ΑΠ 215/2017 Τμ. Β2ʼ
Προαγωγή εργαζομένου. Η δικαιοπραξία, με την οποία συμφωνήθηκε μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου η προαγωγή αυτού μόλις συντρέξουν ορισμένες προϋποθέσεις, η διαπίστωση της συνδρομής των οποίων γίνεται από τον εργοδότη ή εξουσιοδοτημένο όργανο αυτού, αποτελεί δικαιοπραξία υπό αναβλητική αίρεση, επί της οποίας εφαρμόζεται το άρθρο 207 ΑΚ. Το ίδιο ισχύει και όταν η, υπό προϋποθέσεις, προαγωγή του υπαλλήλου προβλέπεται από κανονισμό εργασίας με συμβατική ισχύ. Η αναβλητική αυτή αίρεση θεωρείται ότι πληρώθηκε από τότε που έπρεπε να έχει γίνει η προαγωγή, στην περίπτωση που ο εργοδότης έκρινε ότι ο μισθωτός δεν συγκεντρώνει τις συμφωνημένες προϋποθέσεις για την προαγωγή του και η κρίση αυτή είναι αντίθετη προς την καλή πίστη ως καταφώρως εξ αντικειμένου άδικη, όταν δηλαδή παραλείφθηκε να προαχθεί υπάλληλος που υπερείχε καταφανώς ως προς τα, συνολικώς εκτιμώμενα, τυπικά και ουσιαστικά υπηρεσιακά προσόντα του έναντι, έστω και ενός προαχθέντος συναδέλφου του. Κανονισμός Τράπεζας συμβατικής ισχύος. Ο εργοδότης, εναγόμενος από μισθωτό του για παράλειψη προαγωγής του, κατά παράβαση του 281 ΑΚ, έχει το δικαίωμα να αμυνθεί κατά της αγωγής κάνοντας χρήση της διακωλυτικής, κατά της αξίωσης του μισθωτού προς προαγωγή, ένστασης, που θεμελιώνεται στον ισχυρισμό της απλής υπεροχής ενός ή περισσοτέρων συναδέλφων του ενάγοντα, οι οποίοι θα είχαν προαχθεί αντʼ αυτού, αν δεν είχαν προαχθεί, κατά παράλειψη του ενάγοντος, αυτοί που αναφέρονται στην αγωγή. Η ένσταση αυτή δεν συνιστά δόλια συμπεριφορά του εργοδότη ούτε αντίκειται στις αρχές της καλής πίστης, σε περίπτωση δε ευδοκίμησής της, επιφέρει απλώς τη διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράλειψης της προαγωγής του ενάγοντα και της προαγωγής των προτεινομένων από αυτόν, προς σύγκριση, με την αγωγή του.