To παρόν άρθρο αποτελεί μέρος του περιοδικού ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ. Για να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στα υπόλοιπα περιεχόμενα του περιοδικού επικοινωνήστε μαζί μας τηλεφωνικά ή μέσω email
ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ
Περιοδικό: ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ
Τεύχος: 171, Ιούνιος 2020
Έκδοση: ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
Ενότητα: ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΞΗΣ, σ. 485
Επόμενο: Π. Γιώτης, Σύντομος σχολιασμός και παρουσίαση εγκυκλίων και διοικητικών αποφάσεων
Π. Γιώτης, Σύντομος σχολιασμός και παρουσίαση εγκυκλίων και διοικητικών αποφάσεων
Μεγαλύτερη γραμματοσειρά Μικρότερη γραμματοσειρά Εκτύπωση άρθρου

Δ. Γαρνέλης, Η παρανόηση με την προσαύξηση της περιουσίας και τον έλεγχο των καταθέσεων

Δημήτρης Γαρνέλης, Λογιστής - Φοροτεχνικός

Χιλιάδες υποθέσεις προσαύξησης περιουσίας ελέγχονται με εντολή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων. Ειδικότερα, η ΑΑΔΕ αντλεί στοιχεία από τις εγχώριες τράπεζες σχετικά με καταθέσεις, ομόλογα και λοιπά χρηματοοικονομικά προϊόντα, η επεξεργασία των οποίων πραγματοποιείται από ειδικό λογισμικό ελέγχου προσαύξησης περιουσίας, το οποίο έχει τεθεί σε εφαρμογή τα τελευταία χρόνια.

Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι εγκλωβίζονται από τις αρχές εκείνοι οι φορολογούμενοι, οι οποίοι παρά τις χαμηλού ύψους εισοδηματικές δηλώσεις τους, διακινούν μέσω τραπεζικών λογαριασμών δυσανάλογα χρηματικά ποσά. Σε κάθε τέτοια περίπτωση ο φορολογούμενος υποχρεούται να αποδείξει τη νόμιμη προέλευση των χρημάτων του. Σε διαφορετική περίπτωση κινδυνεύει με υψηλού ύψους πρόστιμα και προσαυξήσεις που ξεπερνούν πολλές φορές και το 90% των ποσών που βρέθηκαν να διακινούνται στους λογαριασμούς τους.

Η διαδικασία του ελέγχου πραγματοποιείται αυτόματα από το σύστημα το οποίο συνδυάζει και συγκρίνει τα αντίστοιχα δηλωθέντα εισοδήματα με τις κινήσεις των λογαριασμών για κάθε φορολογικό έτος χωριστά.

Κάθε προσαύξηση περιουσίας, σύμφωνα με τη παρ. 4 του άρθρου 21 του Ν 4172/2013 , που προέρχεται από παράνομη ή αδικαιολόγητη ή άγνωστη πηγή ή αιτία θεωρείται κέρδος από επιχειρηματική δραστηριότητα υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας.

Σε περίπτωση διαπίστωσης προσαύξησης περιουσίας κατά την παρ. 4 του άρθρου 21 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, η προσαύξηση αυτή δεν υπόκειται σε φορολογία, εφόσον ο φορολογούμενος αποδείξει την πραγματική πηγή αυτής, καθώς επίσης και ότι αυτή είτε έχει υπαχθεί σε νόμιμη φορολογία είτε απαλλάσσεται από το φόρο σύμφωνα με ειδικές διατάξεις. Σε περίπτωση που οι αποδείξεις δεν είναι ικανοποιητικές, η οποιαδήποτε προσαύξηση της περιουσίας χαρακτηρίζεται και φορολογείται ως εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα. Η προσαύξηση της περιουσίας μπορεί να αναφέρεται σε κινητή ή ακίνητη περιουσία οποιασδήποτε μορφής, όπως οικόπεδα, σπίτια, αυτοκίνητα, σκάφη, αεροσκάφη, τραπεζικές καταθέσεις και πάσης φύσεως χρεόγραφα, (μετοχές, τοκομερίδια, ομόλογα, αμοιβαία κεφάλαια κ.λπ.), η οποία δεν δικαιολογείται από τα εισοδήματα που δηλώνει ο φορολογούμενος. Η μεταβολή της σύνθεσης ή της διατήρησης της περιουσίας δεν σημαίνει απαραίτητα και την προσαύξησή της.

Σε αυτό το σημείο αναγκαίο είναι να αναφερθεί ότι έχουν προκύψει σημαντικές προστριβές ανάμεσα σε φορολογουμένους και φορολογική διοίκηση. Προστριβές οι οποίες απεικονίστηκαν με προσφυγές των φορολογουμένων στα φορολογικά δικαστήρια και σε πλειάδα αποφάσεων ακόμη και του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η φορολογική διοίκηση προκειμένου να βοηθήσει στην καλύτερη κατανόηση της έννοιας της προσαύξησης της περιουσίας και ανεξαρτήτως του τρόπου ή της μεθόδου προσδιορισμού της φορολογητέας ύλης, εξέδωσε αρκετά επεξηγηματικά έγγραφα μεταξύ των οποίων και την Πολ. 1175/2017, η οποία τοποθετήθηκε επαρκώς σε μια σειρά ζητημάτων επί του θέματος.

Ειδικότερα, διευκρινίστηκε ότι δεν υφίσταται προσαύξηση περιουσίας κατά την έννοια της παρ. 4 του άρθρου 21 του Ν 4172/2013 , στην περίπτωση κατά την οποία είναι εμφανής η πηγή προέλευσης ενός χρηματικού ποσού, το οποίο εμφανίζεται ως πίστωση στον τραπεζικό λογαριασμό του ελεγχόμενου φυσικού προσώπου, όπως για παράδειγμα το εισόδημα από κεφάλαιο, εισόδημα από κινητές αξίες, πώληση περιουσιακών στοιχείων, δάνειο, κ.λπ., ακόμα και αν το ποσό αυτό δεν συμπεριελήφθη στις σχετικές δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, ενώ υπήρχε σχετική υποχρέωση.

Αντιθέτως, κάθε πίστωση σε τραπεζικό λογαριασμό μπορεί να λογισθεί και να φορολογηθεί ως εισόδημα της παρ. 4 του άρθρου 21 του Ν 4172/2013 του δικαιούχου του λογαριασμού, εφόσον δεν καλύπτεται με τα δηλωθέντα εισοδήματά του, ούτε από άλλη συγκεκριμένη και αρκούντως τεκμηριωμένη πηγή την οποία αυτός επικαλείται, κατόπιν κλήσης του από τη Διοίκηση.

Ο φορολογούμενος οφείλει να ανταποκριθεί σε κάθε κλήση της ελεγκτικής αρχής, χορηγώντας της τα αναγκαία και απαραίτητα στοιχεία διευκρίνισης και επαρκούς δικαιολόγησης της περιουσιακής του κατάστασης, η οποία δεν ανταποκρίνεται σε εκείνη που προκύπτει από τα στοιχεία των φορολογικών του δηλώσεων. Η άρνηση ή η παράλειψη του φορολογούμενου να παράσχει τις παραπάνω πληροφορίες ή η αδυναμία του να τεκμηριώσει επαρκώς τους ισχυρισμούς προς δικαιολόγηση των επίμαχων ποσών λαμβάνεται υπόψη κατά την εκτίμηση από τη φορολογική αρχή των αποδείξεων σε βάρος του.

Για την δικαιολόγηση προσαύξησης περιουσίας μέσω διάθεσης περιουσιακών στοιχείων ή μέσω απόκτησης εισοδημάτων που, στο παρελθόν, δεν υπήρχε η υποχρέωση της αναγραφής τους στη δήλωση φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων, είτε γιατί ήταν αφορολόγητα είτε γιατί φορολογούνταν με ειδικό τρόπο (π.χ. τόκοι, πώληση εισηγμένων μετοχών), πρέπει να αποδεικνύονται με τα κατάλληλα νόμιμα δικαιολογητικά. Επίσης, σε όσες περιπτώσεις επικαλείται ο φορολογούμενος ότι η προσαύξηση περιουσίας προέρχεται από δωρεά, δανειοδότηση, γονική παροχή, κληρονομιά κ.λπ., πρέπει να ελέγχεται αν υπήρχε η δυνατότητα από τον δωρητή, τον δανειοδότη, τον παρέχοντα, τον κληρονομούμενο, να καταβάλλει ποσά που επικαλείται ο φορολογούμενος, καθώς και αν έχουν καταλογιστεί τα ποσά που προβλέπονται από τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις (π.χ. τέλη χαρτοσήμου, φόρος γονικής παροχής , φόρος δωρεάς κ.λπ.).

Η προσαύξηση της περιουσίας που προκύπτει από τον έλεγχο τραπεζικών λογαριασμών πρέπει να τεκμηριώνεται επαρκώς, καθόσον αναλήψεις / καταθέσεις μπορεί να αφορούν συναλλαγές-κινήσεις που δεν συνιστούν κατʼ ανάγκη φορολογητέο εισόδημα. Επιπλέον, μεταφορές χρηματικών ποσών μεταξύ τραπεζικών λογαριασμών εξετάζονται και διερευνάται ο λόγος που πραγματοποιήθηκαν οι συναλλαγές μεταφοράς των ποσών αυτών αφού προσκομίσει ο φορολογούμενος τα σχετικά έγγραφα. Επομένως, το θέμα που πρέπει να εξετάζεται δεν είναι ο χρόνος που μεσολαβεί μεταξύ ανάληψης και κατάθεσης στον ίδιο ή άλλο τραπεζικό λογαριασμό αλλά αν τα αναληφθέντα ποσά υπερκαλύπτουν δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων ή λοιπών δαπανών, έτσι ώστε να μην δικαιολογούνται μεταγενέστερες καταθέσεις ίσου ή άλλου ποσού στον ίδιο ή άλλο λογαριασμό. Σʼ αυτήν την περίπτωση μπορεί να αποδειχθεί και να τεκμηριωθεί από τον έλεγχο ότι, οι συγκεκριμένες αναλήψεις που έγιναν από τον φορολογούμενο από έναν ή περισσότερους λογαριασμούς δαπανήθηκαν για την απόκτηση περιουσιακών στοιχείων ή λοιπών δαπανών οπότε δεν μπορεί να θεωρηθεί εφικτή η επανακατάθεση των ποσών αυτών σε ίδιους ή άλλους λογαριασμούς.

Επιπλέον ο έλεγχος κρίνει και τεκμηριώνει εάν πρόκειται ή όχι για «πρωτογενείς καταθέσεις», δηλαδή για ποσά που προέρχονται από άγνωστη ή μη σταθερή πηγή και δεν προέρχονται από αναλήψεις από άλλους τραπεζικούς λογαριασμούς. Σημειώνεται ότι δεν αντίκειται στη φορολογική νομοθεσία η ανάληψη χρηματικών ποσών και η αποδεδειγμένη επανακατάθεση μέρους ή του συνόλου αυτών και ούτε προβλέπεται χρονικός περιορισμός για την διαδικασία κίνησης χρηματικών κεφαλαίων.

Ειδικότερα, επί καταθέσεως ποσού σε τραπεζικό λογαριασμό, ισόποση επαύξηση της περιουσίας του δικαιούχου του λογαριασμού και, συνεπώς, και αντίστοιχη φοροδοτική του ικανότητα γεννάται από το χρονικό σημείο της κατάθεσης του ποσού στο λογαριασμό είτε σε περίπτωση τμηματικής κατάθεσης από τότε που κατατέθηκε καθένα από τα τμήματά του. Η μεταφορά χρηματικού ποσού από τραπεζικό λογαριασμό του φορολογούμενου σε άλλο τραπεζικό λογαριασμό του ίδιου δεν επιφέρει επαύξηση της περιουσίας του, από μόνη της. Συνεπώς, (και σύμφωνα με την απόφαση του ΣτΕ 271/202) κρίσιμος για τη φορολόγησή της είναι ο χρόνος κατάθεσης του επίμαχου ποσού στον τραπεζικό λογαριασμό του δικαιούχου ή σε περίπτωση τμηματικής κατάθεσής του, ο χρόνος που κατατέθηκε καθένα από τα τμήματά του. Ο προσδιορισμός του κρίσιμου χρόνου, που συνιστά ζήτημα πραγματικό, διενεργείται, σύμφωνα με την αρμοδιότητά της, από τη φορολογική αρχή με βάση πρόσφορα και επαρκή στοιχεία, που συλλέγονται ύστερα από τη λήψη των κατάλληλων μέτρων ελέγχου και διερεύνησης της υπόθεσης, στα οποία συμπεριλαμβάνονται ιδίως η κλήση του φορολογούμενου για παροχή εξηγήσεων, καθώς και η αναζήτηση πληροφοριών και εγγράφων από τα εμπλεκόμενα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

Σε περίπτωση που μια υπόθεση προσαύξησης περιουσίας έχει οδηγηθεί σε αρμόδιο δικαστήριο, αυτό έχει εξουσία πλήρους ελέγχου του χρόνου σχηματισμού της προσαύξησης, που είναι και ο κρίσιμος για τη φορολόγησή της και μπορεί υπό την προϋπόθεση ότι αμφισβητείται, από τον υπόχρεο με προσφυγή, να αλλάξει, ενδεχομένως, το χρονικό σημείο επέλευσης της επαύξησης, ακυρώνοντας κατά περίπτωση, την πράξη του φόρου.

Όταν δεν μπορεί να δικαιολογηθεί η προσαύξηση της περιουσίας, τότε αυτή φορολογείται στη χρήση που διαπιστώνεται από τον έλεγχο ότι επήλθε. Ο φορολογούμενος δύναται σε κάθε περίπτωση να αποδείξει ότι ο χρόνος αυτός είναι διάφορος από αυτόν που διαπιστώθηκε από τον έλεγχο.

Παρακαλώ περιμένετε...

loading
 
Ερώτηση Ασφαλείας: Επιλέξτε μία σημαντική για εσάς ημερομηνία

Σημειώστε την ημερομηνία που θα επιλέξετε, σε περίπτωση που σας ζητηθεί στο μέλλον από το σύστημα για λόγους ασφαλείας.

Επιβεβαιώστε τον λογαριασμό σας

Παρακαλώ συμπληρώστε την σημαντική για εσάς ημερομηνία που έχετε καταχωρίσει ως ερώτηση ασφαλείας.