To παρόν άρθρο αποτελεί μέρος του περιοδικού ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ. Για να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στα υπόλοιπα περιεχόμενα του περιοδικού επικοινωνήστε μαζί μας τηλεφωνικά ή μέσω email
ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ
Περιοδικό: ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ
Τεύχος: 2/2020, Φεβρουάριος 2020
Έκδοση: ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
Ενότητα: ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΞΗΣ, σ. 101
Επόμενο: Π. Γιώτης, Σύντομος σχολιασμός και παρουσίαση εγκυκλίων και διοικητικών αποφάσεων
Π. Γιώτης, Σύντομος σχολιασμός και παρουσίαση εγκυκλίων και διοικητικών αποφάσεων
Μεγαλύτερη γραμματοσειρά Μικρότερη γραμματοσειρά Εκτύπωση άρθρου

Δ. Γαρνέλης, Aναγκαία και επιτακτική η πλήρης εφαρμογή των έμμεσων τεχνικών ελέγχου

Δημήτρης Γαρνέλης

Λογιστής - Φοροτεχνικός

Στην τελευταία επικοινωνία μας, αφού αναπτύχθηκαν οι βασικές αλλαγές που επέφερε το νέο φορολογικό νομοσχέδιο με τον Ν 4646/2019 , ολοκλήρωσα με την αναφορά μου σχετικά με την ανάγκη η φορολογική διοίκηση να προχωρήσει, παράλληλα με την εφαρμογή του νέου φορολογικού νομοσχεδίου και σε μια σειρά δράσεων, ώστε να επέλθει δικαιοσύνη στην κατανομή των φορολογικών βαρών ανάμεσα στους φορολογούμενους. Και φυσικά η αναφορά αυτή σχετίζεται με τη φορολογική δικαιοσύνη η οποία θα εδραιωθεί από την επιτυχημένη εφαρμογή των νομοθετημάτων που βρίσκονται σε ισχύ.

Δυστυχώς, τα φορολογικά μέτρα των παρελθόντων ετών απέτυχαν παταγωδώς. Και απέτυχαν παταγωδώς διότι αφενός στηρίχτηκαν σε ένα δαιδαλώδες φορολογικό σύστημα, το οποίο εν τέλει κατέληγε στο να τιμωρεί τους «συνεπείς» φορολογουμένους.

Οδηγηθήκαμε λοιπόν σε στρεβλώσεις, σκληρά φορολογικά μέτρα που με τη σειρά τους οδήγησαν στην εξαθλίωση των φορολογουμένων και κατʼ επέκταση σε αναζήτηση εξεύρεσης από μέρους τους, τρόπων φοροαποφυγής αρχικά και φοροδιαφυγής στη συνέχεια. Η φοροδιαφυγή άλλωστε, σύμφωνα με τον Τζον Μέιναρντ Κέυνς, είναι η μόνη πνευματική αναζήτηση που αμείβεται.

Ωστόσο, η φορολογική διοίκηση έχει τη δυνατότητα μίας κατʼ αρχήν «έμμεσης διόρθωσης» της αποτυχίας ενός φορολογικού συστήματος, αρκεί να υπάρχει βούληση και τα σωστά εργαλεία να βρεθούν στα κατάλληλα χέρια.

Α. Νομικό πλαίσιο

Ο Ν 4174/2013 , γνωστός και ως Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας, στο άρθρο 27, Μέθοδοι Έμμεσου Προσδιορισμού της Φορολογητέας Ύλης, παρουσιάζει ουσιαστικά τις Έμμεσες Τεχνικές Ελέγχου.

Οι Έμμεσες Τεχνικές Ελέγχου ενεργοποιούνται ή θα έπρεπε να ενεργοποιούνται στις περιπτώσεις όπου:

-- Υπάρχει αδικαιολόγητος πλουτισμός (αδικαιολόγητη αύξηση περιουσιακών στοιχείων).

-- Πραγματοποιούνται δαπάνες οι οποίες δεν δικαιολογούνται από τα δηλωθέντα εισοδήματα του φυσικού προσώπου.

-- Υπάρχουν βάσιμες υποψίες ότι το πραγματικό εισόδημα είναι μεγαλύτερο από το δηλωθέν.

-- Δεν τηρούνται ή δεν επιδεικνύονται τα βιβλία και τα στοιχεία σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις.

-- Υπάρχουν χαμηλά δηλωθέντα εισοδήματα.

-- Υπάρχουν ζημιογόνα αποτελέσματα των φυσικών προσώπων - μελών εταιρειών.

O νόμος προβλέπει συνολικά πέντε μεθόδους έμμεσων τεχνικών ελέγχου, ενώ μέχρι σήμερα η φορολογική διοίκηση, έχει εκδώσει εγκυκλίους για το περιεχόμενο των τριών μεθόδων.

Ειδικότερα με τις διατάξεις της Πολ. 1050/2014, όπως τροποποιήθηκε με την Πολ. 1094/7.4.2014 ορίστηκε το περιεχόμενο των παρακάτω μεθόδων έμμεσων τεχνικών ελέγχου:

Τεχνική της ανάλυσης ρευστότητας του φορολογουμένου.

Τεχνική της καθαρής θέσης του φορολογουμένου.

Τεχνική του ύψους των τραπεζικών καταθέσεων και των δαπανών σε μετρητά.

Β. Τεχνική της ανάλυσης ρευστότητας του φορολογουμένου

Η τεχνική αυτή προσδιορίζει τη φορολογητέα ύλη αναλύοντας τα έσοδα (φορολογητέα και μη), τις αγορές και δαπάνες (επαγγελματικές, ατομικές και οικογενειακές) και τις αυξήσεις και μειώσεις των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων (επαγγελματικών, ατομικών και οικογενειακών) του φορολογούμενου φυσικού προσώπου. Κατά την μέθοδο αυτή δημιουργείται ισοζύγιο με δύο βασικές στήλες: «Πηγές Κεφαλαίων/Εσόδων» και «Αναλώσεις Κεφαλαίων/Εσόδων».

Στην πρώτη στήλη, περιλαμβάνονται τα κάθε μορφής έσοδα που έχουν εισπραχθεί στην διάρκεια της ελεγχομένης φορολογικής περιόδου, μέσω των οποίων αποδεικνύεται η πραγματοποίηση και η νομιμότητα των συναλλαγών.

Στη δεύτερη στήλη περιλαμβάνονται όλες οι πραγματοποιηθείσες αναλώσεις, κατά τη διάρκεια της ελεγχομένης φορολογικής περιόδου.

Η διαφορά μεταξύ των δύο στηλών θεωρείται μη δηλωθείσα φορολογητέα ύλη και εφόσον δεν αιτιολογηθεί από τον φορολογούμενο υπόκειται σε φορολόγηση.

Γ. Τεχνική της καθαρής θέσης του φορολογουμένου

Η τεχνική αυτή προσδιορίζει τη φορολογητέα ύλη του φορολογουμένου, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα περιουσιακά στοιχεία και τα διαθέσιμα κεφάλαια προσωπικά, οικογενειακά, επαγγελματικά, τις διάφορες απαιτήσεις προσωπικές, οικογενειακές, επαγγελματικές (ενεργητικό), καθώς και τις υποχρεώσεις προσωπικές, οικογενειακές ή επαγγελματικές (παθητικό), τις ατομικές, οικογενειακές και επαγγελματικές δαπάνες ως και τα εισοδήματα από λοιπές πηγές (ατομικά και οικογενειακά).

Με βάση τα παραπάνω στοιχεία δημιουργείται Πίνακας Ενεργητικού και Παθητικού αντίστοιχα για όλες τις υπό έλεγχο φορολογικές περιόδους με φορολογική περίοδο βάσης την αμέσως προηγούμενη από την πρώτη ελεγχόμενη φορολογική περίοδο. Η διαφορά Ενεργητικού-Παθητικού αποτελεί την Καθαρή Θέση κάθε φορολογικής περιόδου.

Στη συνέχεια, από την καθαρή θέση λήξης κάθε φορολογικής περιόδου αφαιρείται η καθαρή θέση έναρξης. Οι αυξομειώσεις της Καθαρής Θέσης αναπροσαρμόζονται με τις περιπτώσεις απόκτησης περιουσιακών στοιχείων άνευ ανταλλάγματος (αιτία θανάτου, δωρεάς, γονικής παροχής, προίκας, κερδών από τυχερά ­παίγνια) και τις περιπτώσεις εκποίησης αυτών, με τις ατομικές και οικογενειακές δαπάνες κάθε είδους, και συγκρίνονται με τα δηλωθέντα εισοδήματα.

Η προκύπτουσα διαφορά θεωρείται μη δηλωθείσα φορολογητέα ύλη και εφόσον δεν αιτιολογηθεί από τον φορολογούμενο υπόκειται σε φορολόγηση.

Δ. Τεχνική του ύψους των τραπεζικών καταθέσεων και των δαπανών σε μετρητά

Η τεχνική αυτή προσδιορίζει τη φορολογητέα ύλη, παρακολουθώντας την κίνηση των (διαθεσίμων) κεφαλαίων του φορολογούμενου, του/της συζύγου και των προστατευομένων μελών αυτών, είτε με την κατάθεση αυτών σε χρηματοπιστωτικούς λογαριασμούς είτε με την ανάλωσή τους σε διάφορες συναλλαγές με χρήση μετρητών. Προχωράει σε ανάλυση των συνολικών καταθέσεων σε χρηματοπιστωτικούς λογαριασμούς, των διαθεσίμων, καθώς και των αγορών και δαπανών σε μετρητά, τόσο σε επαγγελματικό όσο και σε οικογενειακό επίπεδο κατά τη διάρκεια της ελεγχομένης φορολογικής περιόδου και εν συνεχεία προχωράει σε σύγκριση με τα συνολικά δηλωθέντα έσοδα.

Σύμφωνα με αυτή την τεχνική, από τις συνολικές τραπεζικές καταθέσεις, της ελεγχόμενης φορολογικής περιόδου, αφαιρούνται τα κατατεθειμένα ποσά που αφορούν μη υποκείμενα σε φορολογία έσοδα, όπως εκταμιεύσεις δανείων, συμψηφιστικές κινήσεις και λοιπές πράξεις που δεν αποτελούν καθαρές καταθέσεις. Στο Υπόλοιπο των καθαρών τραπεζικών καταθέσεων προστίθενται όλες οι καταβολές σε μετρητά για αγορές, δαπάνες (προσωπικές/οικογενειακές ή επαγγελματικές) και λοιπές συναλλαγές.

To νέο Υπόλοιπο,που προκύπτει, αναμορφώνεται με τυχόν αυξήσεις ή μειώσεις εισπρακτέων λογαριασμών και συγκρίνεται με τα συνολικά δηλωθέντα Εισοδήματα. Η προκύπτουσα διαφορά θεωρείται μη δηλωθείσα φορολογητέα ύλη και εφόσον δεν αιτιολογηθεί από τον φορολογούμενο υπόκειται σε φορολόγηση.
Να σημειωθεί ότι και οι τρεις παραπάνω μέθοδοι αφορούν φυσικά πρόσωπα, προσδιορίζουν, δηλαδή, με ειδικό τρόπο τα εισοδήματα των φυσικών προσώπων.

Ε. Ανεπάρκεια ικανού υποστηρικτικού πλαισίου

Δυστυχώς και παρά την προσπάθεια της φορολογικής διοίκησης να εφαρμόσει τις έμμεσες τεχνικές ελέγχου, κάτι που θα βοηθήσει στην άμεση πάταξη της φοροδιαφυγής, πολλές φορές δεν υπάρχει το κατάλληλο νομοθετικό υποστηρικτικό πλαίσιο.

Συγκεκριμένα, με βάση το άρθρο 5 της ως άνω αναφερόμενης Πολ. 1050/17.2.2014 (όπως αντικαταστάθηκε με την Πολ. 1094/7.4.2014) ορίζεται ότι: «Όταν διενεργείται προσδιορισμός φορολογητέας ύλης με μεθόδους εμμέσου προσδιορισμού, εφαρμόζεται η τεχνική ελέγχου που επιλέγεται με αιτιολογημένη απόφαση του Προϊστάμενου της Δ.Ο.Υ. ή του Ελεγκτικού Κέντρου που εκδίδεται από κοινού με τον υποδιευθυντή και τον προϊστάμενο του τμήματος έλεγχου, μετά από εισήγηση του υπαλλήλου που φέρει την εντολή ελέγχου, αξιολογώντας τα στοιχεία που η ελεγκτική υπηρεσία έχει στη διάθεσή της».

Επομένως, αναγκαίο είναι πριν προχωρήσουν οι ελεγ­κτικές αρχές στην εφαρμογή της έμμεσης τεχνικής ελέγχου να έχει εκδοθεί η σχετική απόφαση. Σε διαφορετική περίπτωση η εφαρμογή της μεθόδου δύναται να θεωρηθεί υπέρβαση εξουσίας και αρμοδιότητας των ελεγκτικών οργάνων, αφού η επιλογή της μεθόδου ελέγχου πρέπει να βασίζεται σε αιτιολογημένη απόφαση, όπως ορίζει και η ανωτέρω διάταξη.

Άμεση συνέπεια των παραπάνω είναι να δημιουργείται μια διαρκή αναβλητικότητα σε ό,τι αφορά τη πλήρη εφαρμογή των έμμεσων τεχνικών ελέγχου, αφού ακόμη και περιπτώσεις εφαρμογής τους από τις φορολογικές αρχές, έχουν ακυρωθεί από την Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών λόγω μη τήρησης των διαδικασιών (παράδειγμα η υπ' αριθμ. 1570/2019 ΔΕΔ).

Ύστερα από την ψήφιση του, αντικειμενικά, καλύτερου και πιο ελπιδοφόρου φορολογικού νομοσχεδίου της τελευταίας δεκαετίας (Ν 4646/2019 ), απαραίτητο είναι η προσπάθεια ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας αλλά και η αποκατάσταση του αισθήματος της δικαιοσύνης ανάμεσα στους φορολογουμένους, να ενισχυθεί με την πλήρη και καθολική εφαρμογή όλων των έμμεσων τεχνικών ελέγχου του άρθρου 27 του Ν 4174/2013 . Για να γίνει αυτό απαιτείται η ύπαρξη ισχυρής βούλησης και γενναιότητας εκ μέρους της φορολογικής διοίκησης. Με αυτόν τον τρόπο ίσως γίνει εφικτή, σε πρώτη φάση, η αποκατάσταση, μέχρι ενός βαθμού, της τήρησης του άρθρου 4 του Συντάγματος που ορίζει ότι κάθε πολίτης πρέπει να συνεισφέρει στους φόρους ανάλογα με τη φοροδοτική του ικανότητα.

Είναι βέβαιο ότι αυτή η εξέλιξη θα είναι μια καλή αρχή, γιατί πλέον είναι επιτακτική η αναγκαιότητα να οδηγηθούμε σε ένα φορολογικό σύστημα, το οποίο θα αποκαταστήσει τις αδικίες και θα εξασφαλίσει τη δίκαιη κατανομή των βαρών και την αναδιανομή του εισοδήματος.

 

 

Παρακαλώ περιμένετε...

loading
 
Ερώτηση Ασφαλείας: Επιλέξτε μία σημαντική για εσάς ημερομηνία

Σημειώστε την ημερομηνία που θα επιλέξετε, σε περίπτωση που σας ζητηθεί στο μέλλον από το σύστημα για λόγους ασφαλείας.

Επιβεβαιώστε τον λογαριασμό σας

Παρακαλώ συμπληρώστε την σημαντική για εσάς ημερομηνία που έχετε καταχωρίσει ως ερώτηση ασφαλείας.