12 Μαρτίου 2014

Η μονόπλευρη χρήση των αποδείξεων και η αναγκαιότητα της έκδοσής τους - Παραδείγματα

Έγινε τόσο μεγάλη συζήτηση για το ποιο θα ήταν το είδος της δαπάνης που θα αντιπροσωπεύουν οι περιβόητες αποδείξεις λιανικών συναλλαγών, οι οποίες είναι απαραίτητο να συγκεντρωθούν, για να έχει ο φορολογούμενος, αφενός μεν, το ευεργέτημα της μείωσης του φόρου, αφετέρου δε, να μην του επιβληθεί η σχετική «ποινή» 22% και για κάποιον λόγο δεν τονίζεται ότι η συγκεκριμένη διάταξη δεν αφορά το σύνολο των φορολογουμένων, αλλά αποκλειστικά αυτούς που αποκτούν εισόδημα από μισθωτή εργασία και συντάξεις. Αναφέρομαι βεβαίως, στις αποδείξεις που πρέπει να συγκεντρωθούν κατά το τρέχον φορολογικό έτος 2014 και οι οποίες θα «προσκομιστούν» με την φορολογική δήλωση που θα υποβληθεί του χρόνου. Ήδη, εκδόθηκε σχετικό Δελτίο Τύπου από το υπουργείου, στο οποίο αναφέρονται τα είδη των αγορών αγαθών και λήψης υπηρεσιών που θα λαμβάνονται υπόψη στη συγκρότηση του ποσού των αποδείξεων.  

Σύμφωνα με την παρ. 24 (σ.σ. κανονικά είναι η 25), του άρθρου 72 (Ν 4172/2013), αποκλειστικά για το φορολογικό έτος 2014, κατά τον υπολογισμό του φόρου εισοδήματος από μισθωτή εργασία και συντάξεις, όπως αυτός υπολογίζεται βάσει της παρ. 1 του άρθρου 15 (κλίμακα) και προκειμένου να διατηρηθεί ακέραιο το ποσό της μείωσης του φόρου (το οποίο υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 16), ο φορολογούμενος απαιτείται να προσκομίσει αποδείξεις σε ποσοστό 10% του φορολογητέου εισοδήματός του. Το ποσό των αποδείξεων δεν απαιτείται να υπερβαίνει τις 10.500 ευρώ. Σε περίπτωση που δεν προσκομίζεται το απαιτούμενο ποσό αποδείξεων, ο φόρος προσαυξάνεται κατά τη θετική διαφορά μεταξύ του ως άνω απαιτούμενου ποσού αποδείξεων, με ανώτατο όριο τις 10.500 ευρώ και του προσκομισθέντος ποσού αποδείξεων, η οποία θετική διαφορά, πολλαπλασιάζεται με συντελεστή 22%. Οι αποδείξεις λοιπόν «μετράνε» μόνο για μισθωτούς – συνταξιούχους, ή σε κάθε περίπτωση και για εκείνους που θα έχουν την τύχη το εισόδημά τους να εκκαθαριστεί με την κλίμακα  της παρ. 1, του άρθρου 15[1], όπως πχ  ο δικηγόρος που αμείβεται με πάγια αντιμισθία, ή ο παρέχων υπηρεσίες (όχι έμπορος) με έγγραφες συμβάσεις του, με μέχρι τρία φυσικά ή νομικά πρόσωπα (ή αν είναι περισσότερα τα πρόσωπα αυτά, το 75% του ακαθάριστου εισοδήματος από επιχειρηματική δραστηριότητα να προέρχεται από ένα πρόσωπο).

Η παρ. 1 του άρθρου 15 προβλέπει την φορολογική κλίμακα με την οποία θα φορολογηθεί το εισόδημα από μισθωτή εργασία και συντάξεις, το δε άρθρο 16 αφορά στη θεσμοθετημένη μείωση του φόρου (όπως αυτός προκύπτει με την εφαρμογή της παραπάνω κλίμακας)[2]. Το ποσό της μείωσης του φόρου είναι 2.100 ευρώ και κλιμακώνεται μειούμενο κατά 100 ευρώ, ανά χιλιάδα εισοδήματος πέραν του ύψους των 21.000 ευρώ.

Παράδειγμα: Καθαρό φορολογητέο εισόδημα από μισθωτή εργασία, κατά το φορολογικό έτος 2014, ανέρχεται στο ποσό των 24.600 ευρώ. Για το πέραν των 21.000 ευρώ έχουμε 4 χιλιάδες (η τελευταία, κατά στρογγυλοποίηση), συνεπώς η μείωση των 2.100 ευρώ θα διαμορφωθεί στο ποσό των 1.700 ευρώ, αφού θα «χάσει» 4 εκατοντάδες, λόγω της παραπάνω «υπέρβασης». Επομένως, θα είναι:

24.600,00 χ 22% = 5.412,00 ευρώ φόρος, βάσει κλίμακας. Στη συνέχεια: 5.412,00 – 1.700,00 = 3.712,00 ευρώ, είναι ο αναλογών φόρος. Ωστόσο, προκειμένου να ισχύσει η μείωση των 1.700 ευρώ, θα πρέπει να προσκομιστούν αποδείξεις σε ύψος 10% επί του φορολογητέου εισοδήματος. Προφανώς, ο νομοθέτης εννοεί το φορολογητέο εισόδημα από μισθωτή εργασία και μόνο, αφού όλες οι διατάξεις αναφέρονται στα άρθρα 15 και 16 που προσδιορίζουν ακριβώς τον τρόπο φορολόγησης του εισοδήματος από αυτή την πηγή. Ωστόσο, στο Δελτίου Τύπου του υπουργείου  αναφέρεται η φράση: «δηλούμενου και φορολογούμενου ατομικού εισοδήματος».

Αυτό χρειάζεται διευκρίνιση, δεδομένου ότι «δηλούμενο και φορολογούμενο» είναι το εισόδημα που φορολογείται με τις γενικές διατάξεις, οπότε αν ένας υπόχρεος αποκτά εισόδημα τόσο από μισθωτή εργασία, όσο και από επιχειρηματική δραστηριότητα, επί ποίου ποσού θα υπολογιστεί το 10%;

Πάντως, ο φορολογούμενος του παραδείγματος πρέπει να προσκομίσει αποδείξεις τουλάχιστον 2.460 ευρώ (24.600,00 χ 10%). Αν υποθέσουμε ότι προσκομίζει αποδείξεις (το είδος των οποίων αναμένεται να ανακοινωθεί) συνολικού τελικού ποσού 1.900 ευρώ (γιατί δεν κατάφερε να συγκεντρώσει άλλες), τότε θα καταβάλλει ως «ποινή», επί πλέον φόρο 123,20 ευρώ, ανεξαρτήτως της εκκαθάρισης τυχόν λοιπών εισοδημάτων που περιλαμβάνονται στη φορολογική του δήλωση: (2.460,00 – 1.900,00 = 560,00 χ 22% = 123,20 ευρώ). Αν δεν προσκομίσει καθόλου αποδείξεις, θα επιβληθεί «ποινή» 541,20 ευρώ  (2.460,00 x 22%).

Στο «διά ταύτα» λοιπόν: Ποια είναι τα κριτήρια που πρέπει να υιοθετηθούν από τον υπουργό Οικονομικών (στην ουσία από την αρμόδια Διεύθυνση του υπουργείου), ως προς το είδος των προσκομιζόμενων αποδείξεων, ώστε να επιτευχθεί ο στόχος που έχει θέσει ο νομοθέτης για την μείωση του φαινομένου της αποφυγής της έκδοσής τους, από τους υπόχρεους; Κατά την γνώμη μου, το μέτρο των αποδείξεων χαρακτηρίζεται ως αποτυχημένο, στον βαθμό που δεν εμπεδώνει την συνείδηση στους πολίτες για την αναγκαιότητα της έκδοσής τους. Ο μισθωτός, ο οποίος κατά κανόνα θεωρείται ως ο κατ εξοχήν μη δυνάμενος να αποκρύψει τα εισοδήματά του, θα πρέπει, στο πλαίσιο μιας υγιούς «ανταγωνιστικότητας» μεταξύ των φορολογουμένων πολιτών, να απαιτεί την νόμιμη έκδοση κάθε απόδειξης που αφορά τις συναλλαγές του. Επομένως, δεν υιοθετώ την άποψη ότι πρέπει να δίνονται πρόσθετα κίνητρα στους πολίτες (στη προκειμένη περίπτωση, στους μισθωτούς – συνταξιούχους), ώστε να ζητούν απόδειξη, όταν καταβάλλουν χρηματικά ποσά για την αγορά αγαθών ή τη λήψη υπηρεσιών. Εννοείται ότι πρέπει, όχι μόνο να ζητούν, αλλά και να απαιτούν, διαφορετικά δεν έχουν δικαιολογία να δυσανασχετούν όταν προσδιορίζεται η δική τους φορολογική υποχρέωση, η οποία, ούτως ειπείν, θα αυξάνεται συνεχώς, αν δεν πληρώσουν φόρους και οι «άλλοι». Οι «άλλοι» δε, θα πληρώσουν φόρους (εισοδήματος και ΦΠΑ), μόνο όταν αποτυπώνουν τις συναλλαγές τους.  Οι συναλλαγές αυτές αποτυπώνονται με την έκδοση του προβλεπόμενου και νόμιμου παραστατικού (απόδειξη λιανικών συναλλαγών, πλέον: μία και μοναδική).

Υπογραμμίζω επίσης ότι ο νομοθέτης, με τις παραπάνω διατάξεις περί προσκόμισης αποδείξεων, δεν θεμελιώνει κίνητρο για τον μισθωτό ή τον συνταξιούχο, προκειμένου αυτοί να ζητούν την έκδοση αποδείξεων όταν συναλλάσσονται, αλλά καθιερώνει ποινή!

Δηλαδή, τους τιμωρεί, αν δεν συμβεί το αυτονόητο!

Εκτιμώ ότι ο καθένας μας συμφωνεί, ότι ένα τέτοιο σύστημα είναι αποτυχημένο.

Ιδιαίτερα δε, όταν αφορά μονόπλευρα και αποκλειστικά μια μερίδα φορολογουμένων…

 

Νίκος Σγουρινάκης

n_sgourinakis@hotmail.com


[1] Εξάλλου και οι λοιπές (όσες έμειναν) μειώσεις του φόρου (άρθρα 17, 18 και 19 του νέου ΚΦΕ), αφορούν αποκλειστικά τον φόρο που υπολογίζεται με την κλίμακα μισθωτών – συνταξιούχων.

[2] Σημειώνεται, ότι σύμφωνα με την μείωση αυτή των 2.100 ευρώ, στην ουσία έχουμε αφορολόγητο ποσό για την κατηγορία του εισοδήματος μισθωτής εργασίας και συντάξεων, στο επίπεδο των 9.545,45 ευρώ, αφού: 9.545,45 χ 22% = 2.100,00 – 2.100,00 = μηδέν.

 

Παρακαλώ περιμένετε...

loading
 
Ερώτηση Ασφαλείας: Επιλέξτε μία σημαντική για εσάς ημερομηνία

Σημειώστε την ημερομηνία που θα επιλέξετε, σε περίπτωση που σας ζητηθεί στο μέλλον από το σύστημα για λόγους ασφαλείας.

Επιβεβαιώστε τον λογαριασμό σας

Παρακαλώ συμπληρώστε την σημαντική για εσάς ημερομηνία που έχετε καταχωρίσει ως ερώτηση ασφαλείας.