11 Φεβρουαρίου 2019

ΤΑ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΑ ΕΛΠ

Άρθρο 19 Ν 4308/2014

1. Όλα τα χρηματοοικονομικά στοιχεία αναγνωρίζονται αρχικά στο κόστος.

2. Μεταγενέστερα της αρχικής αναγνώρισης, τα χρηματοοικονομικά στοιχεία επιμετρώνται στο κόστος κτήσεως μείον ζημίες απομείωσης.

3. Ειδικότερα, μεταγενέστερα της αρχικής αναγνώρισης τα έντοκα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία επιμετρώνται στο αποσβέσιμο κόστος με τη χρήση της μεθόδου του πραγματικού επιτοκίου ή με τη σταθερή μέθοδο, αντί του κόστους της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, εάν η μέθοδος του αποσβέσιμου κόστους έχει σημαντική επίπτωση στα ποσά των χρηματοοικονομικών καταστάσεων. H μέθοδος του αποσβέσιμου κόστους κτήσης χρησιμοποιείται μόνο κατά την επιμέτρηση έντοκων χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων. Ως έντοκα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία θεωρούνται και τα στοιχεία εκείνα που τεκμαίρεται ότι εμπεριέχουν σημαντικά ποσά τόκων, έστω και εάν αυτό δεν ορίζεται ρητά.

4. Τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία υπόκεινται σε έλεγχο απομείωσης, όταν υπάρχουν σχετικές ενδείξεις.

5. Ενδείξεις απομείωσης θεωρείται ότι υφίστανται όταν:

α) Υπάρχουν προφανείς, σοβαρές χρηματοοικονομικές δυσκολίες του εκδότη ή του υπόχρεου των χρηματοοικονομικών στοιχείων ή

β) η λογιστική αξία είναι σημαντικά υψηλότερη από την εύλογη αξία αυτών των στοιχείων (όταν η εύλογη αξία υπάρχει) ή

γ) δυσμενείς τοπικές, εθνικές ή διεθνείς συνθήκες αυξάνουν την πιθανότητα αθέτησης βασικών δεσμεύσεων που απορρέουν από τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία.

6. Ζημία απομείωσης προκύπτει όταν η λογιστική αξία του στοιχείου είναι μεγαλύτερη από το ποσό που η οντότητα εκτιμά ότι θα ανακτήσει από το στοιχείο αυτό.

7. Το ποσό που η οντότητα εκτιμά ότι θα ανακτήσει από ένα χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο είναι το μεγαλύτερο από:

α) Την παρούσα αξία του ποσού που εκτιμάται ότι θα ληφθεί από το περιουσιακό στοιχείο, υπολογιζόμενη με τη χρήση του αρχικού πραγματικού επιτοκίου ή

β) την εύλογη αξία του στοιχείου, μειωμένη με το απαιτούμενο κόστος πώλησης.

8. Οι ζημίες απομείωσης αναγνωρίζονται στην κατάσταση αποτελεσμάτων και αναστρέφονται ως κέρδη σε αυτή, όταν οι συνθήκες που τις προκάλεσαν πάψουν να υφίστανται. Αναστροφή γίνεται μέχρι της αξίας που θα είχε το στοιχείο, εάν δεν είχε αναγνωριστεί ζημία απομείωσης.
Ειδικότερα, για τα χρηματοοικονομικά στοιχεία του μη κυκλοφορούντος ενεργητικού οι ζημίες απομείωσης αναγνωρίζονται όταν εκτιμάται ότι η απομείωση είναι μόνιμου χαρακτήρα.

9. Η οντότητα παύει να αναγνωρίζει ένα χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο όταν και μόνον όταν:

α) Εκπνεύσουν τα συμβατικά δικαιώματα επί των ταμιακών ροών του στοιχείου ή

β) μεταβιβάσει όλους ουσιαστικά τους κινδύνους και τα οφέλη που προκύπτουν από την κυριότητα του στοιχείου αυτού.

10. Κατά την παύση αναγνώρισης ενός χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου αναγνωρίζεται ως κέρδος ή ζημία στα αποτελέσματα, η διαφορά μεταξύ της λογιστικής αξίας και του ανταλλάγματος που λαμβάνεται (συμπεριλαμβανομένου κάθε νέου περιουσιακού στοιχείου που αποκτάται μείον κάθε νέα υποχρέωση που αναλαμβάνεται).

11. Τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία παρουσιάζονται στον ισολογισμό ως μη κυκλοφορούντα ή ως κυκλοφορούντα, ανάλογα με τις προθέσεις της διοίκησης της οντότητας και το συμβατικό ή εκτιμώμενο χρόνο διακανονισμού τους.

Εισαγωγή

Σύμφωνα με τον ορισμό που περιλαμβάνεται στο Παράρτημα Α του Ν 4308/2014 (ΕΛΠ), χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία μίας επιχείρησης, είναι κάθε στοιχείο που ανήκει στις παρακάτω κατηγορίες:

(α) Διαθέσιμα και ταμειακά ισοδύναμα.
(β) Συμμετοχικοί τίτλοι, δηλαδή στοιχεία της καθαρής θέσης μίας άλλης επιχείρησης (μετοχές, εταιρικά μερίδια κ.λπ.).
(γ) Ένα συμβατικό δικαίωμα για λήψη μετρητών ή άλλου χρηματοοικονομικού στοιχείου από άλλην οικονομική μονάδα.

Όλα τα χρηματοοικονομικά στοιχεία, αρχικώς, καταχωρίζονται στα λογιστικά βιβλία στο κόστος δημιουργίας ή απόκτησής τους. Ακολούθως της αρχικής τους καταχώρισης, τα χρηματοοικονομικά στοιχεία αποτιμώνται ομοίως, στο ως άνω κόστος δημιουργίας ή κτήσης τους, μειωμένο ωστόσο, από τυχόν ζημίες που καταγράφονται εκ των υστέρων (απομείωση).

Παράδειγμα:

Η εταιρεία «ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΑΕ» από την πώληση εμπορευμάτων, δέχεται και παραλαμβάνει μεταχρονολογημένη επιταγή, εισπρακτέα μετά από τρεις μήνες. Λόγω, αδυναμίας του πελάτη της να συγκεντρώσει το απαιτούμενο ποσό στον τραπεζικό του λογαριασμό, ώστε η επιταγή να έχει το ισόποσο ονομαστικό χρηματικό αντίκρισμα κατά την συμφωνημένη ημερομηνία, η διοίκηση της ως άνω εταιρείας αποδέχεται τελικώς, την είσπραξη ποσού μικρότερου της αρχικής συναλλαγής, επιστρέφοντας το αξιόγραφο.

Στη σχετική διάταξη του νόμου αναφέρεται ότι, ειδικότερα ως προς τα έντοκα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία, μεταγενέστερα της αρχικής τους αναγνώρισης, η επιμέτρηση είναι δυνατόν να γίνεται στο αποσβέσιμο κόστος, με την χρήση της μεθόδου του πραγματικού επιτοκίου ή θοδο, αντί της επιμέτρησης που προκύπτει από την αφαίρεση των τυχόν ζημιών απομείωσης (άρθρο 19, Ν 4308/2014, ως άνω).
Ως έντοκα δε, χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία, σύμφωνα με την Λογιστική Οδηγία της ΕΛΤΕ, θεωρούνται τα στοιχεία εκείνα, για τα οποία τεκμαίρεται ότι εμπεριέχουν σημαντικά ποσά τόκων, έστω και εάν αυτό δεν ορίζεται ρητά ή δεν προκύπτει από συμβατικούς όρους. H μέθοδος του αποσβέσιμου κόστους κτήσης χρησιμοποιείται μόνο κατά την επιμέτρηση έντοκων χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων, εφόσον προβλέπεται ότι θα έχει σημαντική επίπτωση στα ποσά των χρηματοοικονομικών της καταστάσεων (Ισολογισμός κ.λπ.).

Ανάλυση

Ι. Έντοκα χρηματοοικονομικά στοιχεία είναι εκείνα τα στοιχεία που η απόκτηση και η διακράτησή τους καταλήγει σε προσθήκη χρηματοοικονομικού εσόδου για την οντότητα.

Παράδειγμα:

Έστω ομόλογο που αποκτήθηκε από μία οντότητα στην παρούσα αξία των 95.238,95 ευρώ, έχει μετά από ένα έτος, μέλλουσα αξία 100.000 ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι διακρατείται στο χαρτοφυλάκιο της οντότητας, ήτοι στα ταμειακά διαθέσιμα και ισοδύναμα, ένα έντοκο χρηματοοικονομικό στοιχείο, με ετήσια απόδοση 5% (95.238,95 χ 5% = 4.761,95 ευρώ).

ΙΙ. Εν συνεχεία, άλλη περίπτωση μπορεί να είναι αυτή που προέρχεται από πωλήσεις σημαντικής αξίας περιουσιακών στοιχείων, πχ εμπορευμάτων, για εξίσου σημαντική χρονική περίοδο πίστωσης (λχ μεγαλύτερη του έτους).

Παράδειγμα:

Έστω πώληση εμπορευμάτων αντί τιμολογιακής αξίας 100.000 ευρώ (με επιπλέον ΦΠΑ 24%)[1], με την συμφωνία η είσπραξη του καθαρού τιμήματος να πραγματοποιηθεί σε 12 μήνες από την ημερομηνία έκδοσης του τιμολογίου. Το ποσό που αναλογεί στον ΦΠΑ (24.000 ευρώ), υποθέτουμε ότι καταβάλλεται αμέσως, ή έστω εντός της περιόδου απόδοσης του φόρου (δηλαδή, εντός μηνός), επομένως δεν λαμβάνει μέρος στο χρηματοοικονομικό στοιχείο. Εξ αυτού του λόγου τεκμαίρεται ότι στο ποσό του τιμήματος των 100.000 ευρώ, περιλαμβάνονται και τόκοι παρά το γεγονός ότι αυτό ενδέχεται να μην ορίζεται σε κάποια σύμβαση, προφανώς δε, δεν αναγράφεται επί του τιμολογίου. Τούτο γιατί, κατά το χρονικό διάστημα της πίστωσης των 12 μηνών, εφόσον το ποσό αυτό «απουσιάζει» (λείπει) από την ρευστότητα της οντότητας, την αναγκάζει, ούτως ειπείν, να στραφεί σε κάποια άλλη μορφή χρηματοδότησης, ή να διατηρήσει μία υφιστάμενη κατάσταση δανείων, φυσικά με το αντίστοιχο χρηματοοικονομικό κόστος. Συνεπώς, ως εναλλακτική αντιστάθμιση αυτού του χρηματοοικονομικού κόστους, επιβαρύνει την πραγματική αξία των προς πώληση εμπορευμάτων, με τόκο, χωρίς ωστόσο η ενέργεια αυτή να είναι εμφανής στο παραστατικό. Η εξεύρεση αυτού του τόκου στην πράξη, προκύπτει από την παρακάτω λογική σκέψη:

Ποιο θα ήταν το τίμημα το οποίο θα επιθυμούσε να εισπράξει, μετρητοίς, η οντότητα κατά την αρχική χρονική στιγμή της πώλησης; Αν υποθέσουμε ότι αυτό το τίμημα, δηλαδή τοις «μετρητοίς» θα ήταν 95.000 ευρώ, αυτομάτως προκύπτει η χρηματοοικονομική επιβάρυνση προς τον αντισυμβαλλόμενο, άρα αντίστοιχο έσοδο για την οντότητα. Το ποσό των 95.000 ευρώ «τοκίζεται» συνεπώς για 12 μήνες και αποδίδει τόκο 5.000 ευρώ. Άρα, είναι:

 

5.000,00 / 95.000,00 = 0,05263 ή 5,263%

 

ΙΙΙ. Ας δούμε τώρα, τι είναι αποσβέσιμο κόστος.

Προκειμένου να γίνει αντιληπτός ο όρος αυτός σε ότι αφορά τα χρηματοοικονομικά στοιχεία, κρίνεται χρήσιμο να ξεκινήσουμε από την εφαρμογή του επί των παγίων περιουσιακών στοιχείων. Η αποσβέσιμη αξία ενός παγίου περιουσιακού στοιχείου, μετά την αρχική του καταχώριση, καθορίζεται από το αρχικό κόστος κτήσης του, μειωμένο κατά το συσσωρευμένο ποσό των αποσβέσεων (μέχρι την χρονική στιγμή που εξετάζουμε), καθώς και τυχόν διενεργηθείσες απομειώσεις[2].
Σύμφωνα με το άρθρο 18 του Ν 4308/2014 (ΕΛΠ), τα πάγια περιουσιακά στοιχεία καταχωρίζονται αρχικά στο κόστος κτήσης τους και στη συνέχεια αποτιμώνται στο αποσβέσιμο κόστος.

 

Παράδειγμα:

Ένα μηχάνημα έχει αρχικό κόστος κτήσης μαζί με έξοδα εγκατάστασης κ.λπ. 90.000 ευρώ, την 1/2/2019, οπότε τίθεται σε λειτουργία. Μετά από 3 έτη και 11 μήνες, δηλαδή την 31/12/2022, έστω ότι οι συσσωρευμένες αποσβέσεις ανέρχονται στο ποσό των 35.250 ευρώ. Την ίδια ημερομηνία αποφασίζεται από την διοίκηση της οντότητας η αναγνώριση ζημιάς απομείωσης κατά 10% της αρχικής αξίας κτήσης, δεδομένου ότι προέκυψε ιδιαίτερη φθορά στο μηχάνημα, η οποία επισπεύδει την ωφέλιμη ζωή του[3].
Συνεπώς, το ποσό της απομείωσης που θα καταγραφεί στην λογιστική βάση, θα είναι 9.000 ευρώ. Υπό την έννοια αυτή η αποσβέσιμη αξία του μηχανήματος την 1/1/2023, θα είναι:

90.000,00 – [35.250,00 + 9.000,00] = 45.750,00

Κατ’ αναλογία, αποσβέσιμο κόστος ενός χρηματοοικονομικού στοιχείου, σε αντιδιαστολή με το κόστος απόκτησής του, είναι το ποσό της αρχικής του καταχώρισης, μετά από την αφαίρεση οποιουδήποτε ποσού μπορεί να θεωρηθεί ότι μειώνει την αρχική του αξία. Επειδή εδώ έχουμε χρηματοοικονομικό στοιχείο, θα αφαιρεθεί κάθε διαφορά μεταξύ του αρχικού ποσού και του ποσού που θα προκύψει κατά την ημερομηνία λήξης αυτού, δηλαδή τα ποσά των συσσωρευμένων αποσβέσεων που θα προσδιοριστούν είτε με την μέθοδο του πραγματικού επιτοκίου, είτε με την σταθερή μέθοδο.
Ασφαλώς δε, θα υπολογιστεί και κάθε μείωση για την καταγραφή τυχόν ζημιών απομείωσης.
Υπενθυμίζεται ότι κάθε χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο, είτε έντοκο, είτε όχι, υπόκειται σε έλεγχο απομείωσης, όταν υπάρχουν ορισμένες ενδείξεις (παρ. 5, άρθρο 19 Ν 4308/2014). Τέτοιοι λόγοι μπορεί να είναι:

(α) η διαπίστωση ότι υφίστανται προφανείς και σοβαρές χρηματοοικονομικές δυσκολίες του εκδότη ή του υπόχρεου των χρηματοοικονομικών στοιχείων, ή
(β) η λογιστική αξία είναι σημαντικά υψηλότερη από την εύλογη αξία (εφόσον υπάρχει η εύλογη αξία), ή
(γ) όταν προκύπτουν δυσμενείς τοπικές, εθνικές ή διεθνείς συνθήκες που αυξάνουν την πιθανότητα αθέτησης βασικών δεσμεύσεων που απορρέουν από τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία, ή
(δ) τέλος όταν η ανακτήσιμη αξία4 του στοιχείου υπολείπεται της λογιστικής του αξίας.

Αποτίμηση στο αποσβέσιμο κόστος

Περαιτέρω, κατά ρητή διατύπωση στον νόμο και όπως ήδη αναφέρθηκε πιο πάνω, η αποτίμηση στο αποσβέσιμο κόστος, αντί στο κόστος κτήσης, εφαρμόζεται όταν η επιλογή αυτή αναμένεται να έχει σημαντική επίπτωση στα ποσά των χρηματοοικονομικών καταστάσεων.

Ως σημαντική επίπτωση νοείται τυχόν παράλειψη ή ενδεχόμενη σκόπιμη παραπλάνηση, η οποία θα ήταν δυνατόν να επηρεάσει τις οικονομικές αποφάσεις όσων αναλύουν και μελετούν τις χρηματοοικονομικές καταστάσεις, αναλόγως προς την εργασία που έχουν αναλάβει (εσωτερικός έλεγχος, έλεγχος ανεξάρτητου τρίτου, φορολογικός έλεγχος, εξέταση χρηματοδοτικού αιτήματος κ.λπ.), ή για επενδυτικούς λόγους. Η επίπτωση εξετάζεται σε συνάρτηση με το μέγεθος, την φύση της παράλειψης, τον ενδεχόμενο δόλο και κρίνεται πάντα υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, ασφαλώς δε, υπό το πρίσμα της εκάστοτε οικονομικής συγκυρίας.

Εφαρμογή

Ακολουθεί παράδειγμα, μέσω του οποίου και με την βοήθεια αριθμητικών δεδομένων, θα επεξηγηθούν, στο πλαίσιο του αποσβέσιμου κόστους εντόκου χρηματοοικονομικού στοιχείου, τόσο η μέθοδος του πραγματικού επιτοκίου, όσο και η σταθερή μέθοδος.

Στην αρχή του έτους 2019 η οντότητα «ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΑΕ» αγόρασε πενταετές ομόλογο που εξέδωσε η «ΠΙΣΤΟΛΗΠΤΙΚΗ ΑΕ», ονομαστικού ποσού 500.000 ευρώ, με ονομαστικό επιτόκιο 4%. Το ομόλογο υποθέτουμε ότι εκδόθηκε υπό το άρτιο[5], στο ποσό των 450.000 ευρώ. Οι τόκοι καταβάλλονται στο τέλος κάθε ημερολογιακού έτους, ενώ το κεφάλαιο θα επιστραφεί 100%, στις 31/12/2023. Αναζητείται η λογιστική αξία του ομολόγου στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις της οντότητας «ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΑΕ».
Επειδή πρόκειται για έντοκο χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο, η αποτίμησή του θα πρέπει να γίνει στο αποσβέσιμο κόστος.
Θα εξετάσουμε πρώτα την μέθοδο του πραγματικού επιτοκίου και εν συνεχεία θα παραθέσουμε και την σταθερή μέθοδο.

Λύση:

  1. Μέθοδος πραγματικού επιτοκίου

 

1. Καταρχάς, τα χρηματοοικονομικά έσοδα που αναμένει να εισπράξει η «ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΑΕ» από την χρηματική τοποθέτηση στο ομόλογο της οντότητας «ΠΙΣΤΟΛΗΠΤΙΚΗ ΑΕ», κατά την περίοδο 2019 - 2023 (πενταετία) είναι:

500.000,00 χ 4% = 20.000,00 χ 5έτη = 100.000,00 ευρώ

Ωστόσο, η «ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΑΕ» θα ωφεληθεί και το ποσό των 50.000 ευρώ, εξ αιτίας της αγοράς του ομολόγου υπό το άρτιο. Συνεπώς, έχουμε συνολικά έσοδα 150.000 ευρώ.
Τα έσοδα αυτά πρέπει να κατανεμηθούν στην πενταετία 2019 - 2023.

2. Οι χρηματοροές που αναμένει η «ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΑΕ» από την χρηματική της επένδυση των 450.000 ευρώ, εμφανίζονται στον παρακάτω πίνακα:

Χρηματοροές ομολόγου

1/1/2019

31/12/2019

31/12/2020

31/12/2021

31/12/2022

31/12/2023

Εκροή

Εισροή

Εισροή

Εισροή

Εισροή

Εισροές

-450.000,00

+20.000,00

+20.000,00

+20.000,00

+20.000,00

+ 20.000,00

+ 500.000,00

-450.000,00

+20.000,00

+20.000,00

+20.000,00

+20.000,00

+520.000,00

 

3. Αναζητούμε το επιτόκιο (i) που εξισώνει τις χρηματοροές (Κ1, = Κ2, = Κ3, = Κ4, = 20.000 ευρώ και Κ5 = 520.000 ευρώ) του ομολόγου με την αρχική εκροή των 450.000 ευρώ (Κ0).
Θα χρησιμοποιήσουμε την εξίσωση της καθαρής παρούσας αξίας[6] :

Κ0 = Κ1 / (1 + i) + Κ2 / (1 + i)2 + Κ3 / (1 + i)3 + Κ4 / (1 + i)4+ Κ5 / (1 + i)5

 

Έχουμε:

 

450.000,00 = 20.000,00 / (1 + i) + 20.000,00 / (1 + i)2 + 20.000,00 / (1 + i)3 +

 

+20.000,00 / (1 + i)4 + 520.000,00 / (1 + i)5

Με βάση τα παραπάνω δεδομένα, λύνοντας την εξίσωση ως προς i, το επιτόκιο που εξισώνει τις χρηματοροές, είναι: i = 6,4%.

Επισημαίνεται ότι αν το ομόλογο αγοραζόταν στο άρτιο, δηλαδή στην ονομαστική του αξία, είναι προφανές ότι το επιτόκιο που θα εξίσωνε την αρχική εκροή των 500.000 ευρώ (παρούσα αξία) με τις μελλοντικές εισροές της πενταετίας (χρηματοροές), θα ήταν, σύμφωνα με την εφαρμογή της παραπάνω εξίσωσης, της τάξης του 4% (ονομαστικό επιτόκιο). Πράγματι, ισχύει η ισότητα:

 

500.000,00 = 20.000,00 / (1 + 0,04) + 20.000,00 / (1 + 0,04)2 + 20.000,00 / (1 + 0,04)3 +

 

+20.000,00 / (1 + 0,04)4 +520.000,00 / (1 + 0,04)5

 

4. Συνεπώς, με την χρήση του πραγματικού επιτοκίου, κατά την αποτίμηση στο αποσβέσιμο κόστος, το ποσό του υπό το άρτιο 50.000 ευρώ, επιμερίζεται ως χρηματοοικονομικό έξοδο στα πέντε έτη του ομολόγου. Το πραγματικό επιτόκιο προσδιορίστηκε σε i = 6,4%, ενώ αν είχε αγοραστεί στο άρτιο το πραγματικό επιτόκιο θα ήταν ίσο με το ονομαστικό.
Ακολούθως, αν το ομόλογο καταχωριζόταν αρχικά στο ονομαστικό ποσό των 500.000 ευρώ, το χρηματοοικονομικό έσοδο την 31/12/2019 (δηλαδή για το πρώτο έτος 2019) θα προέκυπτε ως το άθροισμα του υπό το άρτιο ποσού των 50.000 ευρώ και του ονομαστικού τόκου των 20.000 ευρώ, ήτοι 70.000 ευρώ, ενώ για τα επόμενα έτη 2020, 2021, 2022 και 2023, το χρηματοοικονομικό έσοδο θα ήταν 20.000 ευρώ ανά έτος.

 

  1. Σταθερή μέθοδος

Με την εφαρμογή της σταθερής μεθόδου, στο πλαίσιο του αποσβέσιμου κόστους, το ποσό της υπό το άρτιο έκδοσης των 50.000 ευρώ, ισοκατανέμεται ως έσοδο στα πέντε έτη του ομολόγου, ήτοι για κάθε έτος 10.000 ευρώ.

Αποτέλεσμα της ανάλυσης

- Με το ονομαστικό επιτόκιο 4% η κατανομή του εσόδου, ανά έτος θα ήταν η εξής:

31/12/2019

31/12/2020

31/12/2021

31/12/2022

31/12/2023

70.000,00

20.000,00

20.000,00

20.000,00

20.000,00

Σύνολο εσόδων πενταετίας: 150.000

 

- Με το πραγματικό επιτόκιο 6,4%, η κατανομή του εσόδου ανά έτος θα ήταν η εξής:

 

31/12/2019

31/12/2020

31/12/2021

31/12/2022

31/12/2023

450.000,00

458.800,00

468.163,20

478.125,64

488.725,68

28.800,00

29.363,20

29.962,44

30.600,04

31.274,32

Σύνολο εσόδων πενταετίας: 150.000

Στο κεφάλαιο κάθε έτους προστίθεται μόνο το ποσό που προκύπτει από τον επιμερισμό της υπό το άρτιο διαφοράς (αφαιρείται δηλαδή, κάθε φορά το 20.000):

31/12/2019: [450.000,00 χ 6,4% = 28.800,00 – 20.000,00 = 8.800,00]

31/12/2020: [450.000,00 + 8.800,00 = 458.800,00 χ 6,4% = 29.363,20 – 20.000,00 = 9.363,20]

31/12/2021: [458.800,00 + 9.363,20 = 468.163,20 χ 6,4% = 29.962,44 – 20.000,00 = 9.962,44]

31/12/2022: [468.163,20 + 9.962,44 = 478.125,64 χ 6,4% = 30.600,04 – 20.000,00 = 10.600,04]

31/12/2023: [478.125,64 + 10.600,04 = 488.725,68 χ 6,4% = 31.274,32]

Στη συνέχεια πολλαπλασιάζεται επί το πραγματικό επιτόκιο 6,4%. Η μικρή διαφορά 4,12 ευρώ) στρογγυλοποιήθηκε στο τελευταίο ποσό.

- Με την σταθερή μέθοδο, η κατανομή του εσόδου ανά έτος θα ήταν η εξής:

31/12/2019

31/12/2020

31/12/2021

31/12/2022

31/12/2023

30.000,00

30.000,00

30.000,00

30.000,00

30.000,00

Σύνολο εσόδων πενταετίας: 150.000

Κατά την δική μου άποψη η μέθοδος του πραγματικού επιτοκίου, αποτυπώνει σε πλέον πραγματική βάση την αξία του ομολόγου στο τέλος της περιόδου αναφοράς, στο πλαίσιο, ασφαλώς, του αποσβέσιμου κόστους[7].

Νίκος Σγουρινάκης

n_sgourinakis@hotmail.com


[1] Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 19 του Ν 2859/2000 (Κώδικας ΦΠΑ), στην φορολογητέα αξία για τον ΦΠΑ, πλην των άλλων, περιλαμβάνονται και οι τόκοι των επί πιστώσει πωλήσεων. Στην προκειμένη περίπτωση, στο παράδειγμά μας, εφόσον τεκμαίρεται ότι στο τίμημα της πώλησης περιλαμβάνονται τόκοι, ώστε να χαρακτηριστεί η αξία αυτή έντοκο χρηματοοικονομικό στοιχείο, ο ΦΠΑ υπολογίζεται και επί του ποσού των τόκων.

[2] Βλέπε και το ορισμό του αποσβέσιμου κόστους στο Παράρτημα Α του Ν 4308/2014 (ΕΛΠ)

[3] Βλέπε «ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ», στο τεύχος του Ιανουαρίου 2017, σελίδα 33 κ.ε. «Η έννοια της απομείωσης ενσώματου παγίου στο πλαίσιο των ΕΛΠ»: Απομείωση είναι το ποσό κατά το οποίο η λογιστική αξία ενός περιουσιακού στοιχείου υπερβαίνει την ανακτήσιμη αξία του (βλέπε υποσημείωση 5).

[4] Ως ανακτήσιμη αξία λαμβάνεται το μεγαλύτερο ποσό μεταξύ της εύλογης αξίας (μειωμένης κατά το απαιτούμενο κόστος διάθεσης) ενός περιουσιακού στοιχείου και της αξίας χρήσης αυτού.

[5] Αξία έκδοσης, μικρότερη της ονομαστικής αξίας του τίτλου.

[6] Βλέπε στο τεύχος Νοεμβρίου 2015, «ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ»: «Η χρησιμότητα της ανάλυσης της παρούσας αξίας», σελίδα 1014 κ.ε., αλλά και στο τεύχος 126 Μάρτιου – Απριλίου 2018 του περιοδικού «ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ»: «Η έννοια της παρούσας αξίας,, σε τρέχοντα λογιστικά και φορολογικά θέματα».

[7] Βλέπε και την Λογιστική Οδηγία της ΕΛΤΕ

 

Παρακαλώ περιμένετε...

loading
 
Ερώτηση Ασφαλείας: Επιλέξτε μία σημαντική για εσάς ημερομηνία

Σημειώστε την ημερομηνία που θα επιλέξετε, σε περίπτωση που σας ζητηθεί στο μέλλον από το σύστημα για λόγους ασφαλείας.

Επιβεβαιώστε τον λογαριασμό σας

Παρακαλώ συμπληρώστε την σημαντική για εσάς ημερομηνία που έχετε καταχωρίσει ως ερώτηση ασφαλείας.