16 Ιουνίου 2016

Αποτίμηση αποθεμάτων, ημιτελών προϊόντων και κόστος πωληθέντων

Θα πρέπει να συμφωνήσουμε σε έναν κοινό παρανομαστή. Ανέκαθεν υπήρχε ο διαχωρισμός, αλλά κατά την άποψή μου, τώρα είναι πλέον εμφανής και διακριτός.Διαφορετικό πλαίσιο η Λογιστική και διαφορετικό πλαίσιο η Φορολογία. Ασφαλώς, σε θέματα λογικής θα συμπίπτουν, ωστόσο χρήσιμο είναι να αντιληφθούμε ότι υφίστανται σημαντικές διαφοροποιήσεις.

Σύμφωνα με τον ΚΦΕ (Ν 4172/2013), τα αποθέματα και τα ημιτελή προϊόντα αποτιμώνται  με βάση τους ισχύοντες κανόνες λογιστικής, σε γενικό πλαίσιο. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η επιχείρηση δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιήσει διαφορετική μέθοδο αποτίμησης κατά τα 4 επόμενα έτη, μετά το φορολογικό έτος κατά το οποίο χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά η συγκεκριμένη μέθοδος αποτίμησης (εφαρμογή από 1/1/2014). Αυτά υπογραμμίζει ο Κώδικας Φορολογίας.

Ακολούθως, τα ΕΛΠ (Ν 4308/2014) αναφέρονται σε επιμέτρηση. Τα αποθέματα αναγνωρίζονται αρχικά στο κόστος κτήσης τους, στην αξία δηλαδή που αυτά αποκτώνται, αγοράζονται. Το κόστος κτήσης των αποθεμάτων περιλαμβάνει το σύνολο των δαπανών που απαιτούνται για να φθάσουν αυτά στην κατάλληλη θέση και κατάστασή τους, ώστε εν δυνάμει, να μπορούν να πωληθούν.

Στις βιοτεχνικές - βιομηχανικές επιχειρήσεις το κόστος παραγωγής προϊόντος ή υπηρεσίας προσδιορίζεται με μία από τις γενικά παραδεκτές μεθόδους κοστολόγησης (μαζική παραγωγή, ισοδύναμες μονάδες, εξατομικευμένο κόστος) και περιλαμβάνει τα τρία στοιχεία αυτού:

α) Το κόστος πρώτων υλών, βοηθητικών υλών, αναλώσιμων υλικών κ.λπ.

β) Το άμεσο κόστος εργασίας, που σχετίζεται ευθέως με το εν λόγω προϊόν

γ) Μία εύλογη αναλογία σταθερών και μεταβλητών εξόδων που σχετίζονται έμμεσα με το προϊόν, δηλαδή τα Γενικά Βιομηχανικά Έξοδα (καταλογισθέντα), στον βαθμό που τα έξοδα αυτά αναφέρονται στην κοστολογική περίοδο.

Το νέο πλαίσιο των ΕΛΠ, ορίζει ότι τα κόστη διανομής και διοίκησης δεν επιβαρύνουν το κόστος παραγωγής. Εμείς θα συμπληρώσουμε ότι ούτε και τα έξοδα προβολής ή διαφήμισης πρέπει να επιβαρύνουν το κόστος παραγωγής, αφού αποτελούν μέρος του κόστους διάθεσης. Νεωτερισμό επίσης, συνιστά η πρόβλεψη του νόμου, κατά την οποία όταν απαιτείται σημαντική περίοδος χρόνου για να καταστούν τα υπό παραγωγή αγαθά, έτοιμα για την προοριζόμενη χρήση ή πώλησή τους, το κόστος αυτών μπορεί να επιβαρύνεται με τόκους εντόκων υποχρεώσεων, κατά το μέρος που οι τόκοι αυτοί αναλογούν στα εν λόγω αποθέματα και στην προαναφερθείσα κοστολογική περίοδο. Αναφερόμαστε σε νεωτερισμό, επειδή το χρηματοοικονομικό κόστος, παραδοσιακά, δεν ήταν δυνατόν να συμπεριληφθεί στο κόστος παραγωγής. Τώρα, αυτό μπορεί να γίνει υπό προϋποθέσεις.

Περαιτέρω, μετά την αρχική τους αναγνώριση, τα αποθέματα επιμετρώνται στην κατ’ είδος χαμηλότερη τιμή μεταξύ αυτής του κόστους κτήσης και της καθαρής ρευστοποιήσιμης αξίας (τιμής ημέρας).

Το κόστος κτήσης του τελικού αποθέματος, προσδιορίζεται, σύμφωνα με την μέθοδο «της σειράς εξάντλησης» (first in first out) ή την μέθοδο «του μέσου σταθμικού όρου» ή με κάποια  άλλη τεκμηριωμένη και γενικώς αποδεκτή μέθοδο. Σε κάθε περίπτωση  πάντως η χρήση της μεθόδου «της αντίστροφης σειράς εξάντλησης» (last in first out) δεν επιτρέπεται.

Ακολούθως, η ίδια μέθοδος πρέπει να χρησιμοποιείται για όλα τα αποθέματα που έχουν παρόμοια φύση και χρήση από την οντότητα. Για αποθέματα με διαφορετική φύση ή χρήση διαφορετικές μέθοδοι μπορεί να δικαιολογούνται.  Για παράδειγμα, επιχείρηση παράγει «βίδες» και «κοχλιάρια λαβής» (παξιμάδια). Έχουν την ίδια φύση και χρήση, άρα θα χρησιμοποιείται η ίδια μέθοδος. Αν όμως παράγει και κουτιά συσκευασίας, μπορεί για αυτά να επιλέξει μία διαφορετική μέθοδο επιμέτρησης.

Οι αγορές αναλώσιμων υλικών που δεν είναι σημαντικές για το μέγεθος της οντότητας μπορούν να αντιμετωπίζονται ως έξοδα της περιόδου, δηλαδή οι αγορές αυτές στο σύνολό τους να εκλαμβάνονται ως δαπάνες.

Παραλλήλως, είναι γνωστό πλέον, ότι επιτρέπεται η έκπτωση όλων των δαπανών μίας οντότητας[1], σύμφωνα με τον ΚΦΕ (άρθρο 22), οι οποίες:

α) πραγματοποιούνται προς το συμφέρον της επιχείρησης ή κατά τις συνήθεις εμπορικές συναλλαγές της,

β) αντιστοιχούν σε πραγματική συναλλαγή[2],

γ) εγγράφονται στα τηρούμενα βιβλία απεικόνισης των συναλλαγών της περιόδου κατά την οποία πραγματοποιούνται και αποδεικνύονται με κατάλληλα δικαιολογητικά.

Άρα, αν προκύψει  διαφορά από την αποτίμηση αποθεμάτων, αυτή δεν αποτελεί δαπάνη εξεταζόμενη στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 22 του Ν 4172/2013, αλλά επηρεάζει τα αποτελέσματα μέσω του κόστους πωληθέντων. Συνεπώς, δεν απαιτείται να διενεργηθεί επιπλέον λογιστική εγγραφή, αλλά το όποιο αποτέλεσμα θα αναδειχθεί μέσω του ύψους του κόστους των πωληθέντων, δηλαδή θα αποτυπωθεί στην αξία της επιμέτρησης του τελικού αποθέματος.

 

Nίκος Σγουρινάκης,

Διευθυντής Σύνταξης

 

 



[1] Με την επιφύλαξη του άρθρου 23 (Μη εκπιπτόμενες δαπάνες).

[2] Πάντως, η αξία της όποιας συναλλαγής, δεν κρίνεται κατώτερη ή ανώτερη της αγοραίας, στη βάση των στοιχείων που διαθέτει η Φορολογική Διοίκηση, θέμα το οποίο απαιτεί περαιτέρω διευκρίνιση, κυρίως για τους ασκούντες επιχειρηματική δραστηριότητα και είναι αρκούντως ειλικρινείς, στο πλαίσιο της ισχύουσας κάθε φορά νομοθεσίας.

Προφανώς, σημαίνει ενδεχόμενα ευρήματα στην διαδικασία φορολογικού ελέγχου, τα οποία δεν συνάδουν με την φορολογική απόδοση των εισοδημάτων, σε σχέση με το ισχύον φορολογικό πλαίσιο και με  τον σχεδιασμό της Κεντρικής Διοίκησης (Κυβέρνησης). Ιδιαιτέρως ευπαθές ζήτημα, για το οποίο απαραιτήτως πρέπει να οριστούν τα παραβατικά όρια, ώστε κατά την ενδεχόμενη  καταγραφή τους, να μην υπάρχει αμφισβήτηση (ή τουλάχιστον, να καθορίζεται με σαφήνεια το πλαίσιο της αντιπαράθεσης). 

 

 

Παρακαλώ περιμένετε...

loading
 
Ερώτηση Ασφαλείας: Επιλέξτε μία σημαντική για εσάς ημερομηνία

Σημειώστε την ημερομηνία που θα επιλέξετε, σε περίπτωση που σας ζητηθεί στο μέλλον από το σύστημα για λόγους ασφαλείας.

Επιβεβαιώστε τον λογαριασμό σας

Παρακαλώ συμπληρώστε την σημαντική για εσάς ημερομηνία που έχετε καταχωρίσει ως ερώτηση ασφαλείας.