 92 παρ. 1 περ. ιζ΄ του ιδίου νόμου. Προηγουμένως, τα πρώην δραχμικά ποσά των 100.000, 200.000 και 300.000 δραχμών των υποπερ. α.α.΄, α.β.΄ και α.γ.΄ της περ. α΄ της παρ. 2 του άρθρου 5 του Ν 2523/1997 είχαν καθορισθεί, αντίστοιχα, σε ευρώ με το άρθρο 21 παρ. 4 περ. α΄ του Ν 2948/2001 (ΦΕΚ Α΄ 242/19.10.2001), ισχύς από 1.1.2002, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 3 του ιδίου νόμου.

[ 20 ]. Όπως το δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 5 του Ν 2523/1997 προστέθηκε με το άρθρο 9 παρ. 1 του Ν 3052/2002 (ΦΕΚ Α΄ 221/24.9.2002), ισχύς από τη δημοσίευση του νόμου στην ΕτΚ.

[ 21 ]. Όπως τα δύο τελευταία εδάφια της παρ. 4 του άρθρου 5 του Ν 2523/1997 προστέθηκαν με το άρθρο 10 παρ. 1 του Ν 2753/1999 (ΦΕΚ Α΄ 249/17.11.1999), ισχύς από τη δημοσίευση του νόμου στην ΕτΚ.

[ 22 ]. Όπως το πρώην δραχμικό ποσό των 300.000 δραχμών της περ. ε΄ της παρ. 5 του άρθρου 5 του Ν 2523/1997 καθορίσθηκε ως άνω σε ευρώ και αναπροσαρμόστηκε με το άρθρο 21 παρ. 4 περ. β΄ του Ν 2948/2001 (ΦΕΚ Α΄ 242/19.10.2001), ισχύς από 1.1.2002, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 3 του ιδίου νόμου.

[ 23 ]. Όπως η παρ. 5 του άρθρου 5 του Ν 2523/1997 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 10 παρ. 2 του Ν 2753/1999 (ΦΕΚ Α΄ 249/17.11.1999), ισχύς από τη δημοσίευση του νόμου στην ΕτΚ.

[ 24 ]. Όπως η περ. γ΄ της παρ. 6 του άρθρου 5 του Ν 2523/1997 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 9 παρ. 2 του Ν 3052/2002 (ΦΕΚ Α΄ 221/24.9.2002), ισχύς από τη δημοσίευση του νόμου στην ΕτΚ.

[ 25 ]. Όπως η περ. θ΄ της παρ. 6 του άρθρου 5 του Ν 2523/1997 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 9 παρ. 2 του Ν 3052/2002 (ΦΕΚ Α΄ 221/24.9.2002), ισχύς από τη δημοσίευση του νόμου στην ΕτΚ.

[ 26 ]. Όπως οι περ. α΄, β΄, ε΄, στ΄, η΄, ζ΄ και ι΄ της παρ. 6 του άρθρου 5 του Ν 2523/1997 , από τις οποίες προηγουμένως το δεύτερο εδάφιο της περ. στ΄ είχε αντικατασταθεί από το άρθρο 10 παρ. 4 του Ν 2753/1999 (ΦΕΚ Α΄ 249/17.11.1999), το ποσό της περ. ζ΄ είχε μετατραπεί σε ευρώ και αναπροσαρμοστεί από το άρθρο 21 παρ. 4 περ. γ΄ του Ν 2948/2001 (ΦΕΚ Α΄ 242/19.10.2001) και κατόπιν ολόκληρη η περ. ζ΄ είχε αντικατασταθεί από το άρθρο 10 παρ. 3 του Ν 2753/1999 (ΦΕΚ Α΄ 249/127.11.1999) και η περ. ι΄ είχε αντικατασταθεί από το άρθρο 9 παρ. 2 του Ν 3052/2002 (ΦΕΚ Α΄ 221/24.9.2002), αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 33 παρ. 1 του Ν 3522/2006 (ΦΕΚ Α΄ 276/22.12.2006), ισχύς από 1.1.2007. Περαιτέρω, το προτελευταίο εδάφιο της περ. ζ΄ καταργήθηκε με το άρθρο 25 παρ. 1 του Ν 3634/2008 (ΦΕΚ Α΄ 9/29.1.2008, ισχύς από 15.2.2008. Εξάλλου, το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν 3522/2006 (ΦΕΚ Α΄ 276) ορίζει ότι: «Οι διατάξεις του άρθρου 33 και της παρ. 19 του άρθρου 34 του παρόντος νόμου, αν προβλέπουν επιεικέστερη μεταχείριση, εφαρμόζονται και για παραβάσεις που διαπράχθηκαν μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2006, ανεξάρτητα από το χρόνο διαπίστωσης τους από τις φορολογικές αρχές, εφόσον δεν έχουν εκδοθεί από τους προϊσταμένους των δημόσιων οικονομικών υπηρεσιών οι σχετικές αποφάσεις επιβολής προστίμου. Ομοίως, εφαρμόζονται και για παραβάσεις που διαπράχθηκαν μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2006, ανεξάρτητα από το χρόνο διαπίστωσης τους από τις φορολογικές αρχές, για τις οποίες έχουν εκδοθεί από τους προϊσταμένους των δημόσιων οικονομικών υπηρεσιών οι σχετικές αποφάσεις επιβολής προστίμου και μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2006 δεν έχουν περαιωθεί οριστικά με διοικητική επίλυση της διαφοράς ή εκκρεμούν ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων ή του ΣτΕ. Για τις υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον των δικαστηρίων αυτών οι ενδιαφερόμενοι μπορούν με αίτηση τους, που υποβάλλεται στον αρμόδιο προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας εντός ανατρεπτικής προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την 31η Δεκεμβρίου 2006, να ζητήσουν τη διοικητική επίλυση της διαφοράς με βάση τις διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου, ακολουθούμενης της διαδικασίας του ΝΔ 4600/1966 (ΦΕΚ Α΄ 242). Στην περίπτωση που δεν επιτευχθεί διοικητική επίλυση της διαφοράς, οι υποθέσεις των δύο προηγούμενων εδαφίων κρίνονται με βάση τις διατάξεις που ίσχυαν κατά το χρόνο διάπραξης της παράβασης».

[ 27 ]. Όπως η περ. ια΄ της παρ. 6 του άρθρου 5 του Ν 2523/1997 , η οποία είχε αντικατασταθεί από το άρθρο 9 παρ. 2 του Ν 3052/2002 (ΦΕΚ Α΄ 221/24.9.2002), καταργήθηκε με το άρθρο 33 παρ. 1 του Ν 3522/2006 (ΦΕΚ Α΄ 276/22.12.2006), ισχύς από 1.1.2007. Εξάλλου, το άρθρο 35 παρ. 2 του ιδίου ως άνω νόμου ορίζει ότι: «Οι διατάξεις του άρθρου 33 και της παρ. 19 του άρθρου 34 του παρόντος νόμου, αν προβλέπουν επιεικέστερη μεταχείριση, εφαρμόζονται και για παραβάσεις που διαπράχθηκαν μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2006, ανεξάρτητα από το χρόνο διαπίστωσης τους από τις φορολογικές αρχές, εφόσον δεν έχουν εκδοθεί από τους προϊσταμένους των δημόσιων οικονομικών υπηρεσιών οι σχετικές αποφάσεις επιβολής προστίμου. Ομοίως, εφαρμόζονται και για παραβάσεις που διαπράχθηκαν μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2006, ανεξάρτητα από το χρόνο διαπίστωσης τους από τις φορολογικές αρχές, για τις οποίες έχουν εκδοθεί από τους προϊσταμένους των δημόσιων οικονομικών υπηρεσιών οι σχετικές αποφάσεις επιβολής προστίμου και μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2006 δεν έχουν περαιωθεί οριστικά με διοικητική επίλυση της διαφοράς ή εκκρεμούν ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων ή του ΣτΕ. Για τις υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον των δικαστηρίων αυτών οι ενδιαφερόμενοι μπορούν με αίτησή τους, που υποβάλλεται στον αρμόδιο προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας εντός ανατρεπτικής προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την 31η Δεκεμβρίου 2006, να ζητήσουν τη διοικητική επίλυση της διαφοράς με βάση τις διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου, ακολουθούμενης της διαδικασίας του ΝΔ 4600/1966 (ΦΕΚ Α΄ 242). Στην περίπτωση που δεν επιτευχθεί διοικητική επίλυση της διαφοράς, οι υποθέσεις των δύο προηγούμενων εδαφίων κρίνονται με βάση τις διατάξεις που ίσχυαν κατά το χρόνο διάπραξης της παράβασης».

[ 28 ]. Όπως το δεύτερο εδάφιο της παρ. 7 του άρθρου 5 του Ν 2523/1997 προστέθηκε με το άρθρο 9 παρ. 3 του Ν 3052/2002 (ΦΕΚ Α΄ 221/24.9.2002), ισχύς από τη δημοσίευση του νόμου στην ΕτΚ.

[ 29 ]. Όπως η περ. α΄ της παρ. 8 του άρθρου 5 του Ν 2523/1997 , της οποίας το δεύτερο εδάφιο είχε προηγουμένως προστεθεί με το άρθρο 10 παρ. 5 του Ν 2753/1999 (ΦΕΚ Α΄ 249/17.11.1999), αντικαταστάθηκε από το άρθρο 33 παρ. 2 του Ν 3522/2006 (ΦΕΚ Α΄ 276/22.12.2006), ισχύς από 1.1.2007. Εξάλλου, το άρθρο 35 παρ. 2 του ιδίου ως άνω νόμου ορίζει ότι: «Οι διατάξεις του άρθρου 33 και της παρ. 19 του άρθρου 34 του παρόντος νόμου, αν προβλέπουν επιεικέστερη μεταχείριση, εφαρμόζονται και για παραβάσεις που διαπράχθηκαν μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2006, ανεξάρτητα από το χρόνο διαπίστωσης τους από τις φορολογικές αρχές, εφόσον δεν έχουν εκδοθεί από τους προϊσταμένους των δημόσιων οικονομικών υπηρεσιών οι σχετικές αποφάσεις επιβολής προστίμου. Ομοίως, εφαρμόζονται και για παραβάσεις που διαπράχθηκαν μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2006, ανεξάρτητα από το χρόνο διαπίστωσης τους από τις φορολογικές αρχές, για τις οποίες έχουν εκδοθεί από τους προϊσταμένους των δημόσιων οικονομικών υπηρεσιών οι σχετικές αποφάσεις επιβολής προστίμου και μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2006 δεν έχουν περαιωθεί οριστικά με διοικητική επίλυση της διαφοράς ή εκκρεμούν ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων ή του ΣτΕ. Για τις υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον των δικαστηρίων αυτών οι ενδιαφερόμενοι μπορούν με αίτηση τους, που υποβάλλεται στον αρμόδιο προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας εντός ανατρεπτικής προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την 31η Δεκεμβρίου 2006, να ζητήσουν τη διοικητική επίλυση της διαφοράς με βάση τις διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου, ακολουθούμενης της διαδικασίας του ΝΔ 4600/1966 (ΦΕΚ Α΄ 242). Στην περίπτωση που δεν επιτευχθεί διοικητική επίλυση της διαφοράς, οι υποθέσεις των δύο προηγούμενων εδαφίων κρίνονται με βάση τις διατάξεις που ίσχυαν κατά το χρόνο διάπραξης της παράβασης». Επίσης, από το άρθρο 75 παρ. 5 του Ν 3842/2010 (ΦΕΚ Α΄ 58/23.4.2010, ισχύς για παραβάσεις που διαπράττονται από το μεθεπόμενο μήνα της δημοσίευσης του νόμου στην ΕτΚ), ορίζεται ότι: «Το αφορολόγητο όριο της κλίμακας του άρθρου 9 του Ν 2238/1994 (ΦΕΚ Α΄ 151) δεν εφαρμόζεται στις χρήσεις εκείνες για τις οποίες καταλογίζονται αυτοτελείς παραβάσεις των περ. α΄ και η΄ της παρ. 8 του άρθρου 5 του Ν 2523/1997 (ΦΕΚ Α΄ 179) και των περ. α΄ και β΄ της παρ. 10 του ίδιου άρθρου και νόμου, εφαρμοζομένων αναλόγως των διατάξεων των άρθρων 66, 67 και 68 του Ν 2238/1994».

[ 30 ]. Όπως στο τέλος της περ. β΄ της παρ. 8 του άρθρου 5 προστέθηκε νέο εδάφιο (ενν. δύο εδάφια) με το άρθρο 26 παρ. 4 του Ν 3943/2011 (ΦΕΚ Α΄ 66/31.3.2011), ισχύς από τη δημοσίευση του νόμου στην ΕτΚ.

[ 31 ]. Όπως το πρώτο εδάφιο της περ. ζ΄ της παρ. 8 του άρθρου 5 του Ν 2523/1997 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 9 παρ. 4 του Ν 3052/2002 (ΦΕΚ Α΄ 221/24.9.2002), ισχύς από τη δημοσίευση του νόμου στην ΕτΚ.

[ 32 ]. Όπως το δεύτερο εδάφιο της περ. ζ΄ της παρ. 8 του άρθρου 5 του Ν 2523/1997 προστέθηκε με το άρθρο 10 παρ. 6 του Ν 2753/1999 (ΦΕΚ Α΄ 249/17.11.1999) και τροποποιήθηκε με το άρθρο 21 παρ. 4 περ. δ΄ του Ν 2948/2001 (ΦΕΚ Α΄ 242/19.10.2001), δυνάμει του οποίου το πρώην δραχμικό ποσό των 300.000 δραχμών καθορίσθηκε ως άνω σε ευρώ.

[ 33 ]. Όπως το πρώτο εδάφιο της περ. η΄ της παρ. 8 του άρθρου 5 του Ν 2523/1997 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 9 παρ. 4 του Ν 3052/2002 (ΦΕΚ Α΄ 221/24.9.2002). Επίσης, από το άρθρο 75 παρ. 5 του Ν 3842/2010 (ΦΕΚ Α΄ 58/23.4.2010, ισχύς για παραβάσεις που διαπράττονται από το μεθεπόμενο μήνα της δημοσίευσης του νόμου στην ΕτΚ), ορίζεται ότι: «Το αφορολόγητο όριο της κλίμακας του άρθρου 9 του Ν 2238/1994 (ΦΕΚ Α΄ 151) δεν εφαρμόζεται στις χρήσεις εκείνες για τις οποίες καταλογίζονται αυτοτελείς παραβάσεις των περ. α΄ και η΄ της παρ. 8 του άρθρου 5 του Ν 2523/1997 (ΦΕΚ Α΄ 179) και των περ. α΄ και β΄ της παρ. 10 του ίδιου άρθρου και νόμου, εφαρμοζομένων αναλόγως των διατάξεων των άρθρων 66, 67 και 68 του Ν 2238/1994».

[ 34 ]. Όπως οι περ. θ΄, ι΄, και ια΄ της παρ. 8 του άρθρου 5 του Ν 2523/1997 αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 33 παρ. 3 του Ν 3522/2006 (ΦΕΚ Α΄ 276/22.12.2006), ισχύς από 1.1.2007. Εξάλλου, το άρθρο 35 παρ. 2 του ιδίου ως άνω νόμου ορίζει ότι: «Οι διατάξεις του άρθρου 33 και της παρ. 19 του άρθρου 34 του παρόντος νόμου, αν προβλέπουν επιεικέστερη μεταχείριση, εφαρμόζονται και για παραβάσεις που διαπράχθηκαν μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2006, ανεξάρτητα από το χρόνο διαπίστωσης τους από τις φορολογικές αρχές, εφόσον δεν έχουν εκδοθεί από τους προϊσταμένους των δημόσιων οικονομικών υπηρεσιών οι σχετικές αποφάσεις επιβολής προστίμου. Ομοίως, εφαρμόζονται και για παραβάσεις που διαπράχθηκαν μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2006, ανεξάρτητα από το χρόνο διαπίστωσης τους από τις φορολογικές αρχές, για τις οποίες έχουν εκδοθεί από τους προϊσταμένους των δημόσιων οικονομικών υπηρεσιών οι σχετικές αποφάσεις επιβολής προστίμου και μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2006 δεν έχουν περαιωθεί οριστικά με διοικητική επίλυση της διαφοράς ή εκκρεμούν ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων ή του ΣτΕ. Για τις υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον των δικαστηρίων αυτών οι ενδιαφερόμενοι μπορούν με αίτηση τους, που υποβάλλεται στον αρμόδιο προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας εντός ανατρεπτικής προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την 31η Δεκεμβρίου 2006, να ζητήσουν τη διοικητική επίλυση της διαφοράς με βάση τις διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου, ακολουθούμενης της διαδικασίας του ΝΔ 4600/1966 (ΦΕΚ Α΄ 242). Στην περίπτωση που δεν επιτευχθεί διοικητική επίλυση της διαφοράς, οι υποθέσεις των δύο προηγούμενων εδαφίων κρίνονται με βάση τις διατάξεις που ίσχυαν κατά το χρόνο διάπραξης της παράβασης».

[ 35 ]. Όπως η περ. ιβ΄ της παρ. 8 του άρθρου 5 του Ν 2523/1997 προστέθηκε με το άρθρο 33 παρ. 4 του Ν 3522/2006 (ΦΕΚ Α΄ 276/22.12.2006), ισχύς από 1.1.2007, σύμφωνα με το άρθρο 39 περ. θ΄ του ιδίου νόμου.

[ 36 ]. Όπως οι περ. ιγ΄, ιδ και ιε’ της παρ. 8 του άρθρου 5, οι οποίες είχαν προστεθεί με το άρθρο 25 παρ. 2 του Ν 3634/2008 (ΦΕΚ Α΄ 9/29.1.2008), ισχύς από 15.2.2008, καταργήθηκαν με το άρθρο 5 παρ. 7 του Ν 3899/2010 (ΦΕΚ Α΄ 212/17.12.2010), ισχύς από 1.1.2011, σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 1 του ιδίου νόμου. Οι καταργηθείσες περιπτώσεις όριζαν: «ιγ) Η κάθε μη υποβολή στοιχείων για τις συναλλαγές πετρελαίου της παρ. 7 του άρθρου 20 του ΚΒΣ (ΠΔ 186/1992 ). Στην περίπτωση αυτή ο συντελεστής βαρύτητας έχει αριθμητική τιμή δέκα (10). ιδ) Η κάθε εκπρόθεσμη υποβολή στοιχείων για τις συναλλαγές πετρελαίου της παρ. 7 του άρθρου 20 του ΚΒΣ, καθώς και η κάθε ανακριβής υποβολή αυτών ως προς την ποσότητα. ιε) Η κάθε μη υποβολή ή η εκπρόθεσμη υποβολή των αντιτύπων των φορολογικών παραστατικών για τις συναλλαγές πετρελαίου της παρ. 7 του άρθρου 20 του ΚΒΣ ανεξάρτητα αν η παράλειψη αυτή αφορά ένα ή περισσότερα από αυτά».

Σύμφωνα, εξάλλου, με το άρθρο 320 παρ. 10-12 του Ν 4072/2012 (ΦΕΚ Α’ 86/11.4.2010) ορίζεται ότι οι παραβάσεις που προβλέπονταν ως αυτοτελείς, σύμφωνα με τις διατάξεις των περ. ιγ’, ιδ’ και ιε’ της παρ. 8 του άρθρου 5 του Ν 2523/1997 που καταργήθηκαν από 1.1.2011 με τις διατάξεις της παρ. 7 του άρθρου 5 του Ν 3899/2010 (ΦΕΚ Α’ 212/17.12.2010) και διαπράχθηκαν μέχρι 31.12.2010, για τις οποίες δεν έχουν εκδοθεί από τους προϊσταμένους των Δημόσιων Οικονομικών Υπηρεσιών οι σχετικές αποφάσεις επιβολής προστίμου ή έχουν εκδοθεί οι αποφάσεις αυτές και κατά το χρόνο έναρξης ισχύος των διατάξεων του Ν 4072/2012 (11.4.2012) δεν έχουν περαιωθεί οριστικά με διοικητική επίλυση της διαφοράς, ανεξάρτητα από το χρόνο διαπίστωσής τους, λογίζονται ως γενικές παραβάσεις και επιβάλλεται ένα (1) ενιαίο πρόστιμο, ανά διαχειριστική περίοδο, με βάση την κατηγορία βιβλίων που τηρούνταν κατά την πρώτη ημέρα της διαχειριστικής περιόδου στην οποία ανάγονται αυτές, με συντελεστή βαρύτητας (Σ.Β.), κατά περίπτωση, ως εξής:

α) Για τη μη υποβολή στοιχείων, για τις συναλλαγές πετρελαίου της παρ. 7 του άρθρου 20 του ΚΒΣ (ΠΔ 186/1992 ), ο Σ.Β. = τρία (3). β) Για την εκπρόθεσμη υποβολή στοιχείων, για τις συναλλαγές πετρελαίου της παρ. 7 του άρθρου 20 του ΚΒΣ, καθώς και την ανακριβή υποβολή αυτών ως προς την ποσότητα, ο Σ.Β. = δύο (2). γ) Για τη μη υποβολή ή την εκπρόθεσμη υποβολή των αντιτύπων των φορολογικών παραστατικών, για τις συναλλαγές πετρελαίου της παρ. 7 του άρθρου 20 του ΚΒΣ, ανεξάρτητα αν η παράλειψη αυτή αφορά ένα ή περισσότερα από αυτά, ο Σ.Β. = ένα (1).

Τα ως άνω ισχύουν με την προϋπόθεση ότι το ποσό του προστίμου, που προβλέπεται από τις διατάξεις αυτές, δεν είναι μεγαλύτερο από αυτό που θα προέκυπτε, με βάση τις προϊσχύουσες διατάξεις.

Τα αναφερόμενα στις διατάξεις της παρ. 10 του άρθρου 320 του Ν 4072/2012 εφαρμόζονται και για τις παραβάσεις που εκκρεμεί συζήτηση προσφυγής κατ’ αυτών ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων και του ΣτΕ, εφόσον προβλέπουν επιεικέστερη μεταχείριση. Για τις υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον των δικαστηρίων αυτών, οι ενδιαφερόμενοι μπορούν με αίτησή τους, που υποβάλλεται στον αρμόδιο προϊστάμενο της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας, εντός ανατρεπτικής προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από τη δημοσίευση του Ν 4072/2012 (11.4.2012), να ζητήσουν τη διοικητική επίλυση της διαφοράς με βάση τις υπόψη διατάξεις, ακολουθουμένης της διαδικασίας του ΝΔ 4600/1966 (ΦΕΚ Α΄ 242).

Κατά την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος, ποσά προστίμων που έχουν καταβληθεί δεν επιστρέφονται.

[ 37 ]. Όπως το τελευταίο εδάφιο της παρ. 9 του άρθρου 5, το οποίο είχε προστεθεί με το άρθρο 25 παρ. 3 του Ν 3634/2008 (ΦΕΚ Α΄ 9/29.1.2008), ισχύς από 15.2.2008, καταργήθηκε με το άρθρο 5 παρ. 7 του Ν 3899/2010 (ΦΕΚ Α΄ 212/17.12.2010), ισχύς από 1.1.2011, σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 1 του ιδίου νόμου. Το καταργηθέν εδάφιο όριζε: «Κατ’ εξαίρεση για μεν τις παραβάσεις των περιπτώσεων ιδ΄ και ιε΄ της προηγούμενης παραγράφου το ανώτατο όριο του προστίμου ανά έτος που αφορούν αυτές δεν μπορεί να υπερβεί το τριακονταπλάσιο της ΒΑΣ.ΥΠ.1, για δε τις παραβάσεις της περίπτωσης ιγ΄ της προηγούμενης παραγράφου δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της παρούσας».

[ 38 ]. Όπως το δραχμικό ποσό της περ. α΄ της παρ. 10 του Ν 2523/1997 καθορίσθηκε αρχικά σε ευρώ από το άρθρο 21 παρ. 4 περ. ε΄ του Ν 2948/2001 (ΦΕΚ Α΄ 242/19.10.2001) και κατόπιν αναπροσαρμόστηκε σε χίλια διακόσια (1.200) ευρώ από το άρθρο 75 παρ. 2 του Ν 3842/2010 (ΦΕΚ Α΄ 58/23.4.2010), ισχύς για παραβάσεις που διαπράττονται από τον μεθεπόμενο μήνα της δημοσίευσης του νόμου στην ΕτΚ. Το τελευταίο εδάφιο της ιδίας περίπτωσης, το οποίο είχε προστεθεί με το άρθρο 10 παρ. 7 του Ν 2753/1999 (ΦΕΚ Α΄ 249/17.11.1999) αντικαταστάθηκε από το άρθρο 9 παρ. 5 του Ν 3052/2002 (ΦΕΚ Α΄ 221/24.9.2002), ισχύς από τη δημοσίευση του νόμου στην ΕτΚ. Εξάλλου, από το άρθρο 75 παρ. 5 του Ν 3842/2010 (ΦΕΚ Α΄ 58/23.4.2010, ισχύς για παραβάσεις που διαπράττονται από το μεθεπόμενο μήνα της δημοσίευσης του νόμου στην ΕτΚ), ορίζεται ότι: «Το αφορολόγητο όριο της κλίμακας του άρθρου 9 του Ν 2238/1994 (ΦΕΚ Α΄ 151) δεν εφαρμόζεται στις χρήσεις εκείνες για τις οποίες καταλογίζονται αυτοτελείς παραβάσεις των περ. α΄ και η΄ της παρ. 8 του άρθρου 5 του Ν 2523/1997 (ΦΕΚ Α΄ 179) και των περ. α΄ και β΄ της παρ. 10 του ίδιου άρθρου και νόμου, εφαρμοζομένων αναλόγως των διατάξεων των άρθρων 66, 67 και 68 του Ν 2238/1994».

[ 39 ]. Όπως το πρώην δραχμικό ποσό της περ. β΄ της παρ. 10 του άρθρου 5 του Ν 2523/1997 προσαρμόσθηκε αρχικά σε ευρώ από το άρθρο 21 παρ. 4 περ. ε΄ του Ν 2948/2001 (ΦΕΚ Α΄ 242/19.10.2001), ισχύς από 1.1.2002 και κατόπιν αναπροσαρμόστηκε σε χίλια διακόσια (1.200) ευρώ από το άρθρο 75 παρ. 2 του Ν 3842/2010 (ΦΕΚ Α΄ 58/23.4.2010), ισχύς για παραβάσεις που διαπράττονται από τον μεθεπόμενο μήνα της δημοσίευσης του νόμου στην ΕτΚ. Εξάλλου, από το άρθρο 75 παρ. 5 του Ν 3842/2010 (ΦΕΚ Α΄ 58/23.4.2010, ισχύς για παραβάσεις που διαπράττονται από το μεθεπόμενο μήνα της δημοσίευσης του νόμου στην ΕτΚ), ορίζεται ότι: «Το αφορολόγητο όριο της κλίμακας του άρθρου 9 του Ν 2238/1994 (ΦΕΚ Α΄ 151) δεν εφαρμόζεται στις χρήσεις εκείνες για τις οποίες καταλογίζονται αυτοτελείς παραβάσεις των περ. α΄ και η΄ της παρ. 8 του άρθρου 5 του Ν 2523/1997 (ΦΕΚ Α΄ 179) και των περ. α΄ και β΄ της παρ. 10 του ίδιου άρθρου και νόμου, εφαρμοζομένων αναλόγως των διατάξεων των άρθρων 66, 67 και 68 του Ν 2238/1994».

[ 40 ]. Όπως το πρώτο εδάφιο της περ. β΄ της παρ. 5 του άρθρου 10 του Ν 2523/1997 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 9 παρ. 6 του Ν 3052/2002 (ΦΕΚ Α΄ 221/24.9.2002), ισχύς από τη δημοσίευση του νόμου στην ΕτΚ.

[ 41 ]. Όπως το τέταρτο εδάφιο της περ. β΄ της παρ. 10 του άρθρου 5 του Ν 2523/1997 προστέθηκε με το άρθρο 10 παρ. 8 του Ν 2753/1999 (ΦΕΚ Α΄ 249/17.11.1999), ισχύς από τη δημοσίευση του νόμου της ΕτΚ.

[ 42 ]. Όπως η περ. γ΄ της παρ. 10 του άρθρου 5 του Ν 2523/1997 προστέθηκε με το άρθρο 9 παρ. 7 του Ν 3052/2002 (ΦΕΚ Α΄ 221/24.9.2002), ισχύς από τη δημοσίευση του νόμου στην ΕτΚ.

[ 43 ]. Όπως το τελευταίο εδάφιο της παρ. 11 του άρθρου 5 προστέθηκε με το άρθρο 40 παρ. 16 του Ν 3220/2004 (ΦΕΚ Α΄ 15/28.1.2004), ισχύς από τη δημοσίευση του νόμου στην ΕτΚ. Σύμφωνα δε με το άρθρο 40 παρ. 17 του Ν 3220/2004 , οι διατάξεις της παρ. 16 καταλαμβάνουν και τις εκκρεμείς στις φορολογικές αρχές, στα διοικητικά δικαστήρια και το Συμβούλιο της Επικρατείας υποθέσεις.